H ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως απάντηση στην κρίση

H ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως απάντηση στην κρίση

4' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H τρέχουσα οικονομική κρίση στην Ευρώπη μπορεί φυσικά να ερμηνευτεί από διαμετρικά διαφορετικές σκοπιές ως προς τα κύρια αίτια της ανάδυσης και της μεγιστοποίησής της. Μια κεντρική, πάντως, ερμηνευτική προσέγγιση μπορεί να αποδώσει βασικές ευθύνες στο σημερινό διεθνές οικονομικό σύστημα, με την καλπάζουσα ασυδοσία των αγορών και τη σύστοιχη απουσία ενός κεντρικού ελέγχου και τισάθευσής τους. Αυτή, όμως, είναι μια πραγματικότητα που προσδιορίζει, και ενδεχομένως θα προσδιορίζει ακόμα για αρκετά χρόνια, τις οικονομικές σχέσεις, και η πολιτική καλείται να λειτουργήσει μέσα σε αυτήν προσπαθώντας, στο μέτρο του δυνατού, να την αντιμετωπίσει με τη διεθνή συνεργασία και με αποτελεσματικές συσπειρώσεις.

Ο ευρωπαϊκός μικρόκοσμός μας είναι ένα από τα θύματα αυτής της πρωτοκαθεδρίας των αγορών στις οικονομικές σχέσεις. H Ευρωπαϊκή Ενωση (E.E.) και η Ευρωζώνη δεν έχουν ώς τα τώρα αντιτείνει θεσμικά αντίβαρα απέναντι στην αλόγιστη χρήση των αγορών από ορισμένα κράτη-μέλη τους, όπως και από συστατικές ομάδες της ιδιωτικής οικονομίας τους, έτσι ώστε να μη χρησιμοποιούν ανεμπόδιστα τα προνόμια της ευρωπαϊκής ταυτότητάς τους για οικονομικές υπερβάσεις και για εύκολο, αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ιδιαίτερα για τις χώρες της Ευρωζώνης -και κομίζοντας γλαύκα στην Αθήνα με αυτήν τη διαπίστωση- η κατάληξη της καθιέρωσης ενός κοινού οικονομικού και νομισματικού συστήματος, της ONE, με σαφή υπερτροφία του δεύτερου σκέλους της εξίσωσης – της νομισματικής ένωσης – και με περιορισμένη, και μόνο έμμεση (μέσω της νομισματικής πολιτικής), παρέμβαση στις πολιτικές των μελών της προφανώς συνιστά βασικό στοιχείο της σημερινής κακοδαιμονίας. Αποτελεί, φαντάζομαι, παγκόσμια πρωτοτυπία η καθιέρωση ενός υπερεθνικού νομίσματος που αντί να συνοδεύει και να συμπληρώνει μια κοινή δημοσιονομική, τουλάχιστον, πολιτική, προτρέχει της παρουσίας της και την υποκαθιστά.

Αυτή η πρωθύστερη ανάπτυξη της νομισματικής πολιτικής συμβαδίζει ιστορικά με μια γενικότερη και αντιφατική, θα έλεγα, ανατροπή των προτεραιοτήτων της E.E. Ενώ εισάγεται το κοινό νόμισμα ως προωθημένη ουσιαστικά συνεργασία και στοιχείο ολοκλήρωσης, παρατηρείται ταυτόχρονα μια οπισθοδρόμηση του φαινομένου της εμβάθυνσης. H θεμελιακή επιλογή των αρχών του αιώνα για μαζική – κι όχι ιδιαίτερα συντεταγμένη – διεύρυνση με δώδεκα νέα μέλη, όχι μόνο τροποποιεί την ισορροπία ανάμεσα στην εμβάθυνση και τη διεύρυνση, αλλά ουσιαστικά διατυπώνει μια νέα πρόταση ενδοευρωπαϊκών σχέσεων. Γιατί συμπεριλαμβάνει στους κόλπους της E.E. δέκα τουλάχιστον κράτη που διεισδύουν σε αυτήν με στόχους και προσδοκίες οι οποίες απέχουν από το όραμα μιας πολιτικά ενσωματωμένης Ευρώπης, κομίζοντας μαζί τους τόσο θεσμικές όσο και δομικές ανετοιμότητες που, από τη φύση τους, δεν μπορεί παρά να καθυστερούν τη διαδικασία της ολοκλήρωσης.

Η αλυσιδωτή αντίδραση που έχει ακολουθήσει τη τροποποίηση της ισορροπίας των προτεραιοτήτων έχει οδηγήσει σε μια συνολικότερη επιστροφή στον εθνοκεντρισμό, ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των κρατών – μελών, που εμμένουν στην εμβάθυνση, να επικρατήσουν πλειοψηφικά, αλλά και της αποθάρρυνσης των λαών τους για ένα κοινό πολιτικό ευρωπαϊκό μέλλον. Οι διακυβερνητικές λογικές, συνεπώς, επικρατούν απέναντι στις υπερεθνικές «κοινοτικές» πολιτικές. Με τη σειρά της, η διακυβερνητική επικράτηση συνεπάγεται τη σχεδόν αποκλειστική επιβολή των οικονομικά ισχυρότερων κρατών της E.E. που, όπως το ζούμε εξάλλου σήμερα, υπαγορεύουν τις κύριες κατευθύνσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών.

Η τρέχουσα, λοιπόν, κρίση ήταν προαναγγελθείσα. Και η έξοδος από αυτήν, αν θέλουμε την επιβίωση της E.E. ως παγκόσμιου παίκτη, είναι η ενδυνάμωση της εμβάθυνσης τόσο στην Ευρώπη των 27, όσο και στην Ευρωζώνη. Για την πρώτη χρειάζεται, βέβαια, η καθιέρωση προωθημένων συνεργασιών σε καίριους τομείς ολοκλήρωσης, ενώ για τη δεύτερη, βαθμιαία δημιουργία μιας κοινής οικονομικής πολιτικής. Αλλά και από την πλευρά των θεσμών είναι απαραίτητη μια αυθεντική επιστροφή στο κοινοτικό υπόδειγμα με την ενίσχυση των υπερεθνικών θεσμών (Επιτροπή, Κοινοβούλιο, Δικαστήριο) για να μετριαστεί η διακυβερνητική υπεροπλία. Το σχήμα αυτό προϋποθέτει χρόνο για να επιτευχθεί. Αλλά τίποτα δεν αποκλείει, παράλληλα με την προετοιμασία του, τη λήψη παράλληλων μέτρων που να αποκλείουν το ενδεχόμενο ενός καταποντισμού της Ευρωζώνης που κινδυνεύει άμεσα.

Ποια θα μπορούσε να είναι η θέση της Ελλάδας μέσα σε αυτές τις εξελίξεις, τη στιγμή που οι ενδείξεις για την κατανόηση του προβλήματος από τους Ευρωπαίους δείχνουν μια κινητικότητα στην κατεύθυνση αλλαγής τόσο των βραχυπρόθεσμων, όσο και των μακροπρόθεσμων πολιτικών; Φυσικά, πρώτη και βασική προϋπόθεση για να συζητούμε την ελληνική θέση είναι η παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη, που σήμερα διακυβεύεται μέσα από ένα νεφέλωμα αόριστων προτάσεων σχετικά με την τύχη των δεσμεύσεών μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένες ρυθμίσεις τόσο του πρώτου, όσο και του δεύτερου Μνημονίου έχουν αποτύχει, προκαλώντας σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία, στην ποιότητα ζωής και στην κοινωνική συνοχή. Τα αρνητικά αυτά σημεία θα πρέπει να προβληθούν και να συζητηθούν με τους θεσμικούς συνομιλητές μας, με ένα πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης και πραγματισμού. Υπάρχουν, όμως, και τμήματα των συμφωνηθέντων που αφορούν σοβαρές διαρθρωτικές μεταβολές στον πάσχον ελληνικό σώμα οι οποίες πρέπει να επιτευχθούν, είτε παραμείνουμε στην Ευρωζώνη, είτε εκτός αυτής, γιατί αποτελούν απαραίτητα στοιχεία εξυγίανσης για την προκοπή της χώρας, της οικονομίας της, αλλά, θα έλεγα, και της ελληνικής κοινωνίας και της πολιτικής ζωής. Μια τέτοια διάκριση ανάμεσα στη διαπραγματεύσιμη ύλη και στις αδιαπραγμάτευτες αναγκαιότητες πρέπει να γίνει κατανοητή από όλους μας αλλά, κυρίως, να τονιστεί στους θεσμικούς συνομιλητές μας στη διάρκεια μιας διαδικασίας διαπραγμάτευσης.

Υπάρχει, όμως, και ένα δεύτερο ζήτημα το οποίο θα πρέπει να συζητήσουμε με σοβαρότητα: εάν η Ελλάδα θέλει να συμμετάσχει στη διαφαινόμενη πορεία προς την κατεύθυνση μιας πιο πολιτικής Ευρώπης, θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι μια περισσότερο κεντρικά οργανωμένη E.E. θα σήμαινε ισχυρότερο έλεγχο σημαντικών τομέων της πολιτικής από τους υπερεθνικούς και τους διακυβερνητικούς θεσμούς. Είμαστε άραγε έτοιμοι να δεχτούμε αυτήν την πραγματικότητα, που απαιτεί πειθαρχία, προσαρμογή σε κοινά υποδείγματα ζωής – με σεβασμό, βέβαια, ορισμένων διαστάσεων των τοπικών ιδιαιτεροτήτων – σε έκταση πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που μας είχε συνηθίσει η ατελής και σχετικά περιορισμένη, ώς και σήμερα, ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. H απάντηση θα πρέπει να είναι θετική γιατί οι ωφέλειες που μπορεί να προκύψουν από μια ενίσχυση της Ευρώπης για τις χώρες – μέλη αντισταθμίζουν οποιεσδήποτε δυσανεξίες παραχωρήσεων. Αυτή, εξάλλου, δεν υπήρξε η διαπίστωση που μας οδήγησε στην ένταξη στην τότε Κοινότητα και στην ένταξή μας στην ONE;

* O κ. Χρήστος Ροζάκης είναι πρώην υφυπουργός Εξωτερικών και ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή