Δύο εβδομάδες μετά τη δημοσιογραφική προβολή της «Μικράς Αγγλίας», τα πρόσωπα με ακολουθούν: η Ορσα, η Μόσχα, ο Σπύρος Μαλταμπές, ο Νίκος, η Μίνα… Το ίδιο είχε συμβεί και με το ομώνυμο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, όταν κυκλοφόρησε το 1997. Η κινηματογραφική μεταφορά του είναι μια ταινία αυτόνομη, που κυκλώνει τον θεατή χωρίς να προδίδει τον αναγνώστη.
Το «ταξίδι» δεν είναι τόσο στην Ανδρο του ’30 και του ’40. Αν και η εποχή, η ατμόσφαιρα και η ειδική συνθήκη ενός νησιού ναυτικών και καπεταναίων διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην ιστορία. Ομως η ταινία «φεύγει» από τον χώρο και τον χρόνο. Ακολουθεί βήμα βήμα το ανεκπλήρωτο του έρωτα, το μέγιστο του πάθους, που όταν δεν απελευθερώνεται είναι ένας αργός, βασανιστικός θάνατος, τα λάθη που γίνονται φορτία πιο βαριά από των καραβιών.
Ολοι οι ήρωες μοιάζει να υποτάσσονται σε μια μοίρα με ονοματεπώνυμο: η μάνα («οχιά» θα την αποκαλέσουν οι κόρες), τα βαπόρια, το συμφέρον, ο πόθος που κρύβεται πίσω από την εκδίκηση και οδηγεί σχεδόν πάντα στην αυτοτιμωρία. Ο ρυθμός της ταινίας χτίζεται από τον Παντελή Βούλγαρη αργά και προσεκτικά, για να οδηγήσει στο κρεσέντο της τελευταίας μιας ώρας. Οταν η παραφορά μεταμορφώνεται σε αντάρα, σε κραυγή, συνωμοτεί με τα στοιχεία της φύσης και κοπάζει μόλις ξεβράσει στην ακτή συντρίμμια από ζωές και καράβια. Οι δύο αδελφές με λάθος γάμους, μεθοδευμένους από τη μητέρα τους. Τα αισθήματα δεν υπολογίζονται. Η καθημερινότητα ορίζεται από την απουσία του άντρα και τη διαρκή αγωνία για τη (μη) επιστροφή του. Η εποχή κρατάει τις γυναίκες σε ομηρία. «Αν είχαμε σπουδάσει κάτι ή αν είχαμε μια δουλειά… Αν μιλούσαμε», λέει η μικρότερη και ατίθαση Μόσχα, κάνοντας τον απολογισμό, όταν είναι πλέον αργά.
Η ταινία φέρει την υπογραφή της, περίπου 40χρονης, σχέσης του Π. Βούλγαρη και της Ιω. Καρυστιάνη οφείλει πολλά στους ηθοποιούς (ηγεμονική και ταυτόχρονα τσακισμένη η φιγούρα της Μίνας – Αννέζας Παπαδοπούλου) στη φωτογραφία με προσωπικότητα του Σίμου Σαρκετζή στην υπονομευτική μουσική της Κατερίνας Πολέμη.
Η μόνη ένσταση δεν αφορά τόσο τη διάρκεια (2 ώρες 40΄) όσο την ηθογραφική καλλιγραφία κάποιων πλάνων (όπως της σκηνής του Επιταφίου) που θα μπορούσαν και να έχουν αφαιρεθεί, προσθέτοντας στην οικονομία της αφήγησης.
Η «Μικρά Αγγλία» είναι μια ιστορία γραμμένη και κινηματογραφημένη στο μπλε. Χωρίς τελεία, που αφήνει, όπως και η θάλασσα, τους ήρωες χωρίς ανάπαυση.