Πώς η ΕΚΤ έφθασε στην απόφαση για Q.E.

Πώς η ΕΚΤ έφθασε στην απόφαση για Q.E.

2' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι κίνδυνοι για την οικονομία της Ευρωζώνης θα είναι περισσότεροι αν δεν προχωρήσουμε αμέσως σε μαζικές αγορές κρατικών ομολόγων, ήταν το επιχείρημα που χρησιμοποίησε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προκειμένου να πείσει τους συναδέλφους του τον περασμένο μήνα. Στις 22 Ιανουαρίου, η ΕΚΤ αποφάσισε, με καθυστέρηση έξι χρόνων σε σχέση με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, να προχωρήσει σε ποσοτική χαλάρωση ώστε να αντιμετωπίσει την απειλή του αποπληθωρισμού και να αναζωογονήσει τη χειμαζόμενη οικονομία της Ευρωζώνης.

«Πρέπει να λάβουμε επίσης υπόψη μας τους κινδύνους που πηγάζουν από τη μη ανάληψη δράσης στην παρούσα συνάντηση, οι οποίοι μπορεί να είναι υψηλότεροι από τους κινδύνους που θα προκληθούν από την ανάληψη δράσης», προειδοποίησε ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Πίτερ Πρατ, σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίασης που δημοσιοποίησε χθες για πρώτη φορά η ΕΚΤ. «Θα πρέπει να περιμένουμε αντιστροφή των εξελίξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές αν δεν ανακοινώσουμε νέα μέτρα. Θα μπορούσε να αντιστραφεί η συνδεδεμένη με αυτά θετική επίδραση, και η ύπαρξη μεγαλύτερης μεταβλητότητας και αστάθειας στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσε να προκαλέσει επιπλέον κινδύνους», αναφέρουν οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ. Τα πρακτικά των συναντήσεων της ΕΚΤ δίνουν μια εικόνα χονδρικά των όσων λέχθηκαν χωρίς να προσδιορίζεται τι ακριβώς λέει κάθε κεντρικός τραπεζίτης. Πρόκειται για ένα βήμα προς την ενίσχυση της διαφάνειας σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της ΕΚΤ στο πρότυπο της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας και της Τράπεζας της Αγγλίας. Στο τέλος της συζήτησης, οι περισσότεροι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης συμφώνησαν πως «υπάρχει η γενική άποψη ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις ώστε να ληφθούν επιπλέον νομισματικά μέτρα στη σημερινή συνάντηση».

Ωστόσο, οι λίγοι κεντρικοί τραπεζίτες που διαφωνούσαν με την υιοθέτηση της λεγόμενης ποσοτικής χαλάρωσης, κυρίως ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης Γενς Βάιντμαν, απέσπασαν σημαντικές παραχωρήσεις. Η σημαντικότερη είναι ότι οι αγορές κρατικών ομολόγων θα βαρύνουν την ΕΚΤ μόνο κατά 20%, ενώ τις υπόλοιπες αγορές και το συνεπαγόμενο όποιο ρίσκο θα το αναλάβουν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες. Ουσιαστικά πρόκειται για την πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΚΤ όπου η κεντρική τράπεζα δεν αναλαμβάνει να μοιραστεί το ρίσκο και το μεταθέτει σε πολύ μεγάλο βαθμό στις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Με αυτό τον τρόπο δίνεται η εντύπωση ότι η νομισματική πολιτική δεν είναι πλέον κοινή, εντύπωση που μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνη για την προοπτική της Ευρωζώνης. Ενδιαφέρον είναι παράλληλα το γεγονός ότι παρά την αντίθεση της γερμανικής κεντρικής τράπεζας οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν περισσότερες αγορές ομολόγων, συγκεκριμένα 60 δισ. ευρώ τον μήνα, αντί 50 που πρότεινε ο κ. Πρατ.

Η συγκεκριμένη απόφαση αιφνιδίασε με θετικό τρόπο τις αγορές, που ανέμεναν μικρότερο ύψος αγοράς κρατικών ομολόγων. Υπενθυμίζεται πως το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ θα έχει συνολικό ύψος τουλάχιστον 1,1 τρισ. ευρώ και ότι θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, και αρκετά μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου της Τράπεζας έχουν δηλώσει επανειλημμένως ότι οι αγορές κρατικών ομολόγων θα συνεχιστούν στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί ο στόχος για πληθωρισμό κοντά στο 2% μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος. Τον Ιανουάριο ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο -0,6%, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο του 2009, σημάδι του πόσο καθυστέρησε η ΕΚΤ να προχωρήσει στην ποσοτική χαλάρωση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT