Με σκεπτικισμό παρακολουθούν οι δυτικές πρωτεύουσες το «φλερτ» της ελληνικής κυβέρνησης με τη Ρωσία. Θεωρούν ότι οι δηλώσεις του πρωθυπουργού, αλλά και των υπουργών Εξωτερικών και Αμυνας, εκπέμπουν θολά και ενίοτε αντικρουόμενα μηνύματα σε ό,τι αφορά τις προθέσεις της Αθήνας στο γεωπολιτικό πεδίο, και προσπαθούν να κατανοήσουν την τελική στόχευση του Αλέξη Τσίπρα.
Υπό αυτό το πρίσμα, η δημόσια τοποθέτηση του Ελληνα πρωθυπουργού πριν από λίγες ημέρες, ότι «εμείς δεν συμφωνούμε με τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας», κάθε άλλο παρά καθησυχαστική ήταν. Κοινοτικές πηγές έσπευσαν να σημειώσουν ότι «η Ρωσία δεν αποτελεί εναλλακτική για την Ελλάδα, η θέση της οποίας είναι εντός της Ε.Ε. και της ευρωζώνης».
Ο γαλλογερμανικός άξονας διεμήνυσε στο ανώτατο επίπεδο, διακριτικά αλλά με σαφήνεια, την ανάγκη συστράτευσης της Ελλάδας στους κόλπους της Ενωσης. Ερωτηθέντες για την επικείμενη επίσκεψη του κ. Τσίπρα στη Μόσχα, η Αγκελα Μέρκελ και ο Φρανσουά Ολάντ απάντησαν ότι και οι δυο έχουν επανειλημμένα μεταβεί στη Μόσχα «και εξακολουθούμε να είμαστε μέλη της Ε.Ε. και παραμένουμε ενωμένοι», υπογραμμίζοντας με νόημα την πεποίθησή τους ότι «το μέλλον της Ελλάδας είναι στην Ευρώπη».
Η ανάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από ένα «ριζοσπαστικό αριστερό» κόμμα, που αυτή την περίοδο βρίσκεται σε τεταμένη σχέση με την Ε.Ε. και έχει ως διακηρυγμένη θέση την έξοδο από το ΝΑΤΟ, γεννά επιφυλάξεις. «Ο κ. Τσίπρας έχει εκφράσει, κατά το παρελθόν, την αντίθεσή του στο ΝΑΤΟ» και η μέχρι τώρα στάση του «δείχνει ότι προτίθεται να προσεγγίσει διαφορετικά τη Μόσχα» εκτίμησε, μιλώντας στην «Κ», ο πρόεδρος του Eurasia Group, Ιαν Μπρέμερ, συμπληρώνοντας ότι, από την πλευρά της, «η Ρωσία θα ήταν ενθουσιασμένη να αξιοποιήσει τον κ. Τσίπρα, για να προβάλει μια διαίρεση των Ευρωπαίων σχετικά με τις κυρώσεις». Σε ανάλογο πνεύμα, ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ, Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, ανέφερε ότι «στους περισσότερους γάμους, το φλερτ με κάποιον εκτός γάμου δεν εκλαμβάνεται θετικά από τα θιγόμενα μέλη…».
Από συζητήσεις με διπλωμάτες σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών στην Αθήνα, προκύπτει μια αίσθηση αβεβαιότητας γύρω από την ελληνική πολιτική έναντι της Ρωσίας. Δεν έχουν καταλήξει σε σαφή συμπεράσματα για το εάν η Αθήνα επιχειρεί να «φοβίσει» τους εταίρους και συμμάχους με απώτερο στόχο την εξασφάλιση της χρηματοδότησης που αποζητεί από εταίρους και θεσμούς ή αν πρόκειται για στρατηγική επιλογή προς μια «πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική, που θα διαφοροποιείται ή ακόμη και θα εναντιώνεται στη Δύση.
«Ολοι έχουμε οικονομικά συμφέροντα και είναι δύσκολο να υιοθετούμε κυρώσεις, αλλά είναι σαφές ότι ο Πούτιν δεν θα ερχόταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στο Μινσκ, αν δεν είχαν επιβληθεί κυρώσεις» τόνισε στην «Κ» ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα, Τζον Κίτμερ, και πρόσθεσε: «Θέλουμε να παραμείνει η Ελλάδα ενεργό και αφοσιωμένο μέλος του ΝΑΤΟ. Είναι ισότιμο μέλος της διαδικασίας λήψης αποφάσεων εντός της Ε.Ε. και θέλουμε να βλέπει τον εαυτό της ως τέτοιο. Δεν μας αρέσει να βλέπουμε μέλη της Ενωσης να προβαίνουν σε δικές τους κινήσεις. Η Ε.Ε. πρέπει να μείνει ενωμένη και να προωθεί ενιαία πολιτική».
Οι Δυτικοί αναρωτιούνται αν η στόχευση του κ. Τσίπρα περιορίζεται στη δυνατότητα πώλησης ελληνικών αγροτικών προϊόντων στη ρωσική αγορά ή και στη μείωση των τιμών που χρεώνει η Μόσχα για το φυσικό αέριο που προμηθεύει στην Ελλάδα ή αν, αντιθέτως, προσβλέπει σε μια στρατηγικού χαρακτήρα εμβάθυνση της ενεργειακής συνεργασίας με τη Μόσχα, έχοντας ως κύριο άξονα τον αγωγό Turkish Stream.
Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες έχουν καταστήσει σαφή την επιθυμία τους να περιορίσουν την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Από την πλευρά του, το Βερολίνο εναντιώνεται και λόγω των δικών του συμφερόντων, καθώς από τον υφιστάμενο υποθαλάσσιο αγωγό Nord Stream, στη Βαλτική Θάλασσα, ήδη μεταφέρονται προς τη Γερμανία και τις ευρωπαϊκές αγορές 30 δισ. κυβικά μέτρα ρωσικού αερίου, ποσότητα που θα μπορούσε να αυξηθεί…