Τα αμερικανικά στάνταρντ αλλάζουν τα δεδομένα για το νέο stress test

Τα αμερικανικά στάνταρντ αλλάζουν τα δεδομένα για το νέο stress test

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την επενδυτική συμπεριφορά των μεγάλων αμερικανικών κεφαλαίων απέναντι στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο έχει αρχίσει να επηρεάζει η πορεία του προς την εισαγωγή νέων κριτηρίων για τα stress test. Είναι χαρακτηριστικό πως, ούτε δύο μήνες μετά την ολοκλήρωση της σχετικής πανευρωπαϊκής άσκησης, τα επιτελεία μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών αλλά και αναλυτές, διαχειριστές κεφαλαίου και ερευνητικά ινστιτούτα επιχειρούν να προεξοφλήσουν τα αποτελέσματα του επόμενου γύρου των stress test, σε περίπου ένα χρόνο περίπου από σήμερα.

Και αυτό διότι σε ρυθμιστικό επίπεδο θα εφαρμοστούν πιλοτικά και στην Ευρώπη τα αμερικανικά στάνταρντ αξιολόγησης, τα οποία δίνουν έμφαση στον ελάχιστο δείκτη μόχλευσης. Το νέο πρότυπο αναμένεται να ισχύσει στο πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ και προβλέπει ότι τα κεφάλαια των τραπεζών θα πρέπει να ανέρχονται τουλάχιστον στο 3% των περιουσιακών τους στοιχείων. Οπως έχουν μέχρις στιγμής τα πράγματα, ο όρος αυτός μπορεί να ισχύσει δεσμευτικά από το 2018 και ήδη από το 2015 να ανακοινώνονται εθελοντικά αποτελέσματα και υπό αυτό το κριτήριο.

Πρόβλημα

Το πρόβλημα είναι πως υπό αυτό το κριτήριο πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες που εμφανίζονται να έχουν περάσει επιτυχώς τα πρόσφατα ευρωπαϊκά stress test υπολείπονται των απαραίτητων εποπτικών κεφαλαίων.

Είναι χαρακτηριστικό πως από μελέτη του Danish Institute for International Studies και της Keefe και της Bruyette & Woods Inc, που βασίστηκε πάνω στα στοιχεία των διαγνωστικών ελέγχων της Eυρωπαϊκής Kεντρικής Tράπεζας (ΕΚΤ), προκύπτει ότι αν είχε χρησιμοποιηθεί αυτό το κριτήριο, δώδεκα μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες που πέρασαν τα τελευταία τεστ της Φρανκφούρτης θα εμφανίζονταν να χρειάζονται πρόσθετα κεφάλαια ύψους 66 δισ. ευρώ στο δυσμενές σενάριο.

Το θέμα σταδιακά αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη δημοσιότητα σε διεθνή οικονομικά ΜΜΕ, όπως το Bloomberg και οι Financial Times και έχει διευρύνει τη σχετική συζήτηση στα τραπεζικά fora. Ερωτηθείσα σχετικά η ΕΚΤ απαντά πως ο δείκτης μόχλευσης δεν περιλήφθηκε στα τεστ αντοχής διότι η δημοσίευση αυτών των στοιχείων θα γίνει σε εθελοντική βάση από το 2015 και υποχρεωτική μόνον μετά το 2018.

Ο ελάχιστος δείκτης μόχλευσης του 3% θα λειτουργεί συμπληρωματικά με το ισχύον πλαίσιο που προτάσσει την αξιολόγηση των περιουσιακών στοιχείων σταθμισμένων έναντι κινδύνου. Ευρωπαϊκοί τραπεζικοί κύκλοι υποστηρίζουν πως αυτή η τελευταία προσέγγιση είναι και η ορθότερη, καθώς υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές μεταξύ των στοιχείων του ενεργητικού, όπως για παράδειγμα είναι η διαφορά μεταξύ μετρητών και ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης. Ομως από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού προτάσσεται η ανάγκη αξιολόγησης της μόχλευσης, δηλαδή του ποσοστού των δανείων με τα οποία οι τράπεζες χρηματοδοτούν τις δραστηριότητές τους.

Διευκρινίζεται πως όσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό των εποπτικών κεφαλαίων ως προς το σύνολο του ενεργητικού τόσο πιο μοχλευμένη και άρα ευάλωτη κρίνεται μια τράπεζα.

Προσέγγιση

Η λογική της προσέγγισης αυτή στηρίζεται στην παραδοχή πως εάν απαξιωθούν έστω και οριακά τα περιουσιακά στοιχεία μια τράπεζας, τότε τα κεφάλαια δεν θα επαρκούν. Οργανισμοί όπως το αμερικανικό Peterson Institute for International Economics αλλά και μελέτες όπως της Τράπεζας της Αγγλίας του 2012 εκτιμούν πως ο δείκτης μόχλευσης προβλέπει με μεγαλύτερη ακρίβεια την πιθανότητα κρίσης σε μια τράπεζα.

Ομως θεωρείται γεγονός πως ο δείκτης μόχλευσης εάν δεν συν-αξιολογείται με στάθμιση κινδύνου, μπορεί να αποδειχτεί υπερβολικά απλουστευτικός. Σε κάθε περίπτωση τα διαφορετικά μετρά που εφαρμόζουν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη δημιουργούν πρόβλημα στους διεθνείς επενδυτές που επιχειρούν να αξιολογήσουν συγκριτικά τράπεζες ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού.

Και υπό αυτό το πρίσμα η συζήτηση λαμβάνει διαστάσεις πολύ πριν ανακοινωθούν τα πρώτα ευρωπαϊκά δεδομένα για τη μόχλευση. Και η επίσημη ανακοίνωση τους είναι απαραίτητη, καθώς υπάρχει η ανησυχία ακόμα και μετά την πρόσφατη πανευρωπαϊκή αξιολόγηση του ενεργητικού ότι πολλά περιουσιακά στοιχεία παραμένουν εκτός προϋπολογισμών (off balance sheet).

Διαπραγματεύσεις

Αποτελεί κοινό μυστικό στους ευρωπαϊκούς τραπεζικούς κύκλους ότι στη Γηραιά Ηπειρο πολύ περισσότερα προβληματικά δάνεια, από ό,τι στις ΗΠΑ, παραμένουν ως περιουσιακά στοιχεία στους προϋπολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων, με αποτέλεσμα όχι μόνον να ρίχνουν σκιές στη κεφαλαιακή τους επάρκεια αλλά και να περιορίζουν τη δυνατότητά τους να αυξήσουν τις χρηματοδοτήσεις τους προς την οικονομία.

Με δεδομένο το εύρος των διαφορών (και των κεφαλαιακών αναγκών) που προκύπτουν από τις δύο διαφορετικές προσεγγίσεις αξιολόγησης, η υπόθεση αναμένεται να αποτελέσει πεδίο εντόνων διαπραγματεύσεων κατά τον επόμενο χρόνο στο πλαίσιο της Κοινής Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Εποπτείας. Ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς ότι το όριο μόχλευσης του 3% δεν το επιτυγχάνουν ούτε καν μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως οι Deutsche Bank, BNP Paribas και Societe Generale.

Γι’ αυτό και το θέμα, αργά αλλά σταθερά, στους επόμενους μήνες θα αρχίσει να αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο στην Ευρώπη, αφού με κάποιον τρόπο θα πρέπει να αντιμετωπισθεί. Ηδη, το Bloomberg αφιέρωσε πρόσφατα ένα πολύ μεγάλο άρθρο του στο συγκεκριμένο ζήτημα, παρουσιάζοντάς το και αναλύοντας το από διάφορες πλευρές. Το πιθανότερο είναι πως όσο θα περνά ο χρόνος, ανάλογες τέτοιες αναφορές θα γίνονται ολοένα και περισσότερες, αφού το ζήτημα είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτό, έστω και σε μεσοπρόθεσμη βάση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT