ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ – ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ Ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ εκτιμά ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο για συμφωνία, ωστόσο αυτό είναι πολύ μικρό και ο χρόνος πιέζει. Σκιαγραφώντας πως μπορεί να μοιάζει αυτή, ο κ. Μπλανσάρ γράφει στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ ότι μία συμφωνία θα πρέπει να βασίζεται «σε όσα συζητούνταν πριν από το δημοψήφισμα, προσαρμοσμένα ώστε να συνυπολογίσουν ότι η χώρα ζητά πλέον τριετές πρόγραμμα». Παράλληλα, τονίζει ότι «πρέπει να είναι πιο σαφής η αναγνώριση της ανάγκης για περισσότερη χρηματοδότηση και ελάφρυνση του χρέους».
Μάλιστα, προειδοποιεί ότι οι τελευταίες εξελίξεις καθιστούν ακόμη πιο προβληματική τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους σε σχέση με τη μελέτη που έδωσε στη δημοσιότητα πριν από μία εβδομάδα το Ταμείο, και την οποία θεωρούσαν πολύ απαισιόδοξη η Ευρωπαίοι. Οπως γράφει, «θα χρειασθεί πιθανώς ακόμη μεγαλύτερη χρηματοδότηση για τη στήριξη των τραπεζών, και ακόμη περισσότερη ελάφρυνση του χρέους από αυτή που προβλέπεται στην ανάλυσή μας».
Ο κ. Μπαλσάρ κρατά ουδέτερη θέση απέναντι στην τελική απόφαση που θα πάρει η Ευρωζώνη, καθώς εκτιμά ότι αυτή είναι πολιτική. Όπως θέτει το ζήτημα, «χαμηλότερες μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομικοί στόχοι σημαίνουν υψηλότερο κόστος για τους πιστωτές». Σημειώνει, πάντως, ότι η θέση του ΔΝΤ είναι ότι χρειάζεται μία ισόρροπη προσέγγιση: «κάποια προσαρμογή, κάποια χρηματοδότηση και κάποια αναδιάρθρωση του χρέους».
Όπως γράφει, το ΔΝΤ δεσμεύεται να βοηθήσει την χώρα, αλλά δεν μπορεί να της δώσει χρηματοδότηση μέχρι να εξοφληθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές της προς το Ταμείο, παρά μόνο τεχνική βοήθεια. Σημειώνει δε ότι μία έξοδος από το Ευρώ θα έχει εξαιρετικό κόστος για την Ελλάδα και τους πιστωτές της. Συγκεκριμένα, «η εισαγωγή ενός νέου νομίσματος και η μετατροπή των συμβολαίων σε αυτό θέτει εξαιρετικά πολύπλοκα νομικά και θετικά θέματα». Επιπλέον, «πιθανώς θα συνοδευθεί με μεγάλη πτώση της παραγωγής, ενώ θα χρειασθεί πολύς καιρός για να δει η ελληνική οικονομία τα οφέλη της υποτίμησης».
Ο κ. Μπλανσάρ επιχειρεί επίσης μία απάντηση στην κριτική που δέχονται οι πιστωτές για την αποτυχία του ελληνικού προγράμματος, αποποιούμενος, ως επί το πλείστων, τις ευθύνες του Ταμείου.