Ο φανατισμός, το Charlie Hebdo και ο Μάης ’68

Ο φανατισμός, το Charlie Hebdo και ο Μάης ’68

7' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Je ne suis pas Charlie!»  (Δεν είμαι Σαρλί) βροντοφώναξε πολύς κόσμος στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης την επαύριο της δολοφονικής επίθεσης των τζιχαντιστών στα γραφεία του Charlie Hebdo στο Παρίσι, εις πείσμα των χιλιάδων ανθρώπων διεθνώς που πόσταραν το αντίθετο σλόγκαν. Ο λόγος; Πως τα σκίτσα της σατιρικής εφημερίδας υπήρξαν κακοσχεδιασμένα, προσβλητικά και ρατσιστικά, θίγοντας τα θρησκευτικά αισθήματα των Γάλλων μουσουλμάνων. Τα ίδια ακριβώς άτομα που εξεγείρονται υπέρ της (άξαφνα) καλώς εννοούμενης πολιτικής και θρησκευτικής ορθότητας δεν ασχολήθηκαν με το κατά πόσο πριν από μερικά χρόνια η θεατρική παράσταση «Corpus Christi» του Τέρενς Μακ Νάλι υπήρξε ασεβής, προσβλητική για κάποιους πιστούς ή κακής ποιότητας. Και σωστά. Γιατί το ζητούμενο ήταν βεβαίως η ελευθερία της έκφρασης. Επίσης δεν θυμάμαι να ασχολείται κανείς με το κατά πόσο οι περίφημοι «Σατανικοί στίχοι» του Σαλμάν Ρούσντι ήταν κακογραμμένοι (που όντως ήταν), γιατί βεβαίως το θέμα ήταν ο ισλαμικός φετφάς που κηρύχθηκε εναντίον του Βρετανού συγγραφέα ινδικής καταγωγής. Τώρα, όμως, καταλήξαμε να μιλάμε για την ποιότητα και τους συμβολισμούς των σκίτσων. Λες και χρειάζεται να συμφωνεί κανείς με όλα ανεξαιρέτως τα τεύχη της εφημερίδας για να συνειδητοποιήσει το νόημα αυτής της συμβολικής φράσης.

Χαμένοι στη μετάφραση

Οσοι από εμάς θυμούνται τα περιοδικά «Βαβέλ» και «Παρά Πέντε», μέσα από τα οποία γνωρίσαμε ανατρεπτικούς κομίστες όπως ο μακαρίτης πλέον Wolinksi, νιώσαμε θλίψη για την άποψη πως τα σκίτσα τους τρόπον τινά «όπλισαν» το χέρι των ανθρώπων που γάζωσαν τους δώδεκα. Κρίνοντας από τα δεκάδες κείμενα που απορρίπτουν την εφημερίδα ως μισαλλόδοξη, ένιωσα πως μας χωρίζει αβυσσαλέα απόσταση από το αναρχικό και αναιδές πνεύμα αυτών των σκιτσογράφων που το πλήρωσαν με τη ζωή τους. Και κυρίως από την αντικουλτούρα που ξεπήδησε μέσα από τη μήτρα του Μάη του ’68. Γιατί όλα αυτά τα έντυπα –το Hara-Kiri, η L’Echo de savanes, το Canard Enchainé, το Charlie Hebdo– είναι παιδιά εκείνης της στιγμής, εξαιρετικά επηρεασμένα από την «Κοινωνία του θεάματος» του Γκι Ντεμπόρ και τη θεώρηση πως δεν υπάρχει ιερό και όσιο και πως οφείλουμε να διακωμωδούμε ζητήματα-ταμπού, όπως η θρησκεία, η ασθένεια, τα χάντικαπ, το σεξ, ακόμα και ο ίδιος ο θάνατος (πράγμα που έκαναν αδιαλείπτως όταν εξέλιπε κάποιος συνεργάτης τους, όπως ο περίφημος Reiser το 1983). Γι’ αυτό ακριβώς ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ είπε πως στις 7 Ιανουαρίου δολοφονήθηκε το πνεύμα μιας ολόκληρης γενιάς.

Μιας γενιάς που γελούσε με τα κολάζ του ακραία ανατρεπτικού Hara-Kiri, το οποίο κυκλοφορούσε με την επεξήγηση «κακόβουλο και αισχρό περιοδικό». Που διασκέδαζε στο σινεμά με τις θρυλικές Valseuses του Μπερνάρ Μπλιέ με τον έφηβο σχεδόν Ζεράρ Ντεπαρντιέ στον ρόλο του τυχοδιώκτη πλάνητα που εμπλέκεται σε ληστείες και ερωτικά τρίγωνα. Που καρφίτσωνε στον τοίχο αντιεξουσιαστικά σκίτσα σαν αυτά του αδικοχαμένου στο μακελειό Cabu, με τον τότε πρωθυπουργό της Γαλλίας Πομπιντού ως σκύλο να μυρίζει τα οπίσθια του στρατηγού Ντε Γκωλ.

Αυτό το βέβηλο, αναιδές, ελευθεριακό χιούμορ που δεν λογάριαζε πολιτικές ορθότητες και ευαισθησίες ενοχικού τύπου, γίνεται δύσκολα αντιληπτό όχι μόνο από τους φονταμενταλιστές κάθε είδους, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται και από ένα κομμάτι της Αριστεράς. Παρόμοιες δυσκολίες επέδειξαν πλήθος αγγλοσαξονικών εντύπων, που φανερώνουν όχι απλώς μια πρόδηλη αδυναμία κατανόησης του συγκείμενου, μιας και είναι χαμένα στη μετάφραση του σκληρού γαλλικού χιούμορ, αλλά και μια γενικότερη θεώρηση για το τι είναι επιτρεπτό και τι όχι, σύμφωνα με την οποία οι Μόντι Πάιθον και το εξαιρετικά ασεβές φιλμ τους «The Life of Brian», με την τελική σκηνή να δείχνει εσταυρωμένους να τραγουδούν ξέγνοιαστα «Always look at the bright side of life» (πάντα να κοιτάς τη φωτεινή πλευρά της ζωής), θα έπρεπε να ριχτούν στο πυρ το εξώτερoν.

Καίρια ερωτήματα

Γιατί πρέπει να θεωρήσουμε τους αδελφούς Κουασί κατά κάποιον τρόπο εξουσιοδοτημένους από τους αδικημένους και προσβεβλημένους μουσουλμάνους της Γαλλίας και του κόσμου να ξεπλύνουν τη βλασφημία με αίμα (πράγμα που δεν ισχύει ούτε στο ελάχιστο); Τι γίνεται με τους μουσουλμάνους που μπορεί να νιώθουν ώς ένα βαθμό ενσωματωμένοι στη γαλλική κοινωνία – δεδομένου ότι και οι δράστες ήταν Γάλλοι πολίτες που δεν μεγάλωσαν σε κάποια πρώην αποικία; Γιατί δεν μιλάμε για τον μουσουλμάνο φρουρό που είδαμε να εκτελείται εξ επαφής ή εκείνον που έσωσε τους ομήρους στο εβραϊκό παντοπωλείο; Ή για τη μεγάλη μάζα των μουσουλμάνων που θα είναι σε βάθος χρόνου τα θύματα αυτής της ιστορίας, με την ισλαμοφοβία και κάθε λογής παρανοήσεις σε σχέση με το Ισλάμ να βγαίνουν ενισχυμένες και τα ποσοστά της Μαρίν Λεπέν –που επίσης βροντοφώναξε περήφανα «Je ne suis pas Charlie!»– να εκτινάσσονται στα ύψη; Τέλος, ποιος θα μιλήσει για το γεγονός πως οι τζιχαντιστές στοχοποίησαν μία περιθωριακή, σατιρική και κατά βάση αντιρατσιστική εφημερίδα με πολύ χαμηλό τιράζ, αντί για ξεκάθαρα ρατσιστικά έντυπα, όπως οι ακροδεξιές εφημερίδες Minute ή Valeurs Actuelles, που κηρύττουν αδιάλειπτα και απροσχημάτιστα το μίσος ενάντια στους ξένους;

Σάτιρα και γενναιότητα

Οι αναλύσεις περί προβληματικής νεωτερικότητας, δυτικής βίας και εγκληματικού Διαφωτισμού που κατέκλυσαν το Διαδίκτυο, αδιαφορώντας για το γεγονός πως το ίδιο το Charlie Hebdo ήταν και παραμένει μια αριστερή εφημερίδα που στηλιτεύει αμείλικτα τη δυτική βία και υποκρισία, αλλά και τον ρατσισμό του Front National, φανερώνουν, πέρα από τη θεμιτή αυτοκριτική και ενδοσκόπηση που οφείλουν να κάνουν οι δυτικές κοινωνίες, πως όλα αυτά είναι ένα καλό πρόσχημα για να κρύψουμε τον φανατικό αντιδυτικισμό μας, για να παραφράσω κάποιους φίλους. Ας αναγνωρίσουμε, επιτέλους, στη σατιρική εφημερίδα τη γενναιότητά της να καυτηριάσει τους πάντες και τα πάντα, ακόμη και αν δεν συμφωνούμε με αυτή. Γιατί, στο τέλος τέλος, η θέση «δεν σατιρίζω τον «άλλο» γιατί μπορεί να προσβληθεί» είναι εξόχως ρατσιστική από μόνη της, εφόσον κάνει μια ευθεία διάκριση ανάμεσα σε αυτούς που καταλαβαίνουν και αυτούς –τους «άλλους»– που υποτίθεται πως δεν καταλαβαίνουν από χιούμορ.

Ερμηνεύοντας τη βάρβαρη δολοφονία

Ακόμα και αν δεχτούμε πως τα σκίτσα αυτά ήταν όντως προβληματικά, η απόσταση ώς την παραδοχή και κατανόηση του ότι είχαν τέτοιο ειδικό βάρος που όπλισαν το χέρι κάποιων είναι μεγάλη. Αποδεχόμενοι πως ήταν λίγο-πολύ μονόδρομος το προβοκατόρικο έντυπο να καταλήξει σε λουτρό αίματος, αποδεχόμαστε εμμέσως τη διολίσθηση σε αρχαϊκής μορφής ξεκαθαρίσματα λογαριασμών και μια οπτική τύπου «πήγαιναν γυρεύοντας».

Το ψύχραιμο άρθρο ενός Βέλγου δημοσιογράφου έθεσε τα πράγματα στη σωστή τους βάση: το μόνο πράγμα που άξιζαν οι συντάκτες του περιοδικού από κάποιον που ένιωθε προσβεβλημένος θα ήταν να τους κατακεραυνώσει με μια γραπτή επιστολή. Οχι με καυτό μολύβι. Γιατί η αντίδραση των ισλαμοφασιστών μού φέρνει στον νου τα λεγόμενα ενός Ευρωπαίου φασίστα, του Ισπανού Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, που δήλωνε στα μέσα της δεκαετίας του ’30 πως «από τη διαλεκτική των λέξεων προτιμώ αυτή των πιστολιών».

Ομως το παραπλανητικό –κατά τη γνώμη μου– αντανακλαστικό ενός μέρους της εγχώριας, αλλά και εν γένει της δυτικής, Αριστεράς είναι πως η τρομερή αυτή πράξη οφείλει να ενταχθεί μέσα στα ιστορικοκοινωνικά συμφραζόμενά της. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, οφείλουμε να δούμε την επίθεση στη σατιρική εφημερίδα ως απάντηση στη διαχρονική δυτική βία και στα απόνερα της γαλλικής αποικιοκρατίας, στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και στη δυτική εμπλοκή στη Συρία ή το Μάλι. Μια, καταδικαστέα φυσικά, αλλά ίσως δικαιολογημένη αντίδραση στην ιστορική αδικία που υφίστανται οι μουσουλμάνοι στη Γαλλία και παγκοσμίως.

Η προσβολή του «άλλου» μέσω του περιοδικού προστίθεται στην ταπείνωσή του από τον οδοστρωτήρα της αποικιοκρατίας, τη βία του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού και την κοινωνική περιθωριοποίηση στα μπανλιέ της Ενωμένης Χριστιανικής Ευρώπης. Ποιος αμφιβάλλει πως όλα αυτά έχουν εγγραφεί σκληρά πάνω στην κοινωνική μνήμη ανθρώπων που πέρασαν διά πυρός και σιδήρου και υπέστησαν ιστορικά –και εν μέρει συνεχίζουν να υφίστανται– διακρίσεις, βία, απομόνωση, περιθωριοποίηση; Δεν θα μιλήσω για το γεγονός πως το Charlie Hebdo ήταν απότοκο της εποχής μετά τον πόλεμο της Αλγερίας και πως βάδιζε πάνω σε μια έντονα αποικιοκρατική παράδοση―οι δράστες δεν είχαν υποχρέωση να το γνωρίζουν. Θα αναρωτηθώ όμως κατά πόσο όλα τα παραπάνω αποτελούν ικανή και επαρκή συνθήκη για να εξηγήσουν το λυσσαλέο μίσος που επέφερε τις βάρβαρες δολοφονίες των σκιτσογράφων. Μπορούμε να αποδώσουμε αυτές τις πράξεις σε μια ιστορικοπολιτική πλαισίωση που αφαιρεί από τους ανθρώπους του σήμερα το δικαίωμα να επιλέγουν και να πράττουν συνειδητά; Δεν θα τους στερούσε αυτό που στις κοινωνικές επιστήμες ονομάζεται «εμπρόθετη δράση» (αγγλιστί agency) και δεν θα τους υποβίβαζε σε αυτοματοποιημένα όντα που αντιδρούν ομοιόμορφα και λίγο-πολύ αναμενόμενα στα κοινωνικά ερεθίσματα; Το γεγονός όμως πως άνθρωποι που διαμορφώθηκαν μέσα στις ίδιες ακριβώς συνθήκες έχουν ριζικά διαφορετικές πορείες –εν προκειμένω κάποιοι ασπάζονται τον δρόμο του φονταμενταλισμού και της βίας, ενώ πολλοί άλλοι όχι– καταδεικνύει πως δεν είμαστε σκλάβοι των κοινωνικών δομών ούτε κανενός είδους πολιτισμικού ντετερμινισμού που θα επιβεβαίωνε την προβληματική «Σύγκρουση των Πολιτισμών» του Χάντιγκτον, από την ανάποδη.

* Ο κ. Κωστής Κορνέτης διδάσκει σύγχρονη ιστορία στο Κέντρο Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή