Η πρόταση για ανταλλαγή των ευρωπαϊκών δανείων και οι κίνδυνοι που κρύβει

Η πρόταση για ανταλλαγή των ευρωπαϊκών δανείων και οι κίνδυνοι που κρύβει

4' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μέσα στην εβδομάδα ο υπουργός Οικονομικών, κ. Γ. Βαρουφάκης, αποκάλυψε τις προτάσεις που εξετάζει η κυβέρνηση για το χρέος. Η μία εκ των δύο βασικών εναλλακτικών που παρουσίασε, απορρίφθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), την οποία και αφορούσε. Η δεύτερη άνοιξε μια συζήτηση στην Ευρώπη –και όχι μόνο– αλλά το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί για να διαπιστωθεί η βιωσιμότητά της, είναι κατά πόσο δημιουργεί άμεσα οφέλη ικανά για να διεκδικηθεί μέχρι τέλους ή όχι.

Σε ό,τι αφορά την πρόταση προς την ΕΚΤ, προέβλεπε την ανταλλαγή των ομολόγων που έχει στο χαρτοφυλάκιό της με ομόλογα εις το διηνεκές. Δηλαδή, με ομόλογα τα οποία δεν προβλέπεται κάποια ημερομηνία αποπληρωμής τους, αλλά η Ελλάδα θα καταβάλλει τόκους κάθε χρόνο έως ότου κρίνει ότι μπορεί να τα αποπληρώσει. Ηδη, η ΕΚΤ πήρε αρνητική θέση επί της προτάσεως. Οχι μόνο γιατί δεν δέχεται καμία αλλαγή στους όρους των ομολόγων που κατέχει, αλλά και επειδή μια τέτοια ανταλλαγή αποτελεί χρηματοδότηση της χώρας. Κάτι τέτοιο, βέβαια, θα διευκόλυνε την Ελλάδα γιατί δεν θα πλήρωνε τις λήξεις που υπάρχουν από τώρα και για τις επόμενες δεκαετίες, αλλά δεν είναι αποδεκτό από την ΕΚΤ βάσει των κανονισμών της να προχωρήσει σε μια τέτοιου είδους νομισματική χρηματοδότηση. Η δεύτερη πρόταση έχει να κάνει με την ανταλλαγή των ευρωπαϊκών δανείων (τόσο των διμερών που συνήφθησαν στο πλαίσιο του πρώτου Μνημονίου όσο και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης βάσει του δεύτερου Μνημονίου) με ομόλογα, η αποπληρωμή των οποίων συνδέεται με τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Η εναλλακτική αυτή έχει εφαρμοστεί στο παρελθόν και από άλλες χώρες (Αργεντινή, Μεξικό κ.λπ.), αλλά το ερώτημα είναι τι όφελος θα είχε η Ελλάδα από μια τέτοια απόφαση.

Αυτή τη στιγμή –και σύμφωνα με το τι ισχύει για τα ευρωπαϊκά δάνεια, συνολικού ύψους 195 δισ. ευρώ– η Ελλάδα καταβάλλει περί τα 300 εκατ. ευρώ ετησίως για τόκους. Και αυτό θα ισχύει έως το 2020. Ειδικότερα:

1. Τα διμερή δάνεια που ελήφθησαν στο πλαίσιο του πρώτου Μνημονίου ανέρχονται σε 53 δισ. ευρώ. Εχουν επιτόκιο της τάξεως του 0,55% αυτή τη στιγμή (είναι κυμαινόμενο και προσδιορίζεται βάσει του Euribor 3μηνου συν 0,50%), ενώ η χώρα έχει λάβει περίοδο χάριτος έως το 2020 για να αρχίσει την αποπληρωμή του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι το 2020 η μοναδική υποχρέωση είναι η καταβολή τόκων, που σήμερα είναι της τάξεως των 300 εκατ. ευρώ ετησίως.

2. Τα δάνεια από τον EFSF που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος είναι 142 δισ. ευρώ. Το επιτόκιο είναι το ίδιο με εκείνο που δανείζεται το EFSF (πέριξ του 1%), ενώ η Ελλάδα έχει περίοδο χάριτος τόσο για την καταβολή τόκων όσο και κεφαλαίου έως το 2023. Δηλαδή, μέχρι το 2023 δεν θα πληρώσει τίποτα προς το EFSF.

Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται αντιληπτό ότι μια ανταλλαγή των ευρωπαϊκών δανείων με ομόλογα που η αποπληρωμή τους συνδέεται με τον ρυθμό ανάπτυξης της χώρας είναι περίπλοκη υπόθεση και το όποιο όφελος ενδέχεται να υπάρχει στη διαχείριση του χρέους (γιατί το ύψος των δανείων δεν θα αλλάξει) θα γίνει αισθητό από το 2020 και μετά. Και κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι εάν ανοίξει μια τέτοια συζήτηση, η Ευρωζώνη δεν θα διεκδικήσει υψηλότερα επιτόκια, λαμβάνοντας υπόψη το ρίσκο που θα αναλάβει αφού η εξόφλησή της θα εξαρτάται από την ανάπτυξη της Ελλάδας και όχι από μία σταθερή συμφωνία όπως σήμερα.

Αυτό που θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερο όφελος για το Δημόσιο είναι στη συζήτηση για το χρέος να ενταχθεί και μία πρόταση αλλαγής των όρων για την καταβολή των τόκων των δανείων του EFSF, που σήμερα δεν εξυπηρετεί η Ελλάδα. Το 2023, οπότε θα λήξει η περίοδος χάριτος, η Ελλάδα θα κληθεί να καταβάλει τόκους της τάξεως των 20-25 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό προβλέπεται να αποπληρωθεί μεταξύ 2023 και 2032, αλλά θα μπορούσε να διεκδικηθεί μια απομείωσή του ή η αποπληρωμή του να γίνει σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου.

Ρεαλιστικές επιλογές για το ελληνικό χρέος

Οι λύσεις της επιμήκυνσης του χρόνου εξόφλησης των ευρωπαϊκών δανείων και της μείωσης των επιτοκίων των διμερών δανείων ή της μετατροπής τους από κυμαινόμενο σε σταθερό αποτελούν αυτή τη στιγμή τις πιο ρεαλιστικές επιλογές στη συζήτηση για το ελληνικό χρέος. Αλλωστε και οι δύο αποτελούν ένα είδος «κουρέματος» του χρέους, χωρίς ταυτόχρονα να επιβαρυνθούν ευθέως οι φορολογούμενοι των χωρών της Ευρωζώνης. Με την επιμήκυνση δεν διαγράφεται η αξία του χρέους, αλλά δημιουργείται μια ελάφρυνση σε όρους καθαρής παρούσας αξίας. Από τη μείωση των τόκων ή τη μετατροπή του επιτοκίου σε σταθερό, ο ελληνικός προϋπολογισμός θα πάρει μια «ανάσα» ως προς τις δαπάνες για τόκους, ενώ την ίδια ώρα οι χώρες της Ευρωζώνης θα χάσουν μέρος των τόκων που θα εισέπρατταν στο μέλλον, έχοντας διασφαλισμένο το κεφάλαιο που έχουν δανείσει. Μπορεί να μην είναι εύκολο να δεχθούν κάποιες απώλειες από μελλοντικά έσοδα οι Ευρωπαίοι, αλλά και οι δύο λύσεις έχουν χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν χωρίς να δημιουργηθεί κάποια αναταραχή στην Ευρωζώνη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή