Επιστροφή στη «νέα» Κούβα

6' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Anita Snow, δημοσιογράφος στο Associated Press και πρώην ανταποκρίτρια στην Κούβα επί σειρά ετών, επιστρέφει στη χώρα μετά από έξι χρόνια και διηγείται τη σημερινή εμπειρία της. Τι έχει μεσολαβήσει; Η κοινή ανακοίνωση για τη βελτίωση των σχέσεων Κούβας και ΗΠΑ και η επακόλουθη χαλάρωση των εκατέρωθεν περιορισμών που γέννησαν… ελπίδες.

Περνώντας από το τελωνείο με μια βαλίτσα αξίας 60 δολαρίων, γεμάτη με ρούχα και ηλεκτρονικά για φίλους, το στομάχι μου σφίχτηκε όταν με πλησίασε μια γυναίκα με πράσινη στολή. Εχοντας υπάρξει ανταποκρίτρια στη χώρα για πολλά έτη και επιστρέφοντας μετά από έξι χρόνια, νόμιζα ότι ήξερα τι επρόκειτο να ακολουθήσει: θα μου έψαχναν τη βαλίτσα οι στρατιώτες, θα με κατσάδιαζαν, μπορεί να μου έβαζαν και κάποιο πρόστιμο. Αντ’ αυτού, μου έδωσαν απλώς το πάσο. «Πέρασε, αγάπη μου», μου χαμογέλασε η ένστολη γυναίκα δείχνοντάς μου την έξοδο. «Πήγαινε δεξιά επάνω».

Αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη της πιο χαλαρής και ελπιδοφόρας ατμόσφαιρας που βρήκα στη διάρκεια της πρόσφατης σύντομης επίσκεψής μου στην Αβάνα, μια αίσθηση που δεν υπήρχε το διάστημα της δεκαετούς θητείας μου εδώ από το 1999 έως το 2009, οπότε κυριαρχούσαν το άγχος και η απομόνωση. Οι μεταρρυθμίσεις που γίνονται υπό την προεδρία του Ραούλ Κάστρο φαίνεται πως μετατρέπουν την Κούβα σταδιακά σε μια νέα χώρα. Οπουδήποτε κι αν πήγα στην Αβάνα, υπήρχαν υψηλές προσδοκίες για ακόμη περισσότερες αλλαγές, ενώ μετά την κοινή ανακοίνωση της 17ης Δεκεμβρίου, οπότε Κούβα και ΗΠΑ δήλωσαν ότι θα έχουν στο εξής καλύτερες σχέσεις, οι Κουβανοί ελπίζουν να αυξηθούν οι αφίξεις Αμερικανών τουριστών στη χώρα τους.

Οταν ζούσα εδώ ως Αμερικανίδα δημοσιογράφος, ήμουν υπό στενή παρακολούθηση, ενώ ειδικά τα πρώτα χρόνια επικρατούσε έντονη καχυποψία προς το πρόσωπό μου. Δεν θα ξεχάσω όταν ένας ένστολος πράκτορας απαίτησε να μπει στο διαμέρισμά μου στην Παλιά Αβάνα για να βεβαιωθεί ότι δεν διέθετα την επικίνδυνη συσκευή που λέγεται φαξ. Συγχρόνως, παρόλο που οι δρόμοι της πόλης είχαν λίγη κίνηση και περιορισμένη εμπορική δραστηριότητα, σε κάθε γωνία υπήρχαν μέλη της Εθνικής Επαναστατικής Πολιτοφυλακής, τα οποία ασφαλώς δεν χαμογελούσαν.

Ως ξένη με πρόσβαση στο δολάριο, οι συνθήκες ζωής μου ήταν καλύτερες από ό,τι του μέσου Κουβανού. Κανείς όμως δεν μπορούσε να γλιτώσει από όλες τις δυσκολίες που εξακολουθούσαν να υπάρχουν μετά την «ειδική περίοδο» της δεκαετίας του ’90 – περίοδο οικονομικής λιτότητας μετά την απώλεια των σοβιετικών επιδοτήσεων.

Τα «μπλακ άουτ» διαρκούσαν ώρες, προκαλώντας αϋπνίες και πνιγηρές καλοκαιρινές νύχτες χωρίς κλιματισμό, αλλά και κάνοντας αδύνατο το μπάνιο στα κτίρια όπου ο ηλεκτρισμός ήταν απαραίτητος για να φτάσει το νερό στα διαμερίσματα ή καταστρέφοντας όλα τα τρόφιμα στα ψυγεία. Επίσης, υπήρχαν ελλείψεις σε βασικά αγαθά, όπως στο χαρτί υγείας και στα αυγά.

Επιστρέφοντας όμως σήμερα στην Αβάνα, δεν είδα ούτε τις ιερόδουλες (jineteras) που συναντούσες στην παραλιακή Malecοn και στις εισόδους ξενοδοχείων ή ντόπιους να ζητούν λεφτά ή οτιδήποτε άλλο, ούτε όμως και τόση αστυνομία σε κάθε γωνιά του δρόμου.

Τα κτίρια της πρωτεύουσας, ορισμένα εκ των οποίων μετρούν περισσότερους από δύο αιώνες ζωής, παραμένουν παραμελημένα, «ζητώντας» ένα χέρι βάψιμο, και σε ορισμένες περιπτώσεις οι προσόψεις καταρρέουν. Επικίνδυνες «συστάδες» μπλεγμένων ηλεκτρικών και τηλεφωνικών καλωδίων εξακολουθούν να διαπερνούν στενά δρομάκια με λακκούβες. Αλλά την ίδια στιγμή τα τουριστικά λεωφορεία παρκάρουν στο ανατολικό άκρο της Malecοn και οι τουρίστες κατακλύζουν τις πλατείες αποικιακής αρχιτεκτονικής της Αβάνας, ενώ σε αντίθεση με το παρελθόν πλέον οι δρόμοι είναι φωταγωγημένοι.

Η πλειονότητα των κατοίκων εξακολουθούν να εργάζονται για την κυβέρνηση, κερδίζοντας περί τα 20 δολάρια το μήνα -περίπου το ίδιο ποσό έπαιρναν και έξι χρόνια πριν-, και όλοι λαμβάνουν επιδοτήσεις για φαγητό, στέγαση, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και μετακίνηση. Ορισμένοι προσπαθούν να επιβιώσουν κάνοντας και δεύτερη δουλειά ή ζουν «στα… άκρα» ενισχύοντας το βασικό τους εισόδημα με την πώληση αγαθών που κλέβουν από τους χώρους εργασίας τους ή προϊόντων από αυτά που τους αναλογούν κάθε μήνα για φαγητό.

Κουβανοί με δικές τους επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι οι μεταρρυθμίσεις που γίνονται είναι ό,τι πρέπει για να αρχίσουν να ανακάμπτουν. Ο Jean Barrionuebo, για παράδειγμα, που δούλευε παράνομα ως ταξιτζής για έξι χρόνια, προτού καταφέρει να πάρει άδεια τα τελευταία δύο, μου είπε ότι στη συνεχή προσπάθειά του να αποφύγει τα πρόστιμα είχε γίνει αντιπαραγωγικός. «Εμείς οι Κουβανοί θα ήμασταν τρελοί αν δεν θέλαμε να σταματήσει αυτή η σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες», λέει ο ίδιος, ενώ οδηγεί ένα ρωσικής προέλευσης Moskvitch Sedan, το οποίο αγόρασε αφού πούλησε το διαμέρισμα που κληρονόμησε από τους γονείς του. «Αυτή η σύγκρουση διήρκεσε 56 χρόνια και οι Κουβανοί ήταν αυτοί που πλήρωσαν το κόστος».

Η βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Κούβας και ΗΠΑ έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τόσο για τους Αμερικανούς αξιωματούχους όσο και για τους ακτιβιστές, αλλά οι περισσότεροι Κουβανοί με τους οποίους μίλησα φάνηκε να τους απασχολεί πολύ περισσότερο το θέμα των χρημάτων και της συντήρησης των οικογενειών τους. Και οι περισσότεροι παλιοί  φίλοι και γνωστοί που συνάντησα μου φάνηκε να περνούν καλύτερα -ή τουλάχιστον όχι χειρότερα- από ό,τι πριν.

Οι οικονομικές αλλαγές που είδα είναι όλες αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων στις οποίες προχώρησε ο Ραούλ Κάστρο μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον άρρωστο αδερφό του Φιντέλ στις αρχές του 2008. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να δώσει τέλος στο «τουριστικό απαρτχάιντ» που εμπόδιζε τους Κουβανούς να μένουν σε ξενοδοχεία που προορίζονταν για τους ξένους. Στη συνέχεια άρθηκαν οι απαγορεύσεις σχετικά με την πώληση ιδιωτικών κατοικιών και αυτοκινήτων και χορηγήθηκαν άδειες για ιδιωτικά ταξί. Επίσης η κυβέρνηση κατάργησε τη «λευκή κάρτα» που απαιτούνταν για δεκαετίες να βγάζουν οι Κουβανοί ακόμη και για να πάνε διακοπές – επιτρέποντας επιτέλους την ελεύθερη έξοδο από τη χώρα.

Η έμπορος επίπλων Elia Rodriguez παρατηρεί ότι οι Κουβανοί έχουν αρχίσει να ενδιαφέρονται περισσότερο για τον εξοπλισμό των χώρων τους. «Ολοι θέλουν να έχουν ωραία σπίτια», λέει η ίδια υποδεχόμενη συγχρόνως μια ομάδα πελατών. Επίσης, συνειδητοποίησε ότι έχουν τρία ολόκληρα χρόνια να περάσουν για έλεγχο επιθεωρητές, που στο παρελθόν «ξεσκόνιζαν» κάθε μήνα περίπου τα βιβλία της επιχείρησης.

Οι πρώτες ιδιωτικές επιχειρήσεις που επιτράπηκαν από την κυβέρνηση τη δεκαετία του ’90 ήταν μεταξύ άλλων οικογενειακά εστιατόρια, τα λεγόμενα paladars. Ευρισκόμενα μέσα στα σπίτια, σαν καλά κρυμμένα μυστικά, διέθεταν αυστηρά μέχρι 12 καρέκλες και απαγορευόταν διά νόμου να πωλούν σκληρά ποτά και «ακριβά» εδέσματα, όπως γαρίδες, αστακό και μοσχαρίσιο κρέας. Σε ένα από αυτά συνήθιζα να πηγαίνω με τους φίλους μου και να παραγγέλνουμε ένα «jibaro», όπως ήταν η κωδική ονομασία του παράνομου φιλέτου.

Σήμερα λειτουργούν στην Αβάνα εκατοντάδες εστιατόρια από ιδιώτες που σερβίρουν οποιοδήποτε φαγητό ή ποτό θέλουν, αρκεί να μπορούν να αποδείξουν ότι το έχουν προμηθευτεί νόμιμα. Μπορούν ακόμη να εξυπηρετούν απεριόριστο αριθμό πελατών και να διαφημίζονται.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 λειτούργησαν επίσης οι πρώτες αγορές αγροτικών προϊόντων, τις τιμές των οποίων όριζαν οι ίδιοι οι προμηθευτές, με βασική προϋπόθεση να εξασφαλίζεται ότι οι άνθρωποι εν μέσω οικονομικής κρίσης θα μπορούσαν να τα αγοράσουν.

Πηγαίνοντας ξανά σήμερα στην αγορά της 19ης Οδού, βρήκα λιγότερους προμηθευτές, αλλά μεγαλύτερη ποικιλία: μπρόκολα και κουνουπίδια, γλυκοπατάτες, λάχανα, μελιτζάνες και ξερά φασόλια. Την ίδια στιγμή όμως που τα προϊόντα είναι φθηνά για τους ξένους, εξακολουθούν να είναι ακριβά για τους περισσότερους Κουβανούς, οι οποίοι διαλέγουν προσεκτικά μονάχα τα απολύτως απαραίτητα, όπως λίγα κρεμμύδια και σπιτική σάλτσα τομάτας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν είναι λίγες οι επιχειρήσεις που έχουν ανοίξει στον ίδιο δρόμο: ένας πάγκος με χυμούς, μια μικρή πιτσαρία, ένα κατάστημα που πουλάει δερμάτινα πορτοφόλια και ρουστίκ μεταλλικές κούπες για καφέ. Επίσης καινούργιοι είναι ο επιδιορθωτής ρολογιών, ο υδραυλικός και ο κλειδαράς.

Μέσα στη σκεπαστή αγορά, ο Leonardo Santos, 51 ετών, πουλάει κομματάκια καρύδας για 35 σεντς, ακριβώς κάτω από ένα μπλε πλακάτ που έγραφε «Το όνομά μου είναι Σάντος» στα Αγγλικά, απευθυνόμενο στους Αμερικανούς τουρίστες που περνούν από εκεί.  

Ο Radames Betancourt, στα 81 του σήμερα, συνέχισε να κάνει μικρά χαμαλίκια έναντι φιλοδωρήματος. Ο ίδιος, μόλις με αναγνώρισε, μου χαμογέλασε και το πρόσωπό του φωτίστηκε, ενώ δεν παρέλειψε να μου πει πόσο ενθουσιασμένος είναι με την προοπτική της βελτίωσης των σχέσεων Κούβας και ΗΠΑ, και των ολοένα και περισσότερων Αμερικανών που θα καταφτάσουν στο νησί του: «Αφήστε τους να έρθουν. Τόσα χρόνια τούς περιμένουμε».

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή