Το αίτημα για μια ελληνική «Νυρεμβέργη»

Το αίτημα για μια ελληνική «Νυρεμβέργη»

4' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι Γερμανοί ξέρουν καλά, από την πείρα τους την ιστορική, πόσο επικίνδυνο είναι να ταπεινώνεται εξουθενωτικά ένας λαός. Εζησαν τη φρίκη του Ναζισμού που εκκολάφθηκε από την άκρα ταπείνωσή τους, με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εζησαν και το αντίστροφο: ότι τη θέση που κατέχουν σήμερα, εξουσιάζοντας οικονομικά την Ευρώπη και με υπολογίσιμη παρουσία στη διεθνή σκηνή, την οφείλουν στη σύνεση και μεγαλοψυχία (έστω με σκοπιμότητες) των νικητών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Παρ’ όλα όσα υπέστησαν οι νικητές από τους ηττημένους Γερμανούς, επέμειναν να διαφοροποιήσουν τη μεταχείριση του γερμανικού λαού από αυτήν της ναζιστικής ηγεσίας του – έστω κι αν ο λαός είχε όχι απλώς ανεχθεί αλλά θεοποιήσει τους παρανοϊκούς μακελάρηδες. Δίκασαν και τιμώρησαν οι νικητές στη Νυρεμβέργη την ηγεσία των ηττημένων, ενώ πρόσφεραν τεράστια οικονομική βοήθεια στον γερμανικό λαό για να μπορέσει να ανακάμψει από τον όλεθρο του πολέμου.

Τη σημερινή κατεστραμμένη Ελλάδα οι ίδιοι αυτοί ευεργετημένοι Γερμανοί την ταπεινώνουν εξαθλιωτικά, χωρίς να διαφοροποιούν τη μεταχείριση του λαού της από αυτήν των κυβερνήσεων που την οδήγησαν στον παρανοϊκό υπερδανεισμό και στη χρεοκοπία. Λένε και απαιτούν «η Ελλάδα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της». Και εννοούν να αποπληρώσει ο λαός, με εξοντωτικές περικοπές μισθών και συντάξεων, με ελαχιστοποίηση του κοινωνικού κράτους, τα εξωφρενικά, ιλιγγιώδη χρέη που του φόρτωσαν κυβερνήσεις φαυλότητας και διαφθοράς, η ασύδοτη κομματοκρατία για χάρη του πελατειακού της συστήματος.

Σε κανένα από τα «Μνημόνια» δεν απαίτησαν οι Γερμανοί να λειτουργήσει και στην κομματοκρατούμενη Ελλάδα καθαρτική «Νυρεμβέργη»: Να δημευθούν περιουσίες πρωθυπουργών και υπουργών που έβαλαν εν ψυχρώ τις υπογραφές τους για να συναφθούν εγκληματικά, υπέρογκα δάνεια, με απολύτως σίγουρη την αδυναμία αποπληρωμής τους. Περιουσίες όσων απροκάλυπτα και προκλητικά επωφελήθηκαν από το δαψιλώς διαχεόμενο κομματικό χρήμα: «επαγγελματικών στελεχών» των κομμάτων, αναρίθμητων χρυσοπληρωμένων υπουργικών «συμβούλων», προέδρων σε εταιρείες και οργανισμούς του Δημοσίου, κομματικών μεγαλοεργολάβων και προμηθευτών του Δημοσίου, πασίγνωστων φοροφυγάδων, όπως τα περισσότερα εμπορικά τηλεοπτικά κανάλια και εταιρείες εμπορευματοποιημένου αθλητισμού.

Ειρωνεύεται και χλευάζει τη σημερινή Ελλάδα ο γερμανικός Τύπος, ακόμα και φύλλα χυδαίου κιτρινισμού, ενώ οι μεγαλοσχήμονες του πολιτικού παλκοσένικου σιγοντάρουν τον διασυρμό πουλώντας «προστασία» συμφερόντων του Γερμανού πολίτη. Καμώνονται πως αγνοούν και παρακάμπτουν το ερώτημα: Γιατί επί τόσα χρόνια δέχονταν να συνεχίζουν να δανείζουν μια χώρα με καταφανή αδυναμία αποπληρωμής των χρεών της; Γιατί ανέχονταν να συνυπογράφουν δανειακές συμβάσεις με πρόσωπα της ελλαδικής πολιτικής σκηνής, πρωθυπουργούς και υπουργούς, ελάχιστης ή μηδενικής αξιοπιστίας, κάποτε και με δείκτη νοημοσύνης ολοφάνερα μειονεκτικό;

Είναι αδιανόητο να μην είχαν πληροφόρηση. Δεν μπορεί να αγνοούσε το Γραφείο Τύπου της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα τη φράση – επωδό που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα πανελληνίως: «στους ελλαδίτες επαγγελματίες της πολιτικής δεν μπορείς να εμπιστευθείς ούτε τη διαχείριση περιπτέρου» (- εύστοχο φραστικό εύρημα του Χαρίδημου Τσούκα στην «K»). Με ποια λογική συνέχιζαν οι γερμανικές κυβερνήσεις να δανείζουν απλόχερα ελλαδίτες πολιτικούς τέτοιας εκκωφαντικής ανυποληψίας;

Η λογική ερμηνεία που επιδέχεται αυτός ο δίχως ελπίδες αποπληρωμής δανεισμός είναι μία και μόνη (μέχρις αποδείξεως του εναντίου): Τα δάνεια, που σήμερα τα προβάλλει η Γερμανία σαν «ανειλημμένες υποχρεώσεις της Ελλάδας» και απαιτεί να εξοφληθούν με τίμημα τη λιμοκτονία της πλειονότητας του πληθυσμού, ήταν καλοστημένες συμπαιγνίες συμφερόντων: «Θα σας δώσουμε δάνειο, αλλά με το δάνειο που θα σας δώσουμε θα μας πληρώσετε για να σας φτιάξουμε αεροδρόμιο, να σας διορύξουμε «μετρό», να σας ναυπηγήσουμε υποβρύχια και φρεγάτες – με αυτονόητη την εξασφάλιση πλουσιοπάροχης «προμήθειας» για το κόμμα σας».

Λογικό και να υποθέσουμε, πως όταν κατάλαβαν οι δανειστές την ψυχανώμαλη απληστία των δανειοληπτών, άρχισαν να τους δανειοδοτούν και με δανεικά, όπως συνηθίζουν οι κατ’ επάγγελμα τοκογλύφοι: Διαβάζαμε στις εφημερίδες ότι δανείζονταν οι Γερμανοί με επιτόκιο 1,5% για να δανείσουν τους Ελληνες με 6,5%. Πώς λοιπόν να απαιτήσουν τώρα οι δανειστές μας μια καθαρτική του πολιτικού μας βίου «Νυρεμβέργη», χωρίς να αποκαλυφθούν συναυτουργοί εγκλημάτων;

Ενας καθόλου ευκαταφρόνητος σε κοινωνική επιρροή, εντόπια και διεθνή, αριθμός σημερινών Ελλήνων πολιτών είχαμε την ευκαιρία να σπουδάσουμε σε γερμανικά πανεπιστήμια και με υποτροφίες γερμανικών ερευνητικών ιδρυμάτων. Σώζουμε ακόμα σεβασμό και τιμή για εκείνο το τμήμα της γερμανικής κοινωνίας χάρη στο οποίο το όνομα της Γερμανίας συνδέεται στις συνειδήσεις, διεθνώς, με υψηλά επιτεύγματα στη Φιλοσοφία, στη Μουσική, στην Αρχαιολογία, στη Βυζαντινολογία, στο Δίκαιο. Το ότι υπάρχει μια τέτοια κοινωνική ομάδα στην Ελλάδα συνιστά πρόκληση (ελπίζω ενοχλητική), ειδικά και συγκεκριμένα, για το Γραφείο Τύπου της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Οφείλει αυτό το Γραφείο, είναι η δουλειά του, να γνωστοποιεί στους Γερμανούς ψηφοφόρους την ύπαρξή μας, τη φωνή μας, το αίτημά μας για μια ελληνική «Νυρεμβέργη».

Οπως για μας Γερμανία δεν είναι ο κ. Σόιμπλε (η απανθρωπία μιας μηχανιστικής, αυτονομημένης από την κοινωνία εκδοχής της οικονομίας, απόηχος στρατοπεδευτικών αντιλήψεων «αποτελεσματικότητας»), έτσι και για τους Γερμανούς ψηφοφόρους Ελλάδα δεν μπορεί να είναι οι φαύλες και διεφθαρμένες κομματικές ηγεσίες, οι ένοχες για φοβερά κοινωνικά εγκλήματα. Για να πολεμηθεί ο γενικευμένων προκαταλήψεων ρατσισμός, ο ρόλος ενός διπλωματικού Γραφείου Τύπου είναι καίριος.

Γερμανίδα δημοσιογράφος βεβαίωνε, πριν από λίγες μέρες, φιλική της συντροφιά ότι οι συνάδελφοί της που έρχονται στην Ελλάδα για ρεπορτάζ και «κάλυψη» γεγονότων έχουν, κατά κανόνα, ετοιμάσει προτού ξεκινήσουν τα όσα θα δώσουν για δημοσίευση όταν θα επιστρέψουν στη χώρα τους. Αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα σήμερα μεταφέρονται στη γερμανική κοινή γνώμη με προκατασκευασμένα, τυποποιημένα κλισέ. Και τα δείγματα ελλαδικής πολιτικής αρθρογραφίας που (σπανίως) μεταφράζονται και δημοσιεύονται στον γερμανικό Τύπο δημιουργούν επιτατικά το ερώτημα: ποιος και με ποια κριτήρια τα επιλέγει.

Οχι αδικαιολόγητα, ζούμε στην Ελλάδα σήμερα κλίμα «τελικής λύσης» (Final Solution).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή