Δημιουργικότητα και ιδέες που γεννήθηκαν από το αδιέξοδο

Δημιουργικότητα και ιδέες που γεννήθηκαν από το αδιέξοδο

3' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Τις νύχτες που τα μάτια δεν έκλειναν ή που πεταγόμουν αίφνης από κάποιον εφιάλτη, άνοιγα τον υπολογιστή μου και συνέχιζα το γράψιμο». Ο Χάρης Τορτορέλης περιγράφει το χρονικό συγγραφής του βιβλίου του, που στο μεγαλύτερο μέρος του συνέπεσε με μια πολύμηνη περίοδο ανεργίας. «Από παιδί έγραφα», θυμάται ο 35χρονος Ζακυνθινός νηπιαγωγός με μάστερ από το Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης στη Μουσειακή Αγωγή, ο οποίος έπειτα από οκτώ συναπτά έτη εργασίας στο Ναυτικό Μουσείο βρέθηκε άνεργος. Με τα εργασιακά προβλήματα είχε συμφιλιωθεί, «είχαμε όλοι οι εργαζόμενοι από δέκα καταγγελίες σύμβασης, είχαμε πάθει ανοσία». Η οριστική ανακοίνωση, τον Ιανουάριο του 2012, της λήξης της συνεργασίας ήχησε ωστόσο σαν κακόγουστο αστείο.

«Βρέθηκα πραγματικά στον αέρα, με μοναδικό αποκούμπι το επίδομα ανεργίας των 360 ευρώ, και με μια δόση στεγαστικού δανείου». Βέβαια, «δεν έχασα ούτε μια μέρα, άρχισα να στέλνω αιτήσεις σε εταιρείες, οργανισμούς, ιδιωτικά σχολεία, τις αρχειοθετούσα μάλιστα». Ελάχιστοι είναι αυτοί που απαντούν, έστω και αρνητικά. «Συγκινήθηκα, όμως, με ορισμένα κορυφαία Ιδρύματα που με κάλεσαν μόνο και μόνο για να με συγχαρούν για το βιογραφικό μου», προσθέτει ο ίδιος. «Στο μεταξύ, έπαιζα τον αισιόδοξο στους δικούς μου στη Ζάκυνθο, για να μην τους στεναχωρώ». Σημαντική παρηγοριά, οι φίλοι. «Μου έκαναν το τραπέζι, με δάνειζαν». Ο Χάρης κάνει συνεχώς περικοπές, βρίσκει λίγα ιδιαίτερα ισπανικών «μόνο για τα έξοδα φαγητού μου». «Ηθελα συνεχώς να κάνω κάτι, να μην κάθομαι ούτε λεπτό, για να μη σκέφτομαι», ομολογεί· «είχα γίνει υστερικός με την καθαριότητα».

Μεγαλύτερη, όμως, διέξοδο αποτέλεσε η συγγραφή. «Την πρώτη νύχτα της ανεργίας έγραψα το ένα διήγημα με τίτλο: “Παράδεισος”. Παρουσιάζει έναν άνθρωπο εγκλωβισμένο σε έναν κάδο σκουπιδιών που διώκεται από διάφορες φιγούρες: μια γυναίκα που συμβολίζει την εργασία, έναν αστυνόμο, έναν παπά». Το βιβλίο «Τούμπα… και τούμπαλιν», όπως μαρτυρά και ο τίτλος, έχει γραφτεί σε δύο φάσεις. «Το πρώτο μέρος το έγραφα σταδιακά ως εργαζόμενος, το δεύτερο ως άνεργος». Οι ήρωες στην αρχή ζουν τα προσωπικά τους πάθη αναζητώντας την πραγματική αγάπη, χωρίς να επηρεάζονται από το ιστορικό γίγνεσθαι. Στο δεύτερο μέρος, όμως, «ωριμάζουν βίαια από έναν εξωτερικό παράγοντα, την ανεργία». Πρωταγωνιστές γίνονται μοιραία ένας άνεργος, ένας άστεγος, ένας ναρκομανής και κάποιος που θέλει να γίνει πατέρας, αλλά δεν μπορεί ελλείψει χρημάτων. «Δεν ήταν προτεραιότητά μου η έκδοση του βιβλίου, δεδομένων των ζωτικών προβλημάτων μου», διευκρινίζει. «Στον εκδοτικό οίκο είχα στείλει βιογραφικό για δουλειά, είδαν ότι είχα λάβει παλαιότερα διάκριση για ένα διήγημα και ζήτησαν να δουν τα γραπτά μου…». Η περιπέτεια του Χάρη, που αύριο το πρωί παρουσιάζει στο θέατρο Χυτήριο το βιβλίο του, δεν έχει λήξει. «Μέχρι τον Ιούλιο εργάζομαι ως νηπιαγωγός, για μετά δεν ξέρω», καταλήγει.

Από Λονδίνο, Χαλκίδα

Σύμφωνα με το πλάνο τους, η Σταυρούλα και ο Γιάννης θα έπρεπε τώρα να περπατούν στα πέριξ του Μπιγκ Μπεν. Αντ’ αυτού, τη στιγμή αυτή το ζεύγος «ενορχηστρώνει» τα μελίσσια του στην Εύβοια, επιδεικνύοντας μεγαλύτερη εργατικότητα κι από αυτή των μελισσών. «Πέρυσι την άνοιξη το είχαμε αποφασίσει, θα φεύγαμε», διηγείται στην «Κ» ο 32χρονος Γιάννης Καρυπίδης. Ζούσαν στη Θεσσαλονίκη και είχαν βρεθεί σε αδιέξοδο. «Σκοπεύαμε να μετακομίσουμε στη Βρετανία για δουλειά», εξηγεί ο Γιάννης, που έχει σπουδάσει λογιστής, ενώ νεότερος είχε παίξει επαγγελματικά ποδόσφαιρο στην Αγγλία. «Στο μεταξύ είχαν δεχθεί τη νηπιαγωγό γυναίκα μου σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα». Η Λάχεσις, όμως, έκρινε διαφορετικά.

Μια τυχαία επίσκεψη σε έναν μελισσοκόμο τούς «ξεσηκώνει». Η Σταυρούλα Θεοδώρου, ως γόνος οικογένειας μελισσοκόμων, φαίνεται ότι διέθετε το «μικρόβιο», και το ζευγάρι αρχίζει να φλερτάρει με την προοπτική ενασχόλησης με τη μελισσοκομία. «Λίγες μέρες μετά, δοκιμάζουμε σαμπάνια με φύλλα βρώσιμου χρυσού, και τότε είχαμε μια έμπνευση: να παράγουμε μέλι με φύλλα χρυσού». Ετσι, γεννήθηκε η Stayia Farm (Σταυρούλα και Γιάννης). «Μετακομίσαμε στη Χαλκίδα, αγοράσαμε μελίσσια και κάναμε ταχύρρυθμα μαθήματα μελισσοκομίας». Για το «πάντρεμα» του χρυσού με το θυμαρίσιο μέλι απευθύνθηκαν σε επιστήμονες, «έχουμε καταθέσει μάλιστα τον φάκελο στην Ε.Ε. για κατοχύρωση της πατέντας». Αρχικά, η Stayia Farm προωθεί τη «Βασίλισσά» της σε επιλεγμένα παντοπωλεία σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Μύκονο. Παράλληλα, κάνει τις πρώτες εξαγωγές σε Αγγλία και Γαλλία, εν συνεχεία Ελβετία και τώρα στη Ρωσία. «Ολη η δουλειά γίνεται από εμάς: από την τοποθέτηση των μελισσιών μέχρι τις ετικέτες και τις συσκευασίες». Καθώς, όμως, έχει ο «ένας τον άλλον», ο φόρτος εργασίας μοιράζεται, όπως και η χαρά της επιτυχίας. «Δεν έχουμε μόνο ο ένας τον άλλον, έχουμε και τις οικογένειές μας», με διορθώνει ο Γιάννης. «Η μια αδελφή μάς έκανε το γραφιστικό κομμάτι, η άλλη τύπωσε τις ετικέτες, τα πεθερικά μου βοηθούν στο πεδίο», λέει συγκινημένος ο Γιάννης· «ήθελαν όλοι να πετύχουμε και να μείνουμε εδώ».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή