Μπορεί ο Μόντι να φέρει «βροχή» ξένων επενδύσεων στην Ινδία;

Μπορεί ο Μόντι να φέρει «βροχή» ξένων επενδύσεων στην Ινδία;

2' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του Σεπτεμβρίου πείθοντας τους ηγέτες των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου να επενδύσουν στην Ινδία. Επεισε τον Ιάπωνα πρωθυπουργό Σίνζο Αμπε και τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ να επενδύσουν 35 δισ. δολ. και 20 δισ. δολ. αντίστοιχα. Θα περίμενε κανείς ότι ο κ. Μόντι θα φέρει ακόμη περισσότερες επενδύσεις όταν γυρίσει από το ταξίδι στις ΗΠΑ την ερχόμενη εβδομάδα. Αναμφίβολα θα υπάρξουν βαρυσήμαντες ανακοινώσεις, ωστόσο δεν κυοφορούνται μεγάλες επενδυτικές συμφωνίες, πράγμα που δεν αποτελεί έκπληξη.

Κατ’ αρχάς οι ΗΠΑ δεν έχουν πλεονασματική οικονομία όπως η Ιαπωνία και η Κίνα, όπου κρατικά ελεγχόμενα επενδυτικά ταμεία μπορούν να διαθέσουν δισεκατομμύρια για λόγους γεωπολιτικούς και οικονομικούς. Εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι ότι η οικονομική συνεργασία μεταξύ Ινδίας και ΗΠΑ μόλις και μετά βίας έχει αποδειχθεί αντάξια των δυνατοτήτων της. Οι δύο χώρες έχουν πολλά κοινά, από τη χρήση της αγγλικής γλώσσας και το γεγονός ότι είναι δημοκρατίες μέχρι τον τεράστιο και με σημαντική επιρροή πληθυσμό Ινδών που ζουν στις ΗΠΑ. Ωστόσο, αν και η Ινδία είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη με βάση την αγοραστική δύναμη, είναι μόλις ο 11ος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των ΗΠΑ και ο 18ος προορισμός για τις αμερικανικές εξαγωγές. Το 2013 οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών ανήλθαν στο ποσό των 93 δισ. δολαρίων, ωστόσο οι αμερικανικές άμεσες επενδύσεις στην Ινδία ανέρχονται σωρευτικά από το 2000 μόλις στα 12,7 δισ.

Μπορεί ο μεταρρυθμιστής Μόντι να διαθέτει κάποια αξιοπιστία έναντι των Αμερικανών επενδυτών, ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο και για την Ινδία. Η σημαντικότερη συμφωνία των τελευταίων δύο δεκαετιών μεταξύ ΗΠΑ και Ινδίας ήταν εκείνη για τη χρήση πυρηνικής ενέργειας που υπογράφτηκε το 2008. Κανονικά θα έπρεπε να οδηγήσει σε αύξηση των αμερικανικών επενδύσεων, όμως δύο χρόνια αργότερα η κυβέρνηση του τότε πρωθυπουργού Μανμόχαν Σινγκ ψήφισε ένα νόμο περί νομικής ευθύνης τόσο αυστηρό, ώστε καμία αμερικανική εταιρεία δεν ήρθε να επενδύσει. Η επίμονη άρνηση της Ινδίας να επιτρέψει την ολοκλήρωση των εμπορικών διαπραγματεύσεων της Ντόχα υπονομεύει περαιτέρω τις δυνατότητες για εμπόριο και επενδύσεις.

Πράγματι, η φοβική πολιτική που ακολουθεί το Νέο Δελχί αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για μια ισχυρότερη αμερικανοϊνδική οικονομική σχέση. Αν ο Μόντι είχε ανεβάσει στο 74% (αντί για το 49%) ή είχε καταργήσει τελείως το όριο για τις άμεσες ξένες επενδύσεις στους τομείς της άμυνας και των ασφαλειών, θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα επιστρέψει από τις ΗΠΑ με δισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις. Υπάρχουν και άλλοι τομείς που θα ενδιέφεραν τους ξένους επενδυτές. Για παράδειγμα ο ενεργειακός τομέας δέχθηκε ισχυρό πλήγμα στις 24 Σεπτεμβρίου, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε περισσότερες από 200 άδειες εξόρυξης κάρβουνου που είχαν δοθεί σε ιδιώτες επενδυτές. Ομως, όπως και με τόσες άλλες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, θα απαιτήσει σκληρή δουλειά στο Νέο Δελχί και όχι προβεβλημένες επισκέψεις στο εξωτερικό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT