Προκαταλήψεις και στερεότυπα
Η ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ
ΤΙΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΕΡΜΑΝΩΝ, ΒΡΕΤΑΝΩΝ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΕΛΛΗΝΕΣ, ΑΝΑΡΩΤΙΕΤΑΙ ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΛΟΓΟ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΥΠΟΚΥΠΤΟΥΝ ΣΤΟ
ΠΕΙΡΑΣΜΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΗΣ
ΓΥΝΑΙΚΑ, τεύχος 47, Απρίλιος 2012
Τον τελευταίο καιρό αποφάσισα να σημειώνω τις προκαταλήψεις που
ακούω σε συζητήσεις ή που συναντώ στην καθημερινότητα. Για
παράδειγμα, σημείωσα μια σκηνή σ’ ένα εστιατόριο, όπου κάθισα με
μια ηλικιωμένη φίλη μου. Ο σερβιτόρος την αποκάλεσε «γιαγιά» («Τι
να σας φέρω γιαγιά;») και εξεπλάγη όταν εκείνη αντέδρασε λέγοντάς
του ότι δεν είναι η γιαγιά του. Αυτού του είδους η οικειότητα
προέρχεται από την αντίληψη ότι τα ηλικιωμένα άτομα δεν είναι
άντρες και γυναίκες, αλλά παππούδες και γιαγιάδες. Δηλαδή
προέρχεται από την αντίληψη ότι οι ηλικιωμένοι δεν έχουν φύλο και
ότι ορίζονται από τη συγγένειά τους με νεότερους ανθρώπους.
πληροφόρησης, μειωμένης αντίληψης και αποδοχής στεροτύπων-
σχετίζεται με την ελληνική καταγωγή. Παλιότερα οι Ελληνες,
ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, ήταν πονηροί, εργατικοί, μελαχρινοί
μυστακοφόροι με παράξενες συνήθειες όπως το σπάσιμο των πιάτων και
το σούβλισμα των αρνιών. Αυτές τις ημέρες οι Γερμανοί, οι Βρετανοί,
οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης οι
Ελληνες περιφέρονται ρακένδυτοι και ότι οι καλοντυμένοι Ελληνες
είναι κλέφτες που έχουν αποκτήσει οικονομική άνεση με δόλιο τρόπο,
εις βάρος της Ευρώπης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι Ελληνες είναι
άξιοι περιφρόνησης.
προσπαθώ να ανοίξω μια βαριά μεταλλική πόρτα, επεμβαίνει ένας
κύριος, την ανοίγει και μου χαμογελάει με συγκαταβατικότητα. Γιʼ
αυτόν, είτε τραβάω μια πόρτα που πρέπει να σπρώξω, είτε σπρώχνω μια
πόρτα που πρέπει να τραβήξω, είτε δεν έχω αρκετή δύναμη για να κάνω
ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δηλαδή οι γυναίκες δεν μπορούν να
ανοίξουν πόρτες! Επίσης μπερδεύονται με τα κουμπιά των ασανσέρ και
με οτιδήποτε μηχανικό και τεχνολογικό.
στατιστικό της δυναμικό. Ωστόσο η μετατροπή μιας μεμονωμένης
αρνητικής εμπειρίας σε γενική πεποίθηση είναι ένδειξη περιορισμένου
ορίζοντα. Πολλοί ηλικιωμένοι δεν ακούνε καλά· όμως αυτή η
παρατήρηση δεν αρκεί για να ουρλιάζουμε όταν τους μιλάμε,
αρθρώνοντας τις συλλαβές μία-μία ώστε να μας ακούνε. Κοντολογίς,
δεν είναι όλοι οι ηλικιωμένοι κουφοί, όπως δεν είναι όλες οι
γυναίκες ανίκανες να αποφασίσουν αν μια πόρτα ανοίγει με σπρώξιμο ή
με τράβηγμα.
Θυμάμαι πως όταν ήμασταν μικροί ο ξάδερφός μου ο Τζίμι, που ζούσε
στο Μέμφις του Τενεσί, έλεγε με μορφασμό αηδίας ότι «οι νέγροι
μυρίζουν άσχημα». Χρησιμοποιούσε τη λέξη «νέγροι», που δεν
πολυακούγεται πια. Με το πέρασμα του χρόνου ο Τζίμι όμως άλλαξε:
πριν από λίγες ημέρες είδαμε μαζί στο Μπρόντγουεϊ ένα μιούζικαλ με
τον προσφυή τίτλο «Μέμφις», στο οποίο ένας λευκός ντισκ τζόκεϋ
ερωτεύεται μια μαύρη τραγουδίστρια. Ο πρώην «ρατσιστής» νεαρός από
τον Νότο έχει εξελιχθεί σε έναν ώριμο, μετριοπαθή ενήλικα που
ψήφισε τον Ομπάμα. Επίσης δεν θυμάται τα περί δυσάρεστης μυρωδιάς –
οι νεανικές μας πλάνες είναι πιο δυσάρεστες από τις μυρωδιές.
με την ωρίμανση των κοινωνιών. Οταν ήμουν νέα, οι ενήλικες πίστευαν
ότι όλοι οι νέοι είχαμε παρασυρθεί στον ωκεανό του σεξ, των
ναρκωτικών και του ροκ – «πού οδεύομεν!». Σήμερα, παρʼ ότι ο δρόμος
προς την ωριμότητα είναι μακρύς, οι πολίτες μάλλον διακρίνουν τις
διαφορές ανάμεσα στα άτομα και αποφεύγουν τις υπεραπλουστεύσεις και
τις γενικεύσεις. Η ενημέρωση, τα ταξίδια, η πρόοδος της ίδιας της
ανθρώπινης ιστορίας τοποθετούν τον καθένα μας μπροστά στις
προκαταταλήψεις του.