Προσωπα

5' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κατηφόριζα τις προάλλες τη Σκουφά. Προσφιλής διαδρομή από τα φοιτητικά τα χρόνια. Ως συνήθως, τα πεζοδρόμια έσφυζαν από ζωή. Η νεολαία άπλωνε τα δίχτυα της παντού και η πληθωρική της παρουσία έβγαινε έξω στο δρόμο, υποχρεώνοντας τα αυτοκίνητα να μηδενίσουν το κοντέρ. Εκατοντάδες άνθρωποι, αραχτοί στους καφενέδες ή και όρθιοι -μ’ εκείνο το παρεΐστικο και ανέμελο στυλ τού «πέρασα να πω μια καλημέρα, αλλά δεν θα κάτσω»- έμοιαζαν με επαγγελματίες θορυβοποιούς, καθώς κάθε τι πάνω στο σώμα τους εξέπεμπε θορυβώδη ζωή.

Δεν ξέρω τι συζητούσαν. Εν κινήσει εγώ, ήμουν αποδέκτης αποσπασματικών και μόνο λέξεων και περιέργως ήμουν σχεδόν βέβαιη ότι ανάμεσα στο κενό των λέξεων δεν χωρούσε κανένα Βατοπέδι, κανένας Ρουσόπουλος, κανένας Παπανδρέου ή Καραμανλής, παρά μόνον η ανταλλαγή απόψεων γύρω από τον μικρόκοσμό τους. Εξεπλάγην, λοιπόν, ευχάριστα όταν το αυτί μου έπιασε το όνομα Τεντ Χιουζ. Γύρισα και κοίταξα την κοπέλα η οποία το είπε. Ηταν μια μικροσκοπική νέα γυναίκα, φοιτήτρια το δίχως άλλο, με τα μαλλιά απλωμένα στο κάθισμα, τα χέρια της σαν αιώρα και με τις εκφράσεις της προσωποποίηση του μεσογειακού τύπου. Πρόσεξα ότι πάνω στο τραπέζι ήταν αφημένο το βιβλίο του Χιουζ «Γράμματα Γενεθλίων» και υπέθεσα ότι θα ‘χε αναλάβει κάποια εργασία πάνω στη Σύλβια Πλαθ και στον Τεντ Χιουζ, τον άνδρα της ζωής της.

Χαμογέλασα και συνέχισα να κατηφορίζω τη Σκουφά. Ηδη είχα μπει στην ποιητική διαδικασία. Το ζεύγος Πλαθ – Χιουζ επανερχόταν στο μυαλό μου, αργά, χωρίς τις παλιές νεανικές εξάρσεις, χωρίς την παραμικρή έμφαση στο καταστροφικό πάθος που οι δύο μοναδικοί άνθρωποι σκόρπιζαν γύρω τους όσο ζούσαν. Αυτή η επιστροφή ήταν για μένα αναγκαιότητα. Ενα είδος φυγής από την τρέχουσα πραγματικότητα. Στο κάτω κάτω, φυγή δεν είναι η ποίηση; Εκδήλωση μοναχικότητας δεν είναι; Και να που λίγο πιο κάτω, επί της Σκουφά πάντα, το ζεύγος Πλαθ – Χιουζ είχε στήσει πάρτι στη βιτρίνα των εκδόσεων «Μελάνι». Κοντοστάθηκα. Βιβλία με τη ζωή και τα ποιήματά τους ήταν απλωμένα στις προθήκες και δίπλα, βιβλία για τη ζωή και το έργο της μεγάλης Ρωσίδας ποιήτριας Αννας Αχμάτοβα και της συγγραφέως Λου Αντρέας Σαλομέ, αγαπημένης του Νίτσε και του Ράινερ Μαρία Ρίλκε.

«Μηχανοκίνητε άνθρωπε, ω Εσύ – που δεν είσαι Θεός αλλά μια σβάστικα / τόση σκοτεινή που κανείς ουρανός δεν μπορεί να διαπεράσει / Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν Φασίστα / την μπότα στο πρόσωπο, την κτηνώδη / κτηνώδη καρδιά ενός κτήνους σαν κι εσένα (Σίλβια Πλαθ, «Daddy»). Αυτούς τους στίχους επιλέγει στην εισαγωγή του βιβλίου «Γράμματα Γενεθλίων» ο Γιάννης Αντιόχου για να τοποθετήσει τον αναγνώστη στο χωροχρόνο των ποιητών. «Το να μεταφράσεις, να μεταγράψεις ή να αποδώσεις στην ελληνική γλώσσα το ύστερο έργο του «δαφνοσκεπούς ποιητή» Τεντ Χιουζ, προσκαλώντας την αγαπημένη του σύζυγο και ποιήτρια Σύλβια Πλαθ να προλογίσει η ίδια το στοιχειωμένο από τον προσωπικό τους μύθο κύκνειο άσμα του, ίσως φαντάζει κάπως διαφορετικό για τη συνήθη πρακτική γραφής προλογικών σημειωμάτων…

Στις 11 Φεβρουαρίου του 1963 η Σύλβια Πλαθ αυτοκτονεί, τοποθετώντας το κεφάλι της στο φούρνο του γκαζιού. Αφήνει ένα σημείωμα στον γείτονά της Τόμας Τρέβορ, με το μήνυμα «Καλέστε τον γιατρό Χόρντερ». Ομως η παραμάνα που θα έφτανε νωρίς το πρωί καθυστερεί, ο Τόμας Τρέβορ δεν βγαίνει εκείνο το πρωινό από το σπίτι του… και το παιχνίδι της Σύλβιας αποτυγχάνει. Φαίνεται ότι πίστευε πως θα την προλάβαιναν. Στο τραπέζι μετά την κηδεία, τρία σχόλια του Χιουζ προκάλεσαν κατάπληξη και τρόμο: «Ολοι τη μισούσαν», είπε. «Μ’ έκανε επαγγελματία». «Ηταν μια πάλη μέχρι θανάτου. Ενας από τους δυο μας έπρεπε να πεθάνει»… Εκείνη η μέρα θεωρείται η απαρχή της ιδέας του Χιουζ να αρχίσει μια επικοινωνία με τη γυναίκα με την οποία σε ολόκληρη τη ζωή του συνδιαλέχθηκε μέσα από την ποίηση, χρησιμοποιώντας φυσικούς και μεταφυσικούς διαύλους. Η ποίησή του διαθέτει τα στοιχεία που δημιουργούν μια υπερπραγματικότητα, όχι μόνο με την έννοια του υπερεαλισμού, αλλά με την έννοια της επικοινωνίας χωροχρονικών διαστάσεων.

Το ότι κάποιος βρίσκεται στο τίποτα ξεκινάει να γράφει για το τίποτα, καταλήγει να είναι η πιο ενδιαφέρουσα φόρμα στην ποίηση. Ο Χιουζ, σημειώνεται στο βιβλίο, είναι υμνωδός του τίποτα, γιατί είναι βαθιά μεταφυσικός ποιητής. Είναι αινιγματικός, μ’ έναν πολύπλοκο τρόπο, φιλοσοφικός τρομοκρατικός και απόκοσμος. Ασχολείται με εκτοπλάσματα, πλάσματα, τραπεζάκια πνευματισμού, τη Λίλιθ, τη μαγεία, την αστρολογία. Μέσα από τη συλλογή του ικανοποιεί αυτούς που έχουν την άκρατη περιέργεια να λάβουν απαντήσεις που ποτέ δεν έδωσε τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια της ζώης του σε σχέση με τη Σύλβια Πλαθ. Για τον υποψιασμένο αναγνώστη, ποιήματα όπως το «Τέλος», «Βόλτα στο φεγγάρι», «Ο Θεός», «Το Παιγνίδι της Μοίρας», θα τον παραπέμψουν στο βαθύ μυστικισμό, στην ιερότητα του αριθμού 49 που αντιστοιχεί στα 49 νοητικά επίπεδα της μεταφυσικής…

Αν και σε μερικά ποιήματα υπάρχει μια αίσθηση που καταγράφει ο Χιουζ προς την Πλαθ, του τύπου «Εγώ ήθελα… εσύ δεν μπορούσες», ο ποιητής δεν φαίνεται να απαξιώνει την Πλαθ, τη σχέση τους, τη ζωή τους, το ποιητικό της έργο, αλλά μιλάει ορμώμενος αποκλειστικά από μια ζωή που ορίζεται από απλανή αστέρια, από αστρολογικές όψεις, το Πεπρωμένο. Η ερωμένη του Χιουζ, Ασια Γουέβιλ, η οποία επίσης αυτοκτόνησε σαν την Πλαθ, αφού πρώτα σκότωσε την κόρη που απέκτησε μαζί του, είναι ανύπαρκτη στα «Γράμματα Γενεθλίων». Πρόσφατα έγινε γνωστό από το ίδρυμα Χιουζ και τη Βρετανική Βιβλιοθήκη ότι υπάρχουν δύο ακόμη κεφάλαια, τα οποία αφορούν τα αρχικά στάδια της ζωής της Πλαθ με τον Χιουζ, στη δεκαετία του ’60 στο Λονδίνο κι έχουν γραφτεί δέκα χρόνια πριν εκείνος εκδώσει την τελική ποιητική ανθολογία. Πιστεύεται, γράφουν οι «Τάιμς», ότι ο Χιουζ είχε αρνηθεί να τα δημοσιεύσει, θέλοντας να δώσει μεγαλύτερη έμφαση σε ποιήματα που περιγράφουν τα τελευταία στάδια της σχέσης τους. Φαίνεται όμως ότι η απόφαση του Χιουζ είχε να κάνει και με τα παιδιά του. Στο τέλος, η εικόνα του ίδιου και της Πλαθ τον καταδυνάστευε.

Σε εποχές κυνικές, σαν τη σημερινή, σε εποχές που θέλουμε να παραμυθιαζόμαστε ότι τίποτα φοβερό δεν έχει συμβεί και ότι όλοι θα ξαναπιάσουμε το νήμα της ευημερίας απ’ την αρχή, κάποιες τέτοιες επιστροφές σε ατόφια ερωτικά πάθη βοηθούν για να κατανοούμε τα διαφορετικά πάθη των ανθρώπων, ανάμεσα στα οποία περίοπτη θέση κατέχει το πάθος για το χρήμα. Το ζούμε τώρα, αυτή τη στιγμή και οφείλουμε να το ξορκίσουμε, αν θέλουμε να παραμείνουμε άνθρωποι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή