Ο σύγχρονος κόσμος μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: περισσότερη αποτελεσματικότητα, λιγότερη ανθρωπιά. Η τεχνολογία να βρίσκεται στην υπηρεσία της παραγωγικότητας, ενώ οι πράξεις ανθρωπισμού να μην είναι αναγκαίες.
Η Ελλάδα, όμως, με έκανε να σκεφτώ όλα όσα δεν αποκαλύπτουν οι στατιστικές. Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν ταλαιπωρήθηκε τόσο όσο η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ενώ καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν επέδειξε τόση ανθρωπιά στην προσφυγική κρίση όσο η Ελλάδα.
Οσο μεγαλύτερη είναι η ευμάρεια τόσο συρρικνώνεται η γενναιοδωρία. Η προσήλωση στην τεχνολογία ευνοεί τις σχέσεις ανταλλαγής, υποβαθμίζοντας την ανθρώπινη επαφή. Οι κανόνες αυτοί δεν είναι απόλυτοι, αλλά αποτελούν κατευθυντήριες γραμμές.
Περισσότεροι από 200.000 πρόσφυγες, κατά κύριο λόγο από τη Συρία, έφθασαν φέτος σε μία Ελλάδα στα πρόθυρα της κατάρρευσης, με τους μισούς από αυτούς να αποβιβάζονται στη Λέσβο. Οι άνθρωποι βρέθηκαν σε μία χώρα με 25% ανεργία, το εισόδημα των κατοίκων της οποίας συρρικνώθηκε κατά 23% μετά το ξέσπασμα της κρίσης, με ένα προβληματικό τραπεζικό σύστημα και ένα ασταθές πολιτικό σκηνικό. Η Ελλάδα θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως παράδειγμα ενός κράτους ικανού να στραφεί στη βία ενάντια στη μαζική εισροή ξένων. Σε γενικές γραμμές, όμως, οι πρόσφυγες έτυχαν καλής υποδοχής. Παρά τα περιστατικά συγκρούσεων, οι πρόσφυγες δεν συνάντησαν πουθενά τη μισαλλοδοξία, τον μικροπρεπή υπολογισμό, τον παιδαριώδη αρνητισμό και την αμνήμονα μικροπρέπεια με την οποία τους αντιμετώπισαν χώρες στα βόρεια της ηπείρου, όπως η Ουγγαρία.
Περιηγήθηκα στη Λέσβο με τον Μιχάλη Παπαγρηγορίου, που μετέφερε εθελοντικά πρόσφυγες από τον Μόλυβο στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Το λεωφορείο του, που μεταφέρει συνήθως Βορειοευρωπαίους τουρίστες, είχε νοικιαστεί από τη Διεθνή Επιτροπή Διάσωσης (IRC).
Ο Παπαγρηγορίου ήταν ψύχραιμος, παρά τα επίμονα αιτήματα να μεταβεί από το ένα στο άλλο σημείο του νησιού. Σε κάθε στροφή μεταξύ Καλλονής και Μόλυβου εμφανίζονταν ομάδες προσφύγων: παιδιά, ηλικιωμένοι και έγκυες γυναίκες. Σήκωναν τα χέρια μόλις μας έβλεπαν και εκλιπαρούσαν να τους πάρουμε. Παρότι το λεωφορείο ήταν συχνά γεμάτο, ο κ. Παπαγρηγορίου έκανε μια εξαίρεση για να επιβιβάσει μία ακόμη γυναίκα και ένα ακόμα παιδί.
Επιασα κουβέντα στο λεωφορείο με τον Ταλέμπ Χουσεΐν, έναν πρόσφυγα από το Αφγανιστάν. Η χειρότερη εμπειρία του ταξιδιού του ήταν η πεζοπορία από το Ιράν στην Τουρκία, χωρίς τρόφιμα. Εμοιαζε πολύ νέος. Οταν τον ρώτησα πόσο χρονών ήταν, μου απάντησε ότι δεν ήξερε. Στο Αφγανιστάν, μου είπε, δεν υπάρχουν ληξιαρχικές πράξεις γέννησης. «Νομίζω ότι είμαι 17 ή 18. Αναζητώ μία ασφαλή χώρα, δεν με νοιάζει πού, αλλά η Βρετανία είναι η ιδανική επιλογή, καθώς μαθαίνω αγγλικά», μου είπε.
Ο 26χρονος Σύρος οδοντίατρος από τη Δαμασκό, που μας άκουγε να κουβεντιάζουμε, μου είπε ότι είχε παντρευτεί πριν από δύο εβδομάδες. Η γυναίκα του κοιμόταν με το κεφάλι της γερμένο στον ώμο του. «Αυτός είναι ο μήνας του μέλιτός μας», μου είπε.
Αφού έπεσε το σκοτάδι, οι συζητήσεις σταμάτησαν. Μόνο ο Παπαγρηγορίου συνέχισε να μιλά, εξηγώντας μου ότι υπό ορισμένες συνθήκες οι άνθρωποι οφείλουν να βοηθούν ο ένας τον άλλο, χωρίς να δίνουν δεκάρα για τις συνέπειες. Στον δρόμο, ομάδες προσφύγων χρησιμοποιούσαν φακούς για να βλέπουν. Πολλοί είχαν σταματήσει για να κοιμηθούν πλάι στην άσφαλτο.
Στο τέλος της διαδρομής, ο Χουσεΐν και οι άλλοι Αφγανοί αποβιβάστηκαν σε ένα στρατόπεδο περιτριγυρισμένο από συρματόπλεγμα. Το συριακό στρατόπεδο ήταν πιο φιλόξενο, με τις ελληνικές Αρχές να προσφέρουν ταχύτατα άδεια παραμονής έξι μηνών. Οι περισσότεροι πρόσφυγες, όμως, θέλουν να συνεχίσουν προς τη Γερμανία, όπου πιστεύουν ότι θα βρουν δουλειά.
Θα είναι, όμως, τυχεροί αν συναντήσουν άλλους με τον ανθρωπισμό του Παπαγρηγορίου.
Ρώτησα τον Αλέξη Παπαχελά, διευθυντή της εφημερίδας «Η Καθημερινή», τι θα μπορούσε να διδάξει η Ελλάδα στον κόσμο: «Οτι η αξιοπρέπεια και η ανθρωπιά μπορούν να διατηρηθούν κάτω και από τις πιο αντίξοες συνθήκες», μου απάντησε.