Το αισιόδοξο κακό σενάριο

6' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ολοι πλέον ρωτούν. Και τώρα τι; Αποφεύγοντας τη συζήτηση για το καταστροφικό σενάριο (σε αυτό μονοπωλούν οι παλιοί πολιτικοί), δυστυχώς ακόμα και το αισιόδοξο σενάριο με ομαλή εξέλιξη των γεγονότων, χωρίς Grexit ή Graccident, είναι αρνητικό. Υπάρχουν δύο αμείλικτες παραδοχές. Πρώτον, είναι απαραίτητο ένα νέο μεγάλο πρόγραμμα χρηματοδοτικής βοήθειας για τα επόμενα 2 – 4 χρόνια. Δεύτερον, καθώς απαιτείται χρόνος και προετοιμασία για το νέο πρόγραμμα, η χώρα μας χρειάζεται άμεση βραχυπρόθεσμη στήριξη, ώστε να αντιμετωπιστεί (σε κάποιο βαθμό) η ασφυξία που έχει προκληθεί από την ύφεση, την αβεβαιότητα και τους περιορισμούς στις αναλήψεις και στην κίνηση κεφαλαίων.

Το Νέο Πρόγραμμα: Αρχικά για να μην κατηγορηθώ ότι προτείνω νέο μνημόνιο, την αναγκαιότητα νέου προγράμματος έχει αναγνωρίσει η ελληνική κυβέρνηση ήδη από την ενδιάμεση συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου. Η νέα χρηματοδότηση (και επακόλουθη συμφωνία) είναι αναγκαία, καθώς το ελληνικό κράτος έχει μία πληθώρα ληξιπρόθεσμων οφειλών και υποχρεώσεων. Πιο συγκεκριμένα:

• Αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων (για δάνεια και ομόλογα που λήγουν), που αν και για την περίοδο 2016 – 2028 είναι σχετικά λίγα (συγκριτικά με το μέγεθος της οικονομίας χαμηλότερα από την Ιταλία και την Ισπανία) στην παρούσα συγκυρία φαντάζουν δυσθεώρητα (περίπου 6 – 10 δισ. ευρώ τον χρόνο).

• Χρηματοδότηση των νέων ελλειμμάτων. Δυστυχώς έπειτα από μία τιτάνια προσπάθεια προσαρμογής τα τελευταία πέντε χρόνια (και τον σχεδόν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό του 2014), η χώρα έχει επιστρέψει στα ελλείμματα, καθώς τα δημόσια έσοδα έχουν καταρρεύσει, η οικονομική δραστηριότητα έχει συρρικνωθεί (ήδη πριν από το κλείσιμο των τραπεζών) και η αβεβαιότητα της «δημιουργικής ασάφειας» έχει ναρκοθετήσει την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις. Οι εκτιμήσεις για το μέγεθος του πρωτογενούς ελλείμματος (έσοδα μείον έξοδα χωρίς την αποπληρωμή τόκων) ήταν της τάξης του 2% – 3% του ΑΕΠ (3 – 6 δισ. ευρώ), πριν από την επιβολή των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίου. Καθώς οι επιπτώσεις από το κλείσιμο των τραπεζών είναι μεγάλες, το έλλειμμα, χωρίς νέα μέτρα, θα μεγεθυνθεί.

• Αποπληρωμή προμηθευτών του Δημοσίου που έχουν γιγαντωθεί τους τελευταίους μήνες και έχουν συμβάλει καθοριστικά στην ασφυξία της αγοράς. Δυστυχώς δεν έχουμε ακριβή στοιχεία, αλλά οι εφημερίδες αναφέρουν ποσά της τάξης των 2 – 5 δισ. ευρώ.

• Δυστυχώς η ραγδαία αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της ύφεσης και του κλεισίματος των τραπεζών, η απόσυρση των καταθέσεων και η καταρράκωση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα έχουν αποδυναμώσει τις τράπεζες. Ακόμα και αν οι εξελίξεις είναι σχετικά ομαλές, οι τράπεζες θα χρειαστούν επιπλέον κεφάλαια μέσω ενός ακόμα γύρου ανακεφαλαίωσης.

Πρόχειροι υπολογισμοί –πριν από τους περιορισμούς στις τράπεζες– για το ύψος της νέας χρηματοδότησης ήταν κοντά στα 40 δισ. ευρώ. Αυτοί οι υπολογισμοί δεν λάμβαναν υπόψη την κεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος (που είναι απαραίτητη για την εγγύηση των καταθέσεων από το ευρω-σύστημα) και την αποπληρωμή των προμηθευτών του Δημοσίου (κατασκευαστικές εταιρείες, φάρμακα, εταιρείες πληροφορικής). Και εδώ πρέπει να προσθέσουμε τα άγνωστα προς το παρόν κόστη του κλεισίματος των τραπεζών και της ραγδαίας επιδείνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και ιδιαιτέρως του τουρισμού. Και δυστυχώς ο λογαριασμός μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Επιπλέον, καθώς η ελληνική κυβέρνηση δεν επιτρέπει στην τρόικα την αποτύπωση της κατάστασης, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί το ύψος του νέου πακέτου στήριξης (αν φυσικά αυτό υπάρχει στο τραπέζι ακόμα). Αυτό φαντάζει σήμερα στα 70-80 δισ. ευρώ.

Το νέο πρόγραμμα απαιτεί την ακριβή αποτύπωση της κατάστασης (άρα και την έλευση των τεχνοκρατών της τρόικας για τη μέτρηση των ελλειμμάτων), καθώς και μία πρόβλεψη για την πορεία της οικονομίας και των μακροοικονομικών μεγεθών τα επόμενα χρόνια. Η πρόσφατη εμπειρία έχει δείξει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολη η πρόβλεψη, καθώς υπάρχει τεράστια αβεβαιότητα και χρηματοπιστωτική ασφυξία.

Φυσικά η νέα χρηματοδότηση (δανειακή σύμβαση) θα συνοδεύεται από μία σειρά δεσμεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης που θα (πρέπει) να έχει την ομαλοποίηση και αναδόμηση της οικονομικής δραστηριότητας και την επαναφορά της οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά. Αν και το νέο πρόγραμμα πρέπει να εστιάζει στις δομικές δυσλειτουργίες της ελληνικής οικονομίας (αναποτελεσματικό κομματικοποιημένο κράτος, ολιγοπωλιακές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, ανεπαρκές και άδικο σύστημα δικαιοσύνης, δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες, απαρχαιωμένο και διαρκώς μεταβαλλόμενο φορολογικό σύστημα, καταπολέμηση διαφθοράς, φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου), αναγκαστικά θα περιλαμβάνει δημοσιονομικά μέτρα. Η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να είναι ιδεατά στοχευόμενη και να μη βασίζεται ολικά στην αύξηση της φορολογίας και στην τιμωρία των (λίγων πλέον) υγιών επιχειρήσεων που στηρίζουν την απασχόληση και τα φορολογικά έσοδα. Και το νέο πρόγραμμα θα περιλαμβάνει σίγουρα σημαντικές παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό, με εφαρμογή ρήτρας μηδενικού ελλείμματος στα επικουρικά ταμεία, ραγδαίο περιορισμό των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, και σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας.

Το νέο πρόγραμμα θα περιλαμβάνει μία αναδιάρθρωση του χρέους, καθώς οι τόκοι αυξάνονται σημαντικά μετά το 2021. Η αναδιάρθρωση θα γίνει με όρους καθαρής τρέχουσας αξίας, με μείωση δηλαδή επιτοκίων και περαιτέρω μετακύλιση των πληρωμών στο μέλλον και όχι με ονομαστική μείωση (κούρεμα) του χρέους.

Η νέα σύμβαση πρέπει να επικυρωθεί από όλα τα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια (έπειτα από πρόταση των κυβερνήσεων), κάτι που μοιάζει ιδιαιτέρως δύσκολο, ύστερα από δύο πακέτα στήριξης, δύο μερικώς αναποτελεσματικά προγράμματα προσαρμογής, ρηχές και ασθενείς μεταρρυθμίσεις, παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης, και μία ηλίθια πολεμική ρητορική τους τελευταίους μήνες.

Ενα νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα στήριξης δεν μπορεί να γίνει στο πόδι και να αποφασιστεί σε δύο ημέρες. Μόνο η συλλογή στοιχείων απαιτεί χρόνο, όπως και οι απαραίτητες προβλέψεις. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε και τον χρόνο για τις πολιτικές διαβουλεύσεις τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, καθώς σε πολλές χώρες υπάρχουν πολυκομματικές κυβερνήσεις, συνασπισμοί και Κοινοβούλια, που νοιάζονται για τους δικούς τους φορολογούμενους πολίτες που έχουν χρηματοδοτήσει γενναία τον ελληνικό λαό και που θα κληθούν (θέλω να ελπίζω) να συνεχίσουν να τον βοηθούν.

Η Βραχυπρόθεσμη Χρηματοδότηση: Αύριο λοιπόν τι; Αν και υπάρχουν πολλά κρίσιμα τεχνικά και νομικά ζητήματα (σημ. στις ευρωπαϊκές χώρες οι νόμοι τηρούνται…), η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει μία ενδιάμεση συμφωνία, πιθανόν για 2-3 μήνες, που θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να συνεχίσει την παροχή κάποιας –έστω υποτυπώδους– ρευστότητας, ώστε οι πολίτες να μπορούν να κάνουν κάποιες μικρές αναλήψεις από τα ΑΤΜ, ο τουρισμός να μην καταρρεύσει και να διατηρηθεί η κοινωνική τάξη. Πιθανόν ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης (ESM) να καλύψει τις πληρωμές των ομολόγων που λήγουν στις 20 Ιουλίου και κατέχει η ΕΚΤ και πιθανόν και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στο ΔΝΤ (κάτι το απαραίτητο, καθώς σύμφωνα με το ισχύον πρόγραμμα με το ΔΝΤ, που είναι ακόμα ενεργό, η ελληνική κυβέρνηση είναι προγραμματισμένο να λάβει χρήματα το φθινόπωρο). Δυστυχώς αυτή η χρηματοδότηση θα είναι μόνο για τις εξωτερικές πληρωμές της χώρας (στην ΕΚΤ και στο ΔΝΤ) και δεν θα περιλαμβάνει την κάλυψη των υποχρεώσεων στο εσωτερικό (για πληρωμή προμηθευτών). Επιπλέον και η πληρωμή συντάξεων και μισθών καθίσταται δύσκολη (αν και όχι αδύνατη), καθώς υπάρχει ραγδαία υστέρηση στα έσοδα και η χρηματοδότηση δεν θα περιλαμβάνει το έλλειμμα του προϋπολογισμού για τους τρέχοντες μήνες. Καθώς η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι τεράστια, η Ε.Ε. θα απαιτήσει ακόμα και για μία τέτοια βραχυπρόθεσμη ενδιάμεση συμφωνία, μέτρα (δημοσιονομικής φύσης και στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων καθώς και στο ασφαλιστικό). Και είναι πολύ δύσκολο κατά τη διάρκεια αυτής της ενδιάμεσης συμφωνίας να ανοίξουν οι τράπεζες και να αποσυρθούν οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων. Τα μέτρα που θα κληθεί να λάβει η χώρα μας φοβάμαι ότι θα είναι δυσβάστακτα (και άδικα), καθώς πολλές χώρες θα το απαιτήσουν, ώστε να δείξει η κυβέρνηση ότι τηρεί τα συμφωνηθέντα (και να επιτρέψει την αναδιάρθρωση του χρέους στο νέο πρόγραμμα).

Επίλογος: Δυστυχώς το καλό σενάριο βασίζεται σε πολλούς αστάθμητους παράγοντες. Απαιτεί μεγάλα και διαρκώς διογκούμενα δημοσιονομικά μέτρα και δυστυχώς είναι πολύ δύσκολο (μάλλον αδύνατο) να αποσυρθούν οι περιορισμοί στις τράπεζες μέχρι τη σύναψη μιας οριστικής μεσοπρόθεσμης συμφωνίας με τους εταίρους (αν φυσικά αυτοί είναι διατεθειμένοι να προχωρήσουν μπροστά με την Ελλάδα στην Ευρωζώνη). Για τους περισσότερους συναδέλφους μου αυτό το σενάριο φαίνεται ουτοπικά καλό. Για πολλούς συμπατριώτες μου, το σενάριο αυτό δεν υφίσταται καν, καθώς η Ε.Ε. –τρομαγμένη από το δημοψήφισμα– θα προσφέρει κάτι πολύ περισσότερο. Μπορεί, αν και δεν το πιστεύω. Οι φίλοι, συγγενείς και συμπατριώτες μου μπορούν εύκολα να με αγνοήσουν, καθώς οι οικονομολόγοι δεν είναι πολύ καλοί στις προβλέψεις…

* Ο κ. Ηλίας Παπαϊωάννου είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο London Business School και ερευνητικός εταίρος στο NBER και το CEPR.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή