Αποψη – Ελληνική κρίση: το γεωπολιτικό πρίσμα

Αποψη – Ελληνική κρίση: το γεωπολιτικό πρίσμα

4' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η εξαντλητική υπογράμμιση του πραγματικού κινδύνου στον οποίο βρέθηκε η Ελλάς κατά τους τελευταίους μήνες, να κηρυχθεί η κατάσταση πιστοποιημένης πτώχευσης και αποβολής από την Ευρωζώνη, με τις εντεύθεν τραγικές συνέπειες για τον πληθυσμό της, πιστεύω ότι επιβάλλουν μια συνολικότερη και διεισδυτικότερη προσέγγιση των σχετικών αιτίων, πτυχών και παραμέτρων της.

Και οι μεν άμεσοι κίνδυνοι απετράπησαν την τελευταία στιγμή χάρις σε μια δραματική στροφή πολιτικής του πρωθυπουργού και του στενού επιτελείου του, με βαρύ όμως κόστος, τόσο σε επίπεδο επιτευχθείσης συμφωνίας με τους δανειστές, όσο και σε επίπεδο προοπτικών εφαρμογής των όρων της διάσωσης (δημοσιονομικών και διαρθρωτικών) από το πολιτικό σύστημα της χώρας.

Είναι χαρακτηριστικό και ιδιαίτερα ανησυχητικό ότι το σύνολο του πολιτικού συστήματος της χώρας επιδίδεται από την επαύριο της συμφωνίας και την ψήφισή της από τη Βουλή (όπου διαπιστώθηκαν ανοικτά ρήγματα στην κυβερνητική πλειοψηφία), σε φραστικές ασκήσεις αποστασιοποίησης και εξαγνισμού του από τις ευθύνες συνάψεως και εφαρμογής της. Η μεν κυβέρνηση χαρακτηρίζοντάς την ως περίπου εκβιαστικό μονόδρομο, στον οποίο υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει μια κυβέρνηση της αριστεράς, η δε αντιπολίτευση (αξιωματική και λοιπή φιλοευρωπαϊκή), ως αποκλειστική ευθύνη και ιδιοκτησία (ownership) της σημερινής συγκυβέρνησης, χωρίς δηλαδή καμία ευθύνη της ιδίας (αντιπολίτευσης) παρόλο που την υπερψήφισε.

Τα προαναφερθέντα δεν απέχουν δυστυχώς πολύ από θέατρο του παραλόγου, τούτο είναι όμως ευεξήγητο και κατανοητό στην ιστορική πορεία ενός πολιτικού συστήματος, όπως το ελληνικό, το οποίο χαρακτηριζόταν πάντοτε από έλλειψη προοπτικού σχεδιασμού, μικροπολιτικές προσεγγίσεις, αποφυγή πολιτικού ρίσκου και κόστους, μετάθεση ευθυνών σε ώμους τρίτων (εγχωρίων και ιδίως ξένων) κ.λπ.

Ομως το ζήτημα της εφαρμογής της συμφωνίας των Βρυξελλών δεν έχει μόνο δημοσιονομικές και διαρθρωτικές παραμέτρους. Εχει και προφανείς πολιτικές και γεωπολιτικές παραμέτρους. Ας αποπειραθούμε να διατυπώσουμε ορισμένες σκέψεις και διευκρινίσεις ανατρέχοντας, κατά το δυνατόν, και σε ιστορικά προηγούμενα που αφορούν στη χώρα μας.

Κατ’ αρχάς ας σημειωθεί ότι ήδη από το 2012 όταν κατέστη φανερή η έκταση, και οι γενικότερες επιπτώσεις της ελληνικής οικονομικής κρίσεως, επισημάναμε, σε δημόσια αρθρογραφία μας, ότι «γεωπολιτικά όπλα διαθέτουμε και οφείλουμε να τα εκμεταλλευθούμε, όταν πρώτον η εν γένει συμπεριφορά μας (και στο εσωτερικό της χώρας) εμπνεύσει διεθνή εμπιστοσύνη, σοβαρότητα και δέσμευση στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος (εσωτερικού ή διεθνούς), δεύτερον όταν μέσω πολιτικών επιδιώκουμε τη σύμπηξη συμμαχιών, κοινότητα συμφερόντων και ανάληψης πρωτοβουλιών και ενεργειών, και όταν, τέλος και απαραιτήτως, εξηγούμε και πείθουμε τους τρίτους, φίλους και αντιπάλους, ότι έχουν πολλά να κερδίσουν εφόσον αντιμετωπίσουν τη χώρα μας ως ενεργό πόλο εξαγωγής και διαχύσεως ασφαλείας, προβλέψεως και σταθερότητας στον άμεσο περίγυρό της αλλά και πέραν αυτού, δηλαδή στην προβληματική γεωπολιτική της περιφέρεια».

Σήμερα, σε επίρρωση των ισχυρισμών μας, είναι σκόπιμο να αναφερθούν τα εξής: Η Ελλάς στη σύγχρονη ιστορία της και ως αποτέλεσμα καταστροφικών πολεμικών εμπλοκών, βρέθηκε δύο φορές (1897 και 1922) ενώπιον του φάσματος οικονομικής καταστροφής. Και τις δύο φορές χρησιμοποιήθηκε το γεωπολιτικό όπλο από την εξωτερική πολιτική της χώρας για την αποφυγή μειζόνων συνεπειών. Το 1897 με την εκ μέρους μας αποδοχή μικρών συνοριακών διευθετήσεων στα ελληνοτουρκικά σύνορα και το 1923 με την παραχώρηση στην Τουρκία του τριγώνου του Καραγάτς. Και στις δύο περιπτώσεις απετράπη σχεδόν η καταβολή εκ μέρους μας πολεμικών επανορθώσεων.

Σήμερα βεβαίως οι γεωπολιτικές πραγματικότητες είναι θεμελιωδώς διαφορετικές. Δεν υπάρχουν ούτε πολεμικές συρράξεις, ούτε τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα πολεμικών ή άλλων αποζημιώσεων σε οποιονδήποτε. Οι πραγματικότητες όμως αυτές δεν αναιρούν την αυτονόητη ανάγκη εκμεταλλεύσεως όλων των όπλων και συγκριτικών πλεονεκτημάτων που η χώρα διέθετε και πάντοτε διαθέτει έναντι φίλων, εταίρων και συμμάχων εντός του ευρωπαϊκού, ευρωατλαντικού, μεσογειακού και βαλκανικού χώρου.

Η αξιοποίηση και εκμετάλλευση των γεωπολιτικών μας όπλων και πλεονεκτημάτων έπρεπε να είχε επιχειρηθεί από ενωρίς, δηλαδή από την εποχή του πρώτου μνημονίου.

Δυστυχώς η ανάγκη αυτή αγνοήθηκε σχεδόν πλήρως στο πρώτο μνημόνιο και μερικώς στο δεύτερο. Επιχειρήθηκαν (και δικαίως) οι ηπιότερες προσεγγίσεις στα δημοσιονομικά και οι πλέον αναποτελεσματικές και ενίοτε στρεψόδικες στα διαρθρωτικά. Και όλα αυτά με τα εθνικά μας θέματα ανοικτά σε όλη τους τη γραμμή και με την εκ μέρους μας σχεδόν αποφυγή προσεγγίσεως της ουσίας τους με στόχο τη βαθμιαία αντιμετώπισή τους και όχι την απλή διαχείριση των συνεπειών τους. Την ίδια περίοδο ανεφύησαν νέα ζητήματα ευρύτερης σημασίας και συνεπειών στον περίγυρό μας, γενεσιουργά εντάσεων, αστάθειας και κινδύνων στην ευρύτερη περιφέρεια.

Οι καταστάσεις αυτές άρχισαν να κινούνται κατ’ αντίρροπον φοράν τους τελευταίους μήνες με ενεργότερη εμπλοκή και του υπερατλαντικού παράγοντος ο οποίος, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους, διατηρεί με την Ελλάδα μια ισχυρή γεωπολιτική και γεωστρατηγική σχέση, διότι τα συμφέροντά του στην περιοχή βαίνουν πολύ πέραν των διμερών με την Ελλάδα ή ακόμη και των διμερών με τις άλλες χώρες της Ευρώπης ή της περιοχής.

Η προαναφερθείσα ενεργότερη εμπλοκή απάμβλυνε, ως ένα σημείο, τους καταθλιπτικούς όρους της συναφθείσης συμφωνίας των Βρυξελλών.

Ομως θα πρέπει να ατενίσουμε το μέλλον της εφαρμογής της συμφωνίας, όχι ως πολιτικό και οικονομικό άχθος, αλλά ως πραγματική πρόκληση μέλλοντος για τη χώρα και τον λαό της που το αξίζουν.

Η προοπτική επιτυχίας δεν θα έλθει από μόνη της. Θα έλθει εάν αποφύγουμε λάθη και συμπεριφορές του παρελθόντος και του παρόντος μας και εάν επιτύχουμε τη συνολική προσέγγιση και κατανόηση του προβλήματος που μας ταλανίζει, από πολιτικής και οικονομικής πλευράς, προστρέχοντας προς τούτο και στον μέγιστο δυνατό βαθμό, σε όλα τα διαθέσιμα όπλα, περιλαμβανομένων ασφαλώς και των γεωπολιτικών.

* Ο κ. Γεώργιος Σαββαΐδης είναι πρέσβης ε.τ., πρ. γεν. γραμματεύς ΥΠΕΞ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή