Απαντήσεις στο δίλημμα ευρώ ή δραχμή

Απαντήσεις στο δίλημμα ευρώ ή δραχμή

7' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πρόσφατα ο καθηγητής Νίκος Χριστοδουλάκης παρουσίασε ένα νέο, ενδιαφέρον βιβλίο του, που τεκμηριώνει με επιτυχία τους λόγους υπέρ της παραμονής της χώρας στο ευρώ. Γιατί, όμως, αναβιώνει συνεχώς αυτή η συζήτηση;

Οι επικείμενες ευρωεκλογές, ο ευρωσκεπτικισμός που αναδεικνύεται με διάφορους τρόπους στις ευρωπαϊκές Δημοκρατίες και η μεγάλη κρίση στη χώρα μας δημιουργούν ένα μάλλον «άτακτο» φόρουμ συζητήσεων για το συγκεκριμένο θέμα, με φωνές που προέρχονται από ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις, κυρίως των άκρων του πολιτικού φάσματος, καθώς και του πολιτικού και επιστημονικού οπορτουνισμού και λαϊκισμού, που όμως άμεσα ή έμμεσα υποδεικνύουν ή και επιδιώκουν την έξοδο της Ελλάδος από το ευρώ. Αυτό καταδεικνύουν ως θεραπεία των προβλημάτων μας, ως τον μόνο δρόμο για την επιστροφή στην ανάπτυξη. Οι ίδιες αυτές φωνές συντάσσονται από διαφορετική προσέγγιση με άλλες ευρωπαϊκές, οι οποίες επιδιώκουν τη διάλυση της Ευρωζώνης και δυστυχώς, υπό το βάρος των περιστάσεων έχουν αποκτήσει μια κάποια κοινωνική απήχηση και στην Ελλάδα.

Η επιλογή ευρώ ή δραχμή, μολονότι κατά τη δική μου τουλάχιστον άποψη αποτελεί μονόδρομο προς την πλευρά του ευρώ, ούτε από εμάς που πρεσβεύουμε αυτήν την άποψη, ούτε από εκείνους που πρεσβεύουν την αντίθετη, εξηγήθηκε επαρκώς ώστε να γίνει κατανοητό τι κερδίζουμε και τι χάνουμε σε καθεμία από τις δύο περιπτώσεις.

Μία πιθανή μετάβαση της χώρας στη δραχμή, ιδιαίτερα κάτω από τις σημερινές συνθήκες, δεν θα ήταν επωφελής, ούτε αναίμακτη, ούτε πειθαρχημένη, ενώ εγκυμονεί πολύ σοβαρούς οικονομικούς, κοινωνικούς, εθνικούς, πολιτικούς και γεωπολιτικούς κινδύνους, μη αναστρέψιμους και ίσως αυτή τη στιγμή και μη μετρήσιμους.

Κάποιοι υποστηρίζουν πως το μεγαλύτερο κομμάτι των προβλημάτων που σήμερα αντιμετωπίζουμε οφείλονται εν πολλοίς στο ευρώ. Κι όμως, τα σημερινά προβλήματα δεν είναι αποτέλεσμα του συναλλαγματικού καθεστώτος που ισχύει στην Ευρωζώνη. Αντίθετα, είναι αποτέλεσμα χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών και δυσλειτουργιών της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, που εμείς οι ίδιοι σε μεγάλο βαθμό δημιουργήσαμε και συγχρόνως δεν μπορέσαμε να τις αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά. Ασφαλώς το μέγεθος των σημερινών μας προβλημάτων συνδέεται και με το συγκεκριμένο μείγμα οικονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκε. Εκ των υστέρων, το παραδέχθηκε και η τρόικα, αλλά το κακό έχει ήδη γίνει.

Κάνουμε το λάθος, όμως, να συνδέουμε το μείγμα της μνημονιακής πολιτικής με τα «αρνητικά» της ύπαρξης του ευρώ. Η επόμενη μέρα στη χώρα μας καθιστά αναγκαία την υιοθέτηση ενός νέου έντονα αναπτυξιακού μείγματος οικονομικής πολιτικής. Αυτό, όμως, θα πρέπει να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί στο πλαίσιο των θεσμών, των μηχανισμών, αλλά και των λειτουργιών της Ευρωζώνης και σε συνεργασία με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, στο πλαίσιο ενός δημιουργικού και τεκμηριωμένου διαλόγου. Συγκρουσιακές και εκβιαστικές τακτικές, πολιτικές «του τσαμπουκά», από μικρές και αδύναμες χώρες τελικά δεν αποδίδουν καρπούς και οφέλη και ειλικρινά δεν είναι η εποχή για πειραματισμούς.

De facto εκτός Ε.E.

Μονομερής αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ σημαίνει ταυτόχρονα διεθνή χρεοκοπία της χώρας, αθέτηση των δανειακών υποχρεώσεών μας προς την ΕΚΤ, την ΕΤΕ, το ΔΝΤ και τους Ευρωπαίους εταίρους μας, συνολικού ύψους πάνω από 300 δισ. ευρώ, πολυετή αποκλεισμό μας από τις διεθνείς αγορές και κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Γυρίζουμε την πλάτη απέναντι σε Ευρωπαίους φορολογούμενους, σε διεθνείς οργανισμούς, σε συμμάχους πολλών δεκαετιών και θα πρέπει να θεωρείται απολύτως βέβαιο πως η χώρα θα τεθεί de facto τελικά και εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης, σ’ ένα εχθρικό ευρωπαϊκό περιβάλλον. Πριν προχωρήσουμε σε μια τέτοια απόφαση θα πρέπει να σταθμίσουμε όχι μόνο τις οικονομικές, αλλά και τις γεωπολιτικές επιπτώσεις για τη χώρα μας. Είναι υψηλού κινδύνου η πεποίθηση ότι αποτελεσματική επαναδιαπραγμάτευση των συμφωνιών είναι εφικτή κάτω από την πίεση των δικών μας εκβιαστικών διλημμάτων, με τους Ευρωπαίους εταίρους μας να αποδέχονται τη δική μας θεραπεία με τη δική τους χρηματοδότηση.

Να θυμίσω επίσης ότι, κατά την περίοδο της δραχμής και σε όλα τα έτη 1974-2001, η χώρα μας ποτέ δεν υπήρξε παράδειγμα προς μίμηση. Εκείνη την περίοδο, οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν εξαιρετικά χαμηλοί, ο πληθωρισμός και τα επιτόκια διψήφια, οι συναλλαγματικοί περιορισμοί ασφυκτικοί, η δημοσιονομική χαλαρότητα έκδηλη, η διολίσθηση του νομίσματος καθημερινότητα και η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων της χώρας γινόταν κυρίως με κοπή χρήματος. Οι ιδιωτικές επενδύσεις ήταν εξαιρετικά περιορισμένες, το ίδιο και η οικονομική εξωστρέφεια και ανταγωνιστικότητα. Δεν συντελέστηκαν σοβαρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ο όποιος βαθμός εκσυγχρονισμού των θεσμών και των παραγωγικών δομών απλά δεν δημιουργήθηκε ενδογενώς, αλλά σε μεγάλο βαθμό επιβλήθηκε λόγω της εναρμόνισής μας με το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Eνωσης. Τουναντίον, κυριαρχούσε ο λαϊκισμός, η εσωστρέφεια, ο συντεχνιασμός, το πελατειακό κράτος, η ενδυνάμωση των προνομιακών συμφερόντων.

Πορεία επιστροφής στη δραχμή σημαίνει σοβαρή αποδυνάμωση της χώρας μας σε μία κρίσιμη διεθνώς περίοδο από τις παραδοσιακές γεωπολιτικές της συνδέσεις. Σ’ όσους ευελπιστούν σε νέους διεθνείς «φίλους» που θα προστρέξουν αφιλοκερδώς να βοηθήσουν τη χώρα, χωρίς σκληρά ανταλλάγματα, ας θυμηθούμε την πρόσφατη εμπειρία της Κύπρου με τη Ρωσία. Η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα θα επηρεαστεί βάναυσα από πιθανώς πολύ μεγάλες υποτιμήσεις και υπερακοντισμό του νομίσματος (ίσως μέχρι και 300%), με καλπάζοντα πληθωρισμό, τεράστια εγχώρια επιτόκια, ανυπολόγιστη εκροή κεφαλαίων, κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, σοβαρούς περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων και τις συναλλαγές και αποκλεισμό από τις διεθνείς αγορές. Μία τεράστια ανακατανομή εισοδήματος θα συντελεστεί κυρίως υπέρ των εχόντων την περιουσία τους στο εξωτερικό, των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και νοικοκυριών και ασφαλώς κατά των μισθωτών, των αποταμιευτών και αυτών που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «νοικοκυραίους». Oλα τα παραπάνω θα δημιουργήσουν μία ισχυρή κοινωνική αναστάτωση και έναν πολιτικό αυταρχισμό. Διαβάστε την περιγραφή του Ν. Χριστοδουλάκη στο βιβλίο του για τις περιπτώσεις της Αργεντινής το 2002 και της Ελλάδας της δεκαετίας του ’30, γιατί είναι χρήσιμες για όλους μας.

Δεν είναι τυχαίο ότι διεθνώς σήμερα τα 141 από τα 189 κράτη-μέλη του ΔΝΤ, κυρίως οι μικρότερες χώρες, εφαρμόζουν πολιτικές περιορισμένης διακύμανσης των συναλλαγματικών τους ισοτιμιών και μόνον 13 μεγάλες κυρίως χώρες επιλέγουν τον δρόμο της ελεύθερης συναλλαγματικής διακύμανσης, γιατί αξιολογούν ως σημαντικό το αγαθό της συναλλαγματικής σταθερότητας για την αναπτυξιακή τους πορεία.

Ιδιαίτερα σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, με μικρό εξωτερικό τομέα, χαμηλή συμβολή του αγροτικού και του βιομηχανικού τομέα στο ΑΕΠ (κάτω του 15%), μεγάλη συμμετοχή στο ΑΕΠ μη διεθνών εμπορεύσιμων υπηρεσιών (πάνω από 70%), μεγάλο ποσοστό εξάρτησης για ενέργεια, πρώτες ύλες, εμπορεύσιμα και ενδιάμεσα παραγωγικά αγαθά από εισαγωγές, επικίνδυνα χαμηλό ύψος συναλλαγματικών αποθεμάτων, χρόνιο έλλειμμα εγχώριας αποταμίευσης και ανάγκη ξένων κεφαλαίων, περιορισμένη παράδοση σταθερότητας θεσμών, τεράστιο εξωτερικό χρέος και χαμηλό επίπεδο ιδιωτικών επενδύσεων (κάτω του 12% του ΑΕΠ), οι υποτιμήσεις δεν είναι τελικά αποτελεσματικές και μακροχρόνια δεν βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα και τις αναπτυξιακές προοπτικές (εκτός αν παραδεχτούμε ότι θα προχωρήσουμε σε σημαντική και μόνιμη μείωση των πραγματικών μισθών), αλλά συνήθως οδηγούν σε υψηλό πληθωρισμό και επιτόκια, μεγάλη αβεβαιότητα, παραγωγική υστέρηση, κερδοσκοπικές και ευκαιριακές επενδύσεις σε απαξιωμένες τιμές, πιθανή διεθνή και εγχώρια πτώχευση και επικίνδυνη μακροοικονομική χαλάρωση.

Το λάθος μείγμα πολιτικής, που εμφανίστηκε με τον όρο «λάθος εκτιμήσεις για τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές», από την τρόικα, συνίσταται στη συνδυαστική εφαρμογή εμπροσθοβαρούς δημοσιονομικής λιτότητας (με επίκεντρο τις υπέρμετρες φορολογικές επιβαρύνσεις και όχι τη μείωση της φοροδιαφυγής, των δαπανών και του κράτους), σε μία χώρα όπου η ιδιωτική και η δημόσια κατανάλωση αποτελούν πάνω από το 90% του ΑΕΠ, με όλες τις άλλες οικονομικές πολιτικές να είναι ταυτόχρονα σε υφεσιακή κατεύθυνση (δραστική μείωση μισθών, έντονα περιοριστική νομισματική πολιτική και υψηλά επιτόκια, δραματική μείωση ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων, αβεβαιότητα για το συναλλαγματικό καθεστώς (Grexit)), σε μια οικονομία με χαμηλό βαθμό ανταγωνισμού και πτωτικής μεταβλητότητας τιμών. Να θυμίσω ότι το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε σωρευτικά κατά 23% τα τελευταία έξι χρόνια και ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο, ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 6,5% (GDP deflator). Το παραπάνω λανθασμένο μείγμα διαμόρφωσε ένα πλέγμα προβληματικών συνεπειών, με υψηλή ανεργία, σημαντική απώλεια παραγωγής και αύξηση του δημόσιου χρέους σαν ποσοστό του ΑΕΠ παρά το PSI, για τις οποίες πάντως δεν ευθύνεται το ευρώ.

Αναπτυξιακή πορεία

Η χώρα θα πρέπει να επιστρέψει σε μία σταθερή, αναπτυξιακή πορεία (και η πρόσφατη επανάκαμψη στις διεθνείς αγορές δείχνει πως αυτό είναι εφικτό), μέσω της διαμόρφωσης μιας ανταγωνιστικής, εξωστρεφούς και ιδιωτικής παραγωγικής βάσης, της πλήρους αποκατάστασης του χρηματοδοτικού ρόλου του τραπεζικού συστήματος, της σημαντικής αποκλιμάκωσης των επιτοκίων, της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, της αναπτυξιακής φορολογικής μεταρρύθμισης και της μείωσης των φορολογικών συντελεστών, της διαμόρφωσης ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού πακέτου δημόσιων επενδύσεων και έκτακτων κοινοτικών αναπτυξιακών χρηματοδοτήσεων, της οριστικής, πειστικής και συναινετικής ρύθμισης του δημόσιου χρέους, της αποκατάστασης των κοινωνικών αδικιών, της ανάκαμψης των ιδιωτικών επενδύσεων και της διαμόρφωσης φιλικού περιβάλλοντος για την επιχειρηματικότητα καθώς και της υλοποίησης κρίσιμων μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών που θα αναμορφώνουν ριζικά και θα μειώνουν τον οικονομικό ρόλο του κράτους, θα απελευθερώνουν τις αγορές, θα εντείνουν την εποπτεία, τον έλεγχο και τη συμμόρφωση και θα ενισχύσουν τον ανταγωνισμό. Η επιστροφή στην ομαλότητα έχει ξεκινήσει, αλλά ο δρόμος θα είναι ανηφορικός, μακρύς και με αναταράξεις. Καταγράφονται αναμφισβήτητα με επιτυχία σημαντικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προσαρμογές. Η επιστροφή, όμως, σε σταθερούς και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν θα προκύψει αυτόματα, αλλά με σχέδιο, ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες, βαθιές μεταρρυθμίσεις και αταλάντευτη προσήλωση στις αρχές των ανοικτών οικονομιών, αγορών και κοινωνιών.

Η νέα πορεία της χώρας δεν μπορεί παρά να έχει ευρωπαϊκή ταυτότητα, να πορευτούμε με την Ευρώπη των θεσμών, των αξιών, της δημοκρατίας, της διαφάνειας, της πλήρους ολοκλήρωσης, καθώς η οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα αποτελούσε αυτόχρημα καταστροφή, αφού θα οδηγούσε τον τόπο σε αχαρτογράφητες εθνικές περιπέτειες με ανυπολόγιστες συνέπειες για τον κοινωνικό ιστό και το μέλλον της χώρα μας.

* Ο κ. Νικόλαος Β. Καραμούζης είναι διευθύνων σύμβουλος της GENIKI Bank, μέλους του Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς. Το άρθρο βασίζεται στα σχόλια του υπογράφοντος στο νέο βιβλίο του Νίκου Χριστοδουλάκη «Ευρώ ή Δραχμή; Διλήμματα, Πλάνες και Συμφέροντα» των εκδόσεων Gutenberg.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή