Τα ξεχασμένα Νοεμβριανά

2' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην πολιτική τα πράγματα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Με βάση το αξίωμα αυτό, η επιλογή του Βενιζέλου να συμπαρατάξει κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο την Ελλάδα με την Εγκάρδια Συνεννόηση, ήταν σωστή. Το ελληνικό κράτος επεκτάθηκε, αν και ο Ελληνισμός συρρικνώθηκε στα νέα διευρυνθέντα όρια του κράτους αυτού. Οσοι τότε, με επικεφαλής τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ήθελαν την Ελλάδα ουδέτερη, δεν δικαιώθηκαν από την έκβαση των πραγμάτων. Από τον στενό κύκλο των κωνσταντινικών επιτελών, μόνον ο Μεταξάς ισοζύγισε -αν μπορεί να υπάρξει ισοζύγιο στην Ιστορία- την ενεργό συμμετοχή του στο ουσιαστικά φίλο προς τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες στρατόπεδο των ουδετεροφρόνων. Το ισοζύγιο αυτό αποκαταστάθηκε για τον Μεταξά με την από το 1934 συνειδητή και ρεαλιστική στροφή του και αποδοχή της άποψης ότι η Ελλάδα, χώρα της Μεσογείου, έπρεπε να παραμείνει εντεταγμένη στο σύστημα πολιτικών και στρατιωτικών δεσμών της Μεγάλης Βρετανίας, ενόψει και του επερχόμενου Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό τον βοηθούσε, άλλωστε, και στην πραγμάτωση της φιλοδοξίας του να του ανατεθεί η διακυβέρνηση της χώρας, κάτι που, μερικώς, του εκχωρήθηκε το 1936.

Αν η πολεμική προσπάθεια που ακολούθησε, το 1940, είχε την καθολική επιδοκιμασία των Ελλήνων, μάλιστα σε επίπεδο ηγεσίας από τον Γεώργιο Β΄ έως τον Ζαχαριάδη, το αντίθετο είχε συμβεί κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε η Ελλάδα διχάστηκε, λόγω και έργω, καθώς οι εμπόλεμοι διεκδικούσαν και εκβίαζαν τη συμμετοχή της. Οι πλέον επιθετικές -λόγω και της ευκολότερης από στρατιωτικής απόψεως γι’ αυτές πρόσβασης- ήσαν οι δυνάμεις της Συνεννόησης, κυρίως η Γαλλία και η Βρετανία, οι οποίες ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1915 κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη και τέσσερις μήνες αργότερα την Κέρκυρα, για να ακολουθήσει ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδος καθώς ο Κωνσταντίνος και οι ελεγχόμενες από αυτόν κυβερνήσεις δεν έστεργαν να συνεργαστούν με την εγκαρδίων αισθημάτων Συνεννόηση.

Ενα από τα πλέον χαρακτηριστικά επεισόδια της περιόδου εκείνης είναι τα Νοεμβριανά, των οποίων σήμερα, 18 Νοεμβρίου, είναι η ενενηκοστή επέτειος. Δύο εικοσιτετράωρα πριν από την ημέρα εκείνη του 1916 -και ενώ η Ελλάδα είχε χωρισθεί στο κράτος της Θεσσαλονίκης υπό τον Βενιζέλο και στο κράτος των Αθηνών υπό τον Κωνσταντίνο-, ο επικεφαλής της ναυλωχούσης στον Πειραιά συμμαχικής ναυτικής μοίρας του στόλου της Ανατολής, Γάλλος αντιναύαρχος Νταρτίζ ντυ Φουρνέ, ζήτησε από τη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών την παράδοση πολεμικών σκαφών και άλλου αμυντικού υλικού. Η κυβέρνηση αρνήθηκε και στις 18 ο Φουρνέ αποβίβασε 3.000 από τους άνδρες του στο Φάληρο και στον Πειραιά, ενώ μέρος αυτών κατέλαβε θέσεις μέσα στην ελληνική πρωτεύουσα. Συνέβη όμως αυτό που δεν περίμενε ο κ. αντιναύαρχος: Δυνάμεις από τους φιλοβασιλικούς Συνδέσμους Επιστράτων συγκρούσθηκαν με τους εισβολείς. Σκοτώθηκαν ή τραυματίσθηκαν 194 ξένοι και 82 Ελληνες. Ο Φουρνέ απέσυρε τους άνδρες του, για να καθυποταχθεί η αυθάδης νότια Ελλάδα αργότερα. Τότε, οι βενιζελικοί πολίτες -κατά τεκμήριον φίλοι της Συνεννόησης- εγκαταλείφθηκαν στην τρομοκρατία των Επιστράτων, οι οποίοι έκαψαν, λεηλάτησαν και σκότωσαν 35.

Πρόκειται για ένα επεισόδιο μάλλον ξεχασμένο σήμερα, ακόμα και από την πλειονότητα της δυτικοτραφούς ιντελιγκέντσιας. Οι γενικές ιστορίες της Ελλάδος του 20ού αιώνα -όταν αναφέρονται σ’ αυτό- μάλλον το υποβαθμίζουν. Ο λόγος είναι ευνόητος: Η ιστορία ανήκει στους νικητές. Και οι επίστρατοι, τους οποίους ασφαλώς και πατριωτικό φρόνημα, έστω εξ «ευγενούς τυφλώσεως», διακατείχε κατέναντι των ξένων, κέρδισαν τη μάχη των Αθηνών, αλλά έχασαν τον πόλεμο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή