Του Χρήστου Σύλλα
«Kαλά, μασάς τσίχλα;» (Αre you chewing gum?).
Όσοι έχουν δει την ταινία
«Sideways»
αναγνωρίζουν μια από τις πιο ξεκαρδιστικές ατάκες μεταξύ δύο
άσπονδων φίλων (ο ένας λάτρης του κρασιού και ο άλλος λάτρης
οτιδήποτε άλλου εκτός αυτού) που ταξιδεύουν στην ξακουστή για τους
αμπελώνες της, κοιλάδα της Νάπα. Εκεί λοιπόν, σε ένα ρεσιτάλ
γευσιγνωσίας που εμφορείται από «αέρα» μυσταγωγίας και
τελετουργικού, ο «έμπειρος» εκ των πρωταγωνιστών συλλαμβάνει τον
φίλο του να μασάει τσίχλα. Η ώρα της γευσιγνωσίας διακόπτεται
αναπόφευκτα, με κωμικοτραγικό τρόπο.
«Καλά, μασάς τσίχλα;»
Ο
Μarkus Stolz
γέλασε όταν του υπενθυμίσαμε τη συγκεκριμένη ατάκα. Ένας
γευσιγνώστης κρασιού, καθόλου σνομπ όπως συνήθως νομίζουμε οι
περισσότεροι. Εξαιρετικά προσηνής, με χιούμορ, σαν παιδί που
ανακάλυψε μια νέα κρυψώνα – μια χώρα.
Eνας Γερμανός που αψήφησε την κρίση και τις κρίσεις της Μέρκελ,
άφησε την Goldman Sachs (και καλά έκανε), ήρθε στη χώρα και βάλθηκε
να συστήσει το ελληνικό κρασί στις ξένες αγορές.
Με την εξασκημένη ματιά του στελέχους χρηματοοικονομικής
εταιρείας, «διάβασε» τα δεδομένα, θεώρησε πως το ελληνικό κρασί δεν
είναι μόνο ρετσίνα και με τη βοήθεια των κοινωνικών δικτύων
ποστάρει, συστήνει και πρεσβεύει μια χώρα που έχει αφήσει το κρασί
της να «ζυμώνεται»… -φευ, χωρίς να το φιλεύει.
Υπάρχει ζωή, και μετά τη ρετσίνα
«Σ’ όλη μου τη ζωή σκεφτόμουν να ασχοληθώ επαγγελματικά με το
κρασί. Ποτέ όμως δεν είχα σχεδιάσει κάτι συγκεκριμένο. Ωστόσο,
ενάμιση χρόνο πριν έριξα μια ματιά στα νούμερα, έκανα κάποιες
αναλύσεις και είδα ότι μόνο το 10% των ελληνικών κρασιών εξάγεται
ενώ το 90% παραμένει στη χώρα. Την ίδια στιγμή, από αυτό το 10%,
περίπου το 70% εξάγεται από τους πέντε μεγάλους παίκτες της
ελληνικής αγοράς», μας εξηγεί ο Markus Stolz και συνεχίζει
ξεδιπλώνοντας το σχέδιό του:
Αvin, μια ψηφιακή ταυτότητα
στήριξη των (πρώτων) Ελλήνων οινοπαραγωγών Gentilini και
Mανουσάκης στην υιοθέτηση του κωδικού AVIN για τα κρασιά τους. Ο
AVIN είναι ένας ψηφιακός κωδικός, παρόμοιος με τον αριθμό ISBN
στα βιβλία. Χρησιμεύει σαν ψηφιακή ταυτότητα που παρέχει
πληροφορίες, τιμές, κριτικές κα.
«Νομίζω ότι υπάρχει μια επιχειρηματική ευκαιρία αν καταφέρω να
πείσω εκείνους τους μικρομεσαίους παραγωγούς κρασιού που το κρασί
τους είναι καλής ποιότητας -και βελτιώνεται χρόνο με το χρόνο- και
να το συστήσω σε αγορές όπως η Γερμανία και η Μεγάλη Βρετανία».
Ξινόμαυρο, Αγιωργίτικο και δεκάδες άλλες ποικιλίες κρασιού
περιμένουν κάποιον να «τα πάρει από το χέρι» και να τα παρουσιάσει
στο εξωτερικό. Και δεν πρόκειται για εύκολη δουλειά καθώς, όπως μας
λέει ο Markus η εικόνα που υπάρχει στο εξωτερικό για το ελληνικό
κρασί σταματάει κάπου στη συμπαθητική μεν, «χαμηλών πτήσεων» δε,
ρετσίνα.
Ωραία και πως γίνεται αυτό, ρωτάμε. Πόσο εύκολο ή δύσκολο μπορεί
να είναι; «Έπρεπε να είμαι αυθεντικός», λέει ο Markus. «Αποφάσισα,
λοιπόν, να μιλήσω στους ανθρώπους, σε ειδικούς και μη,
χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης…».
Στην υγεία του Twitter
Ο Markus και εδώ
Ο πιο εύκολος τρόπος για τον Μarkus (μας μιλάει για ένα σχέδιο
που ενώ το υλοποιεί τον τελευταίο περίπου χρόνο, δείχνει να το έχει
στο μυαλό του πολλά χρόνια) ήταν να δημιουργήσει μια ιστοσελίδα
όπου θα μιλάει για τα ελληνικά κρασιά, για τους παραγωγούς που
συναντά ταξιδεύοντας (αφιερώνει τα δύο τρίτα του χρόνου του στα
ταξίδια) και για τη γνώση που αποκτά διαβάζοντας και ανταλλάζοντας
απόψεις και σχόλια. Kάπως έτσι εγένετο και
ο elloinos
. Ένα αξιοπρεπές site για τις ποικιλίες των ελληνικών
σταφυλιών, την ποιότητα του κρασιού, τους κορυφαίους Έλληνες
οινοπαραγωγούς και γενικά για τα πιο σημαντικά νέα που αφορούν
όποιον θέλει ν’ ασχοληθεί με το κρασί.
Και μετά; Tι άλλο θα μπορούσε να δώσει ώθηση στο σχέδιο του
Markus, ένα σχέδιο που φαίνεται ελκυστικό για την προώθηση του
ελληνικού οίνου; H απάντηση είναι
Τwitter
.
«Αν χρησιμοποιήσεις τα social media για να προβάλλεις τη δουλειά
σου πρέπει να είσαι ο εαυτός σου. Αν δεν το κάνεις τότε οι χρήστες
θα το καταλάβουν και δεν πρόκειται να σε στηρίξουν», επισημαίνει ο
Markus ο οποίος αφουγκράστηκε τη δυναμική της κοινωνικής δικτύωσης
και βασίζει σ’ αυτήν μεγάλο μέρος της δουλειάς του. «Ποστάρει»
(αναρτά) σχόλια και ειδήσεις από τη βιομηχανία του οίνου ακόμη και
αργά το βράδυ, διευρύνει τις γνωριμίες του, προσκαλεί κριτικούς να
γνωρίσουν τα κρασιά που προτείνει, συμμετέχει σε εκθέσεις και
εμφανίζεται σε
εκπομπές «ειδικού βάρους»
.
«Είναι πολύ σημαντικό να έρχεσαι σ’ επαφή με τον κόσμο και να
μοιράζεσαι μαζί του όσα ξέρεις και όσα νομίζεις ότι αξίζουν, να
σχολιάζεις για ένα μπουκάλι κρασί που ήπιες σ’ ένα εστιατόριο», μας
λέει με ικανοποίηση.
«Φανταστείτε όλους τους Έλληνες οινοπαραγωγούς να είναι
συνδεδεμένοι στο Ιντερνετ και να επικοινωνούν μέσω Facebook ή
Twitter. Μπορούν να βρουν μισή ώρα για να δικτυώνονται. Και να
μιλούν για τα αμπέλια τους, για το πώς ζυμώνεται το κρασί τους, να
ανταλλάζουν συμβουλές, να συνεργάζονται…».
kathimerini.gr