Ωριμες οι συνθήκες για δικαστική μεταρρύθμιση

Ωριμες οι συνθήκες για δικαστική μεταρρύθμιση

3' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η εμπέδωση του κράτους δικαίου είναι προϋπόθεση κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης μιας κοινωνίας. Η εμπειρία της Ελλάδας και άλλων χωρών που γνώρισαν «κρίσεις» μάς υπενθυμίζει καθημερινά ότι για να είναι η ανάπτυξη εφικτή και διατηρήσιμη ώστε να μπορεί να οδηγεί σε ευημερία, χρειάζονται κατοχυρωμένοι δημοκρατικοί θεσμοί που λειτουργούν προς όφελος όλων των μελών μιας κοινωνίας.

Στο πλαίσιο αυτό, ένα δικαστικό σύστημα που λειτουργεί με εγγυήσεις ανεξαρτησίας, ποιότητας και αποτελεσματικότητας αποτελεί διακηρυγμένο στόχο των ανεπτυγμένων δημοκρατιών και κυρίως της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η Ευρωπαϊκή Ενωση θεωρεί –και σωστά– τη Δικαιοσύνη πυλώνα της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των κρατών-μελών της και για τον λόγο αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πλέον αξιολογεί τακτικά τα δικαστικά συστήματα των κρατών-μελών της Ενωσης.

Η διαπιστωμένη καθυστέρηση της απονομής Δικαιοσύνης στη χώρα μας, παρά τις θετικές προσπάθειες των τελευταίων ετών, είναι ένας από τους παράγοντες που δυσχεραίνουν την προσπάθεια των επιχειρήσεων να αναπτυχθούν, όπως καταγράφει και η τελευταία έρευνα του Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος του ΣΕΒ. Διότι χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας και της επιχειρηματικότητας δεν υπάρχει ανάπτυξη.

Οπως αναφέρεται και στην έκθεση, ο μέσος όρος επίλυσης διοικητικών διαφορών στην Ελλάδα αγγίζει τις 1.500 ημέρες, καθώς εκτιμάται ότι εκκρεμούν πάνω από 400.000 υποθέσεις στα διοικητικά δικαστήρια. Το κόστος των καθυστερήσεων στην απονομή της Δικαιοσύνης κατατάσσει τη χώρα στην τέταρτη χειρότερη θέση μεταξύ των 47 χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, γεγονός που επιβαρύνει το λειτουργικό κόστος της οικονομίας και δημιουργεί ταυτοχρόνως επιχειρηματική –και όχι μόνον– αβεβαιότητα.

Χρειάζεται όμως να είμαστε δίκαιοι. Η λογική που θέλει να επιρρίπτονται οι ευθύνες στους δικαστές για τα δεινά της χώρας ή του επιχειρείν παραβλέπει ότι και η κατάσταση στις άλλες δύο λειτουργίες, την εκτελεστική και νομοθετική, είναι προβληματική. Καμία λειτουργία δεν είναι απομονωμένη από τις άλλες. Η δικαστική εξουσία, όσο αποτελεσματική και αν θέλει να είναι, δεν μπορεί να το πετύχει, όταν υπάρχει κακοδιοίκηση, πολυνομία, ακόμη και άρνηση συμμόρφωσης της κεντρικής διοίκησης με τις αποφάσεις των δικαστηρίων.

Οι δικαστές, όπως και οι δημόσιοι λειτουργοί, επωμίσθηκαν μια ιδιαίτερα απαιτητική αποστολή σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, για τις οποίες δεν ήταν προετοιμασμένοι. Την τελευταία τετραετία καλούνται να διορθώσουν προβλήματα δεκαετιών και μάλιστα σε ένα θεσμικά διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, το οποίο ούτε η Διοίκηση ούτε η Δικαιοσύνη προλαβαίνουν να αφομοιώσουν. Το έλλειμμα αξιοκρατίας, κινήτρων απόδοσης, επιστημονικής και διοικητικής υποστήριξης και φυσικά, χρήσης νέων τεχνολογιών υπονομεύει στην πράξη τις δυνατότητες της Δικαιοσύνης να αντεπεξέλθει με ταχύτητα στο έργο της.

Με βάση την προσωπική μου εμπειρία, αλλά και τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας, μπορούμε να δράσουμε σε τρία επίπεδα ώστε να βελτιωθεί η σημερινή κατάσταση.

Πρώτον, χρειάζεται ουσιαστική επικοινωνία και συντονισμός των τριών λειτουργιών, νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής, για την επίτευξη του –κατά το Σύνταγμα– κοινού σκοπού τους, που είναι η επίτευξη της κοινωνικής ευημερίας και η εμπέδωση του κράτους δικαίου.

Δεύτερον, είναι αναγκαίο να προχωρήσουμε σε αποσυμφόρηση ύλης, με διατήρηση στα δικαστήρια μόνο των σημαντικών υποθέσεων. Η επίλυση των υπολοίπων θα πρέπει να γίνεται με εναλλακτικούς τρόπους και διαδικασίες. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι απαραίτητη η συνεργασία του δικηγορικού σώματος.

Τρίτον, η λέξη-κλειδί για τη ριζική αναμόρφωση της Δικαιοσύνης είναι η αξιοκρατία, η ανάδειξη αλλά και η επιβράβευση των αρίστων στο δικαστικό σώμα. Δεν χρειαζόμαστε περισσότερους δικαστές για να έχουμε καλύτερη Δικαιοσύνη. Χρειαζόμαστε περισσότερη και καλύτερη διοικητική υποστήριξη των δικαστών, σύγχρονα πληροφοριακά συστήματα, κίνητρα για επιβράβευση των αρίστων, απλό και σταθερό νομοθετικό περιβάλλον. Η δε δικαστική ανεξαρτησία ουδόλως συνδέεται με την αξιολόγηση του δικαστικού έργου, που πρέπει να είναι διαρκής και φυσικά αδιάβλητη.

Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων χρειάζεται ισχυρή πολιτική και θεσμική βούληση: ένας μεταρρυθμιστικός μηχανισμός σε ανώτατο επίπεδο, με ισχυρή πολιτική δέσμευση από το αρμόδιο υπουργείο Δικαιοσύνης, συνεργασίες και οδικό χάρτη, με μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους ώστε να αξιοποιήσουμε τη συσσωρευμένη πλέον γνώση και την εμπειρία, για ένα νέο καθεστώς στη Δικαιοσύνη. Οι συνθήκες είναι πιο ώριμες από ποτέ για να περάσουμε από τα λόγια στην πράξη και η πρωτοβουλία είναι στα χέρια της Πολιτείας.

* O κ. Παναγιώτης Πικραμμένος, είναι τ. πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή