Αποψη: Τα «κόκκινα» δάνεια δεν είναι πρόβλημα μόνο των τραπεζών

Αποψη: Τα «κόκκινα» δάνεια δεν είναι πρόβλημα μόνο των τραπεζών

5' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα υπόλοιπα των δανείων σε καθυστέρηση των ελληνικών τραπεζών υπολογίζονται σήμερα σε πάνω από 80 δισ. ευρώ, το δε ποσοστό τους στο σύνολο των δανείων είναι πάνω από 30%. Η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού έχει αναγνωριστεί ως πρώτη προτεραιότητα από την ΕΚΤ, την Τράπεζα της Ελλάδος και τις διοικήσεις των τραπεζών.

Το πρόβλημα των δανείων σε καθυστέρηση, έχει υποστεί στη χώρα μας μια επικοινωνιακή αλλοίωση με βάση την οποία επιχειρείται να παρουσιαστεί ως πρόβλημα που αφορά κατ’ εξοχήν τις τράπεζες και λιγότερο τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Η άποψη αυτή είναι λανθασμένη.

Για τις τράπεζες προφανώς είναι μεγάλο το πρόβλημα. Τα δάνεια σε καθυστέρηση δημιουργούν σημαντικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, στερούν τις τράπεζες από επιτοκιακά έσοδα και επομένως επηρεάζουν αρνητικά τα αποτελέσματά τους και απορροφούν ρευστότητα που θα μπορούσε να διοχετευτεί στην πιστωτική επέκταση μέσω νέων δανείων σε επιχειρήσεις και ιδιώτες. Με απλά λόγια, εμποδίζουν τις τράπεζες να παίξουν τον βασικό ρόλο για τον οποίο υπάρχουν, δηλαδή να χρηματοδοτήσουν την οικονομία και να συνεισφέρουν στην ανάπτυξή της και μέσω αυτής στην απασχόληση, στα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα κ.ο.κ.

Σε μια σύγχρονη οικονομία, το τραπεζικό σύστημα έχει ως αποδέκτες των υπηρεσιών του τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Χωρίς την υγιή λειτουργία των τραπεζών δεν υπάρχουν πιστώσεις στην οικονομία, δεν μπορεί να στηριχθεί η ανάπτυξη. Επειδή, επομένως, ο σημερινός όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι τροχοπέδη για την κανονική τραπεζική λειτουργία, οι βασικοί πληττόμενοι είναι οι επιχειρήσεις και οι πολίτες.

Αυτό απλά σημαίνει ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των δανείων σε καθυστέρηση, είναι προς το συμφέρον όλων και όχι μόνο των τραπεζών, όπως μερικοί θέλουν να πιστεύουν.

Τα μοντέλα, οι τεχνικές και οι διαδικασίες αντιμετώπισης του προβλήματος χρειάζεται να προσαρμοστούν στο τεράστιο σήμερα μέγεθός του. Οι τράπεζες, σωστά, έχουν οργανώσει πολυπληθείς εσωτερικές διευθύνσεις για τον σκοπό αυτό, ενώ έχουν υπάρξει και θεσμικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες στην ίδια κατεύθυνση. Δυστυχώς, όμως, το πρόβλημα παραμένει στο ίδιο περίπου μέγεθος, τους τελευταίους μάλιστα μήνες αυξάνεται, γεγονός που σημαίνει ότι η αποτελεσματικότητα των λύσεων είναι ακόμα ζητούμενη.

Ενα εξαιρετικά πολύπλοκο πλέγμα από πολυνομία, γραφειοκρατία, διαδικασίες των ίδιων των τραπεζών και αδυναμιών της δικαιοσύνης, περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από την πολιτικοποίηση του θέματος, με αποτέλεσμα τη συνεχή μετατόπισή του στο μέλλον. Η τακτική αυτή μπορεί μόνο να επιδεινώνει το πρόβλημα και όχι να το λύνει. Ο φαύλος αυτός κύκλος κινδυνεύει να αποκτήσει, αν όχι μόνιμο, τουλάχιστον εξαιρετικά μακρού χρόνου χαρακτήρα. Σ’ αυτή την «αναμονή» λογικά οι τράπεζες έρχονται με ισχυρότερες άμυνες και βασικά με τον έλεγχο της ροής πιστώσεων ώστε να προστατέψουν τα κεφάλαιά τους. Αρα η τακτική «η μπάλα στην εξέδρα» μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα στρέφεται εναντίον αυτών που βραχυπρόθεσμα υποτίθεται ότι προστατεύει, δηλαδή των πολιτών και των επιχειρήσεων.

Υπάρχουν τρία κεντρικά κλειδιά για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των λύσεων για την αντιμετώπιση του προβλήματος:

Το πρώτο είναι η γνώση: Οι οριζόντιες λύσεις, είτε αυτές προέρχονται από νόμους είτε από εσωτερικές διαδικασίες των τραπεζών, έχει αποδειχθεί ότι δεν δουλεύουν. Βασική προϋπόθεση αποτελεί η βαθιά και ενδελεχής ανάλυση των χαρτοφυλακίων δανείων σε καθυστέρηση ως αποτέλεσμα της εξειδικευμένης επεξεργασίας τόνων δεδομένων που υπάρχουν, σε μια προσπάθεια τα συνολικά χαρτοφυλάκια να κατατμηθούν σε δεκάδες ή/και εκατοντάδες μικρά τμήματα για τα οποία υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά και κυρίως ενιαίοι τρόποι χειρισμού. Οσο η άσκηση αυτή μετακινείται από δάνεια ιδιωτών σε δάνεια επιχειρήσεων, τόσο αυτή η τμηματοποίηση πρέπει να μικραίνει συνεχώς το μέγεθος των τμημάτων, φτάνοντας ακόμα σε αντιμετώπιση υποθέσεων μία προς μία. Αυτό δε που έχει μεγάλη σημασία, είναι ότι αυτή η γνώση και η προσαρμογή των τεχνικών πρέπει συνεχώς να ανανεώνεται δυναμικά με βάση την προσθήκη νέας πληροφορίας και να προσαρμόζει τις προσφερόμενες λύσεις. Με τον τρόπο αυτό προσεγγίζεται η επιθυμητή στρατηγική της «λύσης κοστούμι (tailored made)» που με βάση και τη διεθνή ανάλογη πρακτική μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητα των λύσεων.

Το δεύτερο κλειδί είναι η αμοιβαία καλή διάθεση συνεργασίας. Πολύ σωστά ο σχετικός κώδικας από την ΤτΕ προβλέπει την έννοια του «συνεργάσιμου» πελάτη της Τράπεζας. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση ο πελάτης της Τράπεζας (επιχείρηση ή ιδιώτης) να προσκομίσει στοιχεία που τον αφορούν ώστε η Τράπεζα να τα συνθέσει με τα δικά της στοιχεία και να προσαρμόσει τη λύση που θα προτείνει. Εδώ υπάρχει μια παρεξήγηση που πρέπει να λυθεί. Είναι η Τράπεζα αυτή που έχει πρώτη κάθε συμφέρον να προτείνει και να εφαρμόσει μια λύση που θα μπορεί να είναι εξυπηρετήσιμη από τις πραγματικές δυνατότητες του πελάτη της. Γιατί διαφορετικά, αν δηλαδή δεν έχει καθαρή εικόνα για τις δυνατότητές του, θα προτείνει λύση με μικρή πιθανότητα επιτυχούς ρύθμισης που δεν θα αντέξει στον χρόνο και θα την αναγκάσει να αυξήσει προβλέψεις και να αναζητεί νέα κεφάλαια. Από την άλλη μεριά, η αποδοχή και η εξυπηρέτηση μιας βιώσιμης λύσης για τον πελάτη από τον ίδιο, θα μειώσει τους κινδύνους που έχει από τη διατήρηση της εκκρεμότητας και σταδιακά θα επαναφέρει την πιστωτική του σχέση ώστε να μπορεί να έχει πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, χωρίς την οποία οι δυνατότητές του θα παραμένουν πολύ περιορισμένες.

Το τρίτο κλειδί είναι η αυστηρή τήρηση των νόμων και των συμβάσεων μεταξύ τράπεζας και πελάτη. Κανείς δεν ξέρει σήμερα πόσο μεγάλο είναι το ύψος και το ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση που οφείλονται όχι σε πραγματική αδυναμία εξυπηρέτησής τους αλλά σε επιλογή στάσης ως αποτέλεσμα συνεχούς αλλαγής των νόμων. Οι εκτιμήσεις είναι ότι οι περιπτώσεις αυτές δεν είναι λίγες και ότι είναι σε επίπεδο που αποτελούν σημαντικό μέρος του συνολικού προβλήματος. Αυτό είναι απαράδεκτο από κάθε άποψη, γιατί απλά όσοι έχουν τη δυνατότητα και δεν ανταποκρίνονται ενώ ταυτόχρονα προστατεύονται, λειτουργούν τελικά σε βάρος όσων πραγματικά έχουν αδυναμίες και αντικειμενικές δυσκολίες. Ταυτόχρονα δεσμεύουν πολύτιμη ρευστότητα από το σύστημα και ναρκοθετούν την ανάπτυξη μέσω της πιστωτικής συρρίκνωσης στην οποία υποχρεώνουν τις τράπεζες.

Υπάρχει μεγάλη ανάγκη επανακαθορισμού της έννοιας «υποχρέωση» στη χώρα μας. Η εξυπηρέτηση του δανεισμού, είτε από την πρωτότυπη σύμβαση είτε με αλλαγές που αυτή έχει υποστεί με ενδιάμεσες ρυθμίσεις, συνιστά υποχρέωση και όχι δικαίωμα. Και η μη τήρηση της υποχρέωσης, ειδικά όταν έχουν γίνει προσπάθειες για την προσαρμογή της σε πραγματικές δυνατότητες, πρέπει να επισύρει συνέπειες. Διαφορετικά υπάρχει μεγέθυνση του ηθικού κινδύνου και στρεβλώνονται οι συναλλακτικοί κανόνες σε τέτοιο βαθμό που εκτείνεται η περιοχή της μόλυνσης δυσκολεύοντας έτσι τη θεραπεία.

Το πιο βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η εξαιρετική πίεση ρευστότητας. Χωρίς τη μετάβαση από αρνητικούς σε θετικούς ρυθμούς ρευστότητας, η πραγματική οικονομία δεν θα μπορέσει να χρηματοδοτηθεί, η ανάπτυξη δεν θα έρθει, η ανεργία δεν θα αναχαιτιστεί. Οτιδήποτε συμβάλλει στη δημιουργία προϋποθέσεων αύξησης της ρευστότητας, πρέπει να αντιμετωπιστεί ως στρατηγική προτεραιότητα. Και η αποκλιμάκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε ρυθμούς που η οικονομία μπορεί να απορροφήσει, παίζει μεγάλο ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση.

*Σύμβουλος επιχειρήσεων

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή