Oι Tούρκοι, το Λιβίσι και εμείς

Oι Tούρκοι, το Λιβίσι και εμείς

Kύριε διευθυντά

Tο εξαίρετο άρθρο του συνεργάτη σας κ. Γ. Λιάλιου («K» 21.9.2014) θεωρώ ότι προκαλεί αναπόφευκτα σκέψεις για την πολιτική ως προς την αρχιτεκτονική κληρονομιά στην Tουρκία και στα καθ’ ημάς. H στάση του τουρκικού κράτους στον τομέα αυτόν και στο συγκεκριμένο θέμα είναι αντιφατική: με πνεύμα «γνήσιου» παλαιοβαλκανικού εθνικισμού και καχυποψίας οδήγησε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και συνεργασία Eλλήνων και Tούρκων αρχιτεκτόνων σε πλήρες αδιέξοδο ως προς ορισμένα κτίρια. Aπό το άλλο μέρος, όμως, η πρόθεση και απόφαση για εκτεταμένες αναστηλώσεις ερειπίων ενός συμπαγούς παραδοσιακού οικισμού, αξιέπαινη καθ’ εαυτή, θέτει σειρά ερωτημάτων για τη συνεχιζόμενη (ανύπαρκτη) «πολιτική» διατήρησης και αξιοποίησης της αντίστοιχης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στη χώρα μας.

Eκτός από τη μεμονωμένη περίπτωση ορισμένων κτιρίων στη Bάθεια της Mάνης, εδώ και σαράντα χρόνια, δεν υφίσταται σήμερα απολύτως κανένα πρόγραμμα ή σχέδια για αναβίωση ουσιαστικά εγκαταλελειμμένων παραδοσιακών οικισμών στη χώρα μας. Kαι τέτοιοι υπάρχουν πολλοί, από ενετικά και άλλα σημαντικά χωριά στην ημιορεινή Kρήτη μέχρι ανάλογες περιπτώσεις στην Πελοπόννησο, τη Mακεδονία και τη Θράκη.

Aντίθετα, μάλιστα, εντελώς πρόσφατη νομοθεσία, όπως ο καταστροφικός νόμος 4280 του περασμένου Aυγούστου, για τα δάση, όχι μόνο διαλύει σειρά νόμων για την προστασία των δασών, αλλά ευνοεί τη δημιουργία οικιστικών συνόλων «νέου τύπου» σε αυτά, αντί να στρέψει το επενδυτικό ενδιαφέρον ακριβώς προς την αναβίωση παλαιών, εγκαταλελειμμένων και στα χαρτιά «προστατευόμενων» παραδοσιακών οικισμών.

Aκόμα και στον τομέα αυτόν έχουμε μείνει πίσω από την Tουρκία, εξακολουθώντας να διαλύουμε το μοναδικό φυσικό και ιστορικό περιβάλλον της χώρας μας.

Bασιλης K. Δωροβινης

Το θάρρος της γνώμης

Kύριε διευθυντά

Οι επαναλαμβανόμενες από τα ΜΜΕ «νουθεσίες» του Ηλία Ψινάκη ως δημάρχου προς τους υπαλλήλους, ενδυναμώνει τη γνώμη που είχα ανέκαθεν πως μία από τις αιτίες της κακοδαιμονίας της δημόσιας διοίκησης είναι η έλλειψη του θάρρους της γνώμης, η επιλογή του στρουθοκαμηλισμού και τελικά του «ωχαδερφισμού». Ανάμεσα στους υπαλλήλους δεν βρέθηκε ένας ή μία που να προσεβλήθη, όταν του/της είπε ότι «βρωμάει», που ενοχλήθηκε από τη φρασεολογία, με επιστέγασμα τη φράση «το/τα ξύνετε» που προκάλεσε και τον προβληματισμό στην πρωινή ενημερωτική εκπομπή του ΣΚΑΪ ως προς αν το αντικείμενο του ρήματος είναι στον ενικό ή τον πληθυντικό, το απαράδεκτο λεξιλόγιο; Και, που τουλάχιστον να ρώτησε, αν αυτό το λεξιλόγιο θα πρέπει να χρησιμοποιούν, όταν υποδέχονται και εξυπηρετούν τους πολίτες;

Μήπως θα πρέπει να αρχίσουμε να προσέχουμε και κάποιες λεπτομέρειες, οι οποίες μπορεί να έχουν μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι νομίζουμε και οι οποίες έχουν κατεβάσει τον δημόσιο διάλογο σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα;

Νενα Ρηγα – Χαλάνδρι

Ας επανορθώσουν

Κύριε διευθυντά

Πολύς λόγος έγινε τελευταία για ελάφρυνση στις παντοειδείς φορολογικές επιβαρύνσεις που έχουν επιβληθεί τάχα «για τη σωτηρία της πατρίδας», ενώ το μεγαλύτερο μέρος αυτών έχει επιβληθεί για να μπορεί να συντηρηθεί το αδηφάγο και πανάκριβο ελληνικό Δημόσιο. Καταλαβαίνετε λοιπόν την απογοήτευση και την αγανάκτηση όλων αυτών που μια ζωή πλήρωναν φόρους (τα συνήθη υποζύγια δηλαδή) δουλεύοντας σκληρά για να εξασφαλίσουν μια άνετη ζωή και βλέπουν να μη γίνεται καμία συζήτηση για την κατάργηση του επαχθέστατου και δημευτικού Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (συνολικά πάνω από 400 εκατομμύρια), που σε μια νύχτα προστέθηκε στον βαρύτατο ήδη για τους ίδιους πάντα ιδιοκτήτες Ενιαίο Φόρο Ακινήτων προκειμένου να ικανοποιηθεί η απαίτηση των βουλευτών της επαρχίας, οι οποίοι θέλησαν για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους να απαλλάξουν για άλλη μια φορά τους ψηφοφόρους τους αγρότες από μια μικρή επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας τους. Φανταστείτε ότι κάποιος που έχει κληρονομήσει ή αγοράσει ένα σπίτι όπου μένει και μια εξοχική κατοικία σε περιοχές με υψηλές αντικειμενικές αξίες (που καμιά σχέση δεν έχουν σήμερα με τις πραγματικές) είναι υποχρεωμένος να πληρώσει διπλό(!) εξοντωτικό φόρο χωρίς κανένα έσοδο από αυτά. Και αφού, αντίθετα από τη λογική και την αναλογικότητα, το μόνο που μετράει στην εποχή μας είναι το περίφημο και καταστροφικό «πολιτικό κόστος», πού ήταν και πού είναι άραγε οι βουλευτές των αστικών περιοχών για να επισημάνουν στους αρμόδιους υπουργούς αλλά και στον ίδιο τον πρωθυπουργό ότι η υπομονή των αστών αυτών και η φοροδοτική τους ικανότητα έχουν εξαντληθεί σε τέτοιο βαθμό που έχουν φτάσει στο σημείο να αμφιβάλλουν πλέον ειλικρινά εάν με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία είναι δυνατόν η φορολογική τους αφαίμαξη να γίνει ακόμα χειρότερη. Εφόσον λοιπόν οι κυβερνώτες και οι βουλευτές που τους στηρίζουν δεν ενδιαφέρονται για το δίκαιο και το σωστό, αλλά μόνο για το «πολιτικό κόστος», τουλάχιστον έχουν αντιληφθεί ότι η συμπεριφορά τους αυτή είναι ένα από τους σοβαρότερους λόγους που οι ψηφοφόροι των αστικών περιοχών είναι εκείνοι που καταψήφισαν τα κυβερνητικά κόμματα στις πρόσφατες ευρωεκλογές; Αν το καταλάβουν, έστω και τώρα, ίσως υπάρχει η ελπίδα να επανορθώσουν μια κατάφωρη αδικία ώστε να γίνει δικαιότερη η κατανομή των βαρών με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την πάταξη της φοροδιαφυγής.

Γιωργος Δελενδας

H ισχύς της αντίφασης

Κύριε διευθυντά

Παρατηρώντας την εικόνα της παραμελημένης Νομικής Σχολής σε πρωτοσέλιδο της «Κ», αναρωτήθηκα εάν υπάρχουν περιθώρια για «ενέσεις» αισιοδοξίας σε αυτήν την αδυσώπητη καθημερινότητα της αποσύνθεσης.

Ταυτοχρόνως, μια ματιά στον πρωτοσέλιδο τίτλο «Η Νομική Αθηνών ετοιμάζεται να υποδεχθεί τους νέους φοιτητές…» ωθεί στην εμπέδωση της αντιφατικής πραγματικότητας. Διότι, ενώ ο τίτλος προτάσσει την προσμονή για τη νέα ακαδημαϊκή περίοδο, η εικόνα φανερώνει, πέραν της ασέβειας προς την έννοια του δημοσίου χώρου, εγκατάλειψη. Και ο όρος «εγκατάλειψη», εκτός τού ότι συνδέεται άρρηκτα με την κατάρρευση των κρατικών δομών, ενέχει το στοιχείο της ενοχλητικής αδιαφορίας. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, άλλωστε, στην Ελλάδα το ενδιαφέρον αποκτά πρακτική υπόσταση χάρη στην προσωπική επιδίωξη και όχι με γνώμονα την κοινωνική στόχευση.

Ειδικότερα, όταν αναφερόμαστε στο πανεπιστήμιο, αυτό το ενδιαφέρον «φορά» κομματικό μανδύα, καθώς καθίσταται αδύνατη η αποκοπή των φοιτητικών παρατάξεων από τους συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων. Ως εκ τούτου, πολλοί είναι αυτοί που προβαίνουν με τα λόγια στην υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος, τη στιγμή που υπηρετούν με τις πράξεις τους την κομματικοποίηση του πανεπιστημίου. Ενός πανεπιστημίου που «φιλοξενεί» μονίμως στρεβλώσεις, αλλά δεν «στεγάζει» όνειρα αληθινής εκπαιδευτικής δράσης. Oπως το κομματικό συμφέρον υποτάσσει την πολιτική άποψη, έτσι και η διεκπεραιωτική «εκπαίδευση» σβήνει το φως της Παιδείας.

Υπό αυτό το πρίσμα, ο κάθε εχέφρων άνθρωπος (όχι μόνο ο φοιτητής) προβληματίζεται διαρκώς και επ’ ουδενί αισιοδοξεί.

Γιατί η αισιοδοξία δεν μπορεί να έγκειται σε μια στιγμιαία απομάκρυνση από τον ρεαλισμό, αλλά μόνο σε ορισμένα υπαρκτά στοιχεία που να την επιτρέπουν. Αν αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχουν, η αισιοδοξία (και στο ζήτημα της Νομικής Σχολής) γίνεται αυταπάτη. Και η αυταπάτη οδηγεί σε πνευματική σήψη.

Γιαννης Ασημακοπουλος – Δημοσιογράφος – φοιτητής Νομικής

Ληστείες τραπεζών

Kύριε διευθυντά

Το ότι αυτή η χώρα κατάντησε να χρεοκοπήσει δεν είναι καθόλου τυχαίο, αφού πλην της διαφθοράς, αιτία είναι και η λούφα δεκάδων χιλιάδων αρμοδίων που βρίσκονται σε βαθύ ανατολίτικο λήθαργο.

Παίρνω αφορμή από την πρόσφατη ληστεία στην Εθνική του Διστόμου που συγκλόνισε το πανελλήνιο και επισημαίνω πως οι ληστείες θα συνεχίζονται όσο οι διευθυντές των καταστημάτων των Τραπεζών δεν ζητούν την εγκατάσταση περιστρεφόμενων θυρών ασφαλείας παραβιάζοντας το καθήκον τους. Με άλλα λόγια, όχι μόνο έχουν ποινικές ευθύνες για τη σοβαρότατη αυτή παράλειψη αλλά εκθέτουν σε κίνδυνο ζωής τους υπαλλήλους της Τράπεζας, καθώς και τους ανυποψίαστους πελάτες.

Είναι περιττό να τονίσω ότι οι Τράπεζες ξύπνησαν από τον λήθαργο μόλις πριν από 5 χρόνια και εγκατέστησαν τις πόρτες ασφαλείας, ενώ αυτό έπρεπε να είχε γίνει πριν από 50 χρόνια, όπως ισχύει στο εξωτερικό. Τα χρόνια αυτά έγιναν εκατοντάδες ληστείες με λεία δισ. ευρώ και το ποσοστό αυτών μειώθηκε εντυπωσιακά αμέσως μόλις μπήκαν οι πόρτες ασφαλείας.

Δυστυχώς, τα αυτονόητα στην Ελλάδα είναι πάντα το ζητούμενο, αφού το ροχαλητό των αρμοδίων είναι τόσο ηχηρό, ώστε η αφύπνισή τους γίνεται μόνο με ηλεκτροσόκ. Να μην απορεί λοιπόν κανείς γιατί αυτή η χώρα είναι σφηνωμένη στα βράχια.

Γιωργος Τρανταλιδης – Δικηγόρος

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή