Η ζωή που θα ήθελα οι άλλοι να ζουν…

Η ζωή που θα ήθελα οι άλλοι να ζουν…

8' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γιατί ένας άνθρωπος να προτιμά να μεταμορφωθεί σε αστακό, αν δεν τα καταφέρει να βρει ένα σύντροφο μέσα σε 45 ημέρες; Γιατί, δηλαδή, από όλες τις επιλογές που έχει ως «τιμωρία», να καταλήγει να επιθυμεί ένα από τα είδη της οικογένειας των μαλακοστράκων. Ηταν η απορία μου και η πρώτη ερώτηση που έθεσα στον σεναριογράφο του Γιώργου Λάνθιμου, Ευθύμη Φιλίππου, με το «καλημέρα σας». Η απάντηση ήταν αφοπλιστικά άμεση και απλή: «Ενας άνθρωπος θέλει να γίνει αστακός για να ζήσει περισσότερα χρόνια, περίπου 100, γιατί του αρέσει η θάλασσα, είναι γόνιμος μέχρι να πεθάνει και το αίμα του λέγεται ότι είναι… γαλάζιο». «Μήπως το γαλάζιο αίμα δείχνει και αποστασιοποίηση;», επέμεινα, αναζητώντας την αλληγορία πίσω από τη μεταμόρφωση. «Μπορεί, τώρα που το λέτε… Αλλά ας μη “σκάψουμε” περισσότερο, δεν θέλουμε καθόλου να το δούμε αυτό που θα εμφανιστεί μπροστά μας!..» αντέτεινε χαμογελώντας ο κ. Φιλίππου, και δεν δώσαμε συνέχεια στο περιεχόμενο και στις παραμέτρους τού, βραβευμένου στις Κάννες με το Ειδικό Βραβείο της επιτροπής, «Αστακού», που θα προβάλλεται από την ερχόμενη Πέμπτη στις αίθουσες.

Η υπόθεση της ταινίας, με το διεθνές καστ και τις επαινετικές κριτικές από τον ξένο Τύπο («μοχθηρά αστεία», «σκοτεινή, δυστοπική ιστορία», «παράξενη και αναπάντεχη»), καταγράφεται ως εξής: «Στο εγγύς μέλλον και σύμφωνα με τους κανόνες της Πόλης, όσοι χωρίζουν και μένουν μόνοι, συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στο Ξενοδοχείο. Εκεί, είναι υποχρεωμένοι να βρουν ένα σύντροφο μέσα σε 45 ημέρες. Αν αποτύχουν, μεταμορφώνονται σε κάποιο ζώο της επιλογής τους και αφήνονται ελεύθεροι στο Δάσος. Ενας απεγνωσμένος Αντρας δραπετεύει από το Ξενοδοχείο, βρίσκεται στο Δάσος όπου ζουν οι Μοναχικοί, και ερωτεύεται, παρόλο που κάτι τέτοιο είναι ενάντια στους κανόνες τους». Η σεναριακή γραφή φέρει τη σφραγίδα του Ευθύμη Φιλίππου, που έχει συνυπογράψει με τον Γιώργο Λάνθιμο τον «Κυνόδοντα» (2009, υποψήφια για Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας) και τις «Αλπεις» (2010, βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ της Βενετίας). Ο «Αστακός» βραβεύτηκε επίσης για το σενάριό του πριν από την ολοκλήρωσή του, στο Cinemart, του Διεθνούς Φεστιβάλ του Ρότερνταμ.

Στα 38 του χρόνια, ο Ευ. Φιλίππου έχει ήδη μια δεκαετία αναγνώρισης, παραγωγική (με βιβλία –ένα αφορά τον Δημήτρη Μητροπάνο– και θεατρικά έργα), στη διάρκεια της οποίας εκτίθεται στη δημοσιότητα μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο. Προτιμά τον γραπτό λόγο. Ο πρωινός καφές μας στο Παγκράτι περιείχε άφθονη κουβέντα και λίγες σημειώσεις.

– Η ιστορία του, ψυχολογικού και όχι μόνο, τραύματος υπάρχει και στον «Κυνόδοντα» και στις «Aλπεις», στο «L» του Μπάμπη Μακρίδη, στο «Σεβαλιέ» της Αθηνάς Τσαγγάρη, στον «Αστακό». Είναι τραύματα που μας κινητοποιούν ή μας καθηλώνουν;

– Δεν ξέρω στ’ αλήθεια τι συμβαίνει. Αυτό που προσπαθώ να μάθω και με ενδιαφέρει πολύ σε ένα τραύμα είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι άλλοι τον τραυματισμένο. Πόσο πολύ επηρεάζει, δηλαδή, μια ματωμένη γάζα στο χέρι ενός ανθρώπου τον απέναντι συνομιλητή του, αν τον λυπάται, αν τον βοηθάει, αν αηδιάζει, αν τον θεωρεί απρόσεκτο που τραυματίστηκε κ.λπ. Ετσι κάπως προσπαθώ να ξεχωρίζω τους χαρακτήρες· σε αυτούς που έχουν γάζες και σε αυτούς που δεν έχουν. Δεν κάνω ποτέ ένα σχεδιάγραμμα για τους ήρωες ώστε να ξέρω τι ακριβώς σχέση έχει ο πρωταγωνιστής με το παρελθόν του, με τον πατέρα του ή τη μητέρα του ή τον αδελφό του. Αναλαμβάνω τον ήρωα στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή χωρίς να ξέρω τι έχει προηγηθεί. Δεν το σκέφτομαι ποτέ. Εχω μια αίσθηση που έχει να κάνει με εμένα και με το πώς εγώ θα φανταζόμουν ότι θα αντιδρούσα στη συγκεκριμένη κατάσταση. Εχει δηλαδή να κάνει με ένα προσωπικό βίωμα.

– Ολοι οι ήρωες είναι σαν να βρίσκονται στις συνθήκες ενός πειράματος. Δέχονται μια συγκεκριμένη «πίεση και θερμοκρασία», και τους παρακολουθείτε πώς αντιδρούν.

– Ισχύει. Το κομμάτι της παρατήρησης είναι μεγάλη μου ευχαρίστηση. Το κάνω και στην καθημερινή ζωή μου και δεν το λέω για καλό μόνο. Εχει καταστρέψει πολλά ζωτικά κομμάτια μου, γιατί όταν κανείς κυρίως παρατηρεί, συνήθως πράττει λιγότερο. Επειδή ακριβώς αυτό τροφοδοτεί την καθημερινότητά μου, ίσως αποτυπώνεται και στο γραπτό.

– Η ζωή που δεν ζείτε;

– Η ζωή που θα ήθελα οι άλλοι να ζουν. Μ’ αρέσει να ξέρω τι θα μπορούσε να συμβεί στον άνθρωπο που κάθεται απέναντι και έχει αυτό το συγκεκριμένο ντύσιμο, μαλλιά, κίνηση, τι θα του συνέβαινε αν εκείνη τη στιγμή ερχόταν κάποιος και του έριχνε ένα ποτήρι νερό στο πρόσωπο. Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον να φαντάζομαι τι θα συνέβαινε εάν…

– Ο,τι αποκαλούμε σουρεαλισμό μοιάζει όλο και πιο φτωχός μπροστά στην πραγματικότητα.

– Η ζωή είναι τόσο τραγική, και σκληρή, και ζοφερή, και απρόβλεπτη, που τα πάντα μπορούν να συμβούν και τελικά συμβαίνουν. Το να σκοτώνονται αθώοι για κάποιους είναι σουρεαλισμός και για άλλους είναι ρεαλισμός. Οι άνθρωποι είναι ικανοί για τόσο παρανοϊκά πράγματα που κανένας σκηνοθέτης ή σεναριογράφος δεν θα μπορέσει ποτέ να αποτυπώσει το μεγαλείο αυτό, ποτέ με ακρίβεια. Θα δείξει μόνο ένα κομμάτι. Οποιαδήποτε κινηματογραφική ιστορία έχει ένα κομμάτι ρεαλισμού, γιατί αυτό το πράγμα θα μπορούσε να είναι πιθανό. Δεν θα μπορούσα να περιγράψω κάτι φανταστικό. Δεν ξεκινάω ποτέ με αυτήν τη διάθεση. Την ώρα που το γράφω, όμως, μπορεί και να συμβαίνει.

– Συναποφασίσατε με τον κ. Λάνθιμο τον τρόπο που μιλάνε και συμπεριφέρονται οι ήρωες; Ο ρυθμός των λέξεων είναι ο ρυθμός της κίνησης.

– Δεν ήρθε με κάποια συνεννόηση αλλά φυσικά. Είναι ο τρόπος που σκέφτομαι μάλλον. Οι λέξεις και ο ρυθμός για μένα είναι τα μέσα για να περιγράψω κάτι. Οσον αφορά τον Γιώργο, όταν επιλέξει τον ηθοποιό θα τον αφήσει να μιλήσει έτσι όπως μπορεί αυτός. Σπάνια θα παρέμβει στον τρόπο με τον οποίο μπορεί ο άλλος να επικοινωνήσει.

– Πρώτα οι λέξεις;

– Πρώτα οι λέξεις. Οταν ξεκινήσαμε να γράψουμε την πρώτη φορά, δεν είχα ιδέα πώς είναι ένα σενάριο, δεν είχα στο μυαλό μου κάποιον κανόνα για το πώς πρέπει να μιλάνε οι άνθρωποι. Οταν είδα την εικόνα σοκαρίστηκα. Πρώτη φορά έβλεπα λόγο δικό μου να προφέρεται από ανθρώπους. Και εκεί τρόμαξα πάρα πολύ. Δεν ήταν όπως το είχα φανταστεί, μου φαινόταν πάρα πολύ άχαρο. Κι ακόμη τρομάζω!

Μου αρέσουν οι μονάδες, όχι τα «κύματα»

Η ερώτηση είναι πολύπλευρη όσο και η απάντηση. Αφορά την κινηματογραφική δημιουργία εντός και εκτός Ελλάδος, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για το ελληνικό σινεμά, τη σχέση με το κοινό:

«Η επιβράβευση είναι κάτι πολύ μπερδεμένο. Το να σου πει ένας άνθρωπος, που δεν εμπιστεύεσαι και δεν εκτιμάς, πόσο πολύ του αρέσει η δουλειά σου έχει ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα με το να σου πει κάποιος που εκτιμάς ότι δεν του αρέσει. Αυτό αν το προσθέσεις στο ότι μέχρι κάποιος να δει μπροστά του αυτό που έχεις φτιάξει, εσύ έχεις εξαντληθεί, και στο ότι ένα μεγάλο κομμάτι της χαράς της δημιουργίας αρχίζει και τελειώνει όταν είσαι μόνος σου μπροστά σε κάτι που έχεις φτιάξει και δεν σιχαίνεσαι τελείως, τότε μάλλον δεν μένουν και πολλά που θα σε κάνουν να ενθουσιαστείς όταν κάποιος χειροκροτήσει σε ένα φεστιβάλ και σου πει μπράβο.

»Τώρα το κοίταγμα της Ευρώπης προς τους Ελληνες κινηματογραφιστές είναι φυσικά κάτι αισιόδοξο, αλλά δεν πρέπει να αξιολογηθεί παραπάνω από αυτό που στην πραγματικότητα είναι. Είναι πολύ εύκολο να σε πάρει ο ύπνος πάνω στο ρεύμα και στο κύμα, και να ξυπνήσεις καμένος από το ελληνικό φως. Στην Ελλάδα είναι ανεκτίμητο το ότι υπάρχει –ίσως λόγω των τραγικών συνθηκών στον χώρο του κινηματογράφου με τη μηδενική παιδεία, την κρατική αναξιοπιστία κ.λπ.– ακόμη μια γλυκιά ορμή και μια αυθόρμητη φόρα. Το πρόβλημα είναι ότι –σε αντίθεση με έξω– ακόμη εδώ το σινεμά αντιμετωπίζεται σαν αυτό που κάνουν οι “δημιουργικοί άνθρωποι τις Παρασκευές τα βράδια και τα Σαββατοκύριακα σπίτι τους”. Oτι δεν είναι μια κανονική δουλειά δηλαδή, και το πιο τραγικό είναι ότι πια έχουν πειστεί και αρκετοί που ασχολούνται με το σινεμά στην Ελλάδα ότι όντως δεν είναι».

– Eχοντας δουλέψει με διαφορετικούς ανθρώπους (Λάνθιμος, Τσαγγάρη, Μακρίδης) υπάρχει πιστεύετε αυτό που αποκαλούμε «γενιά»;

– Οι ομοιότητες νομίζω εξαντλούνται στο ότι μιλάνε την ελληνική γλώσσα και έχουν μάλλον αντιμετωπίσει κάποιες ίδιες δυσκολίες στο να κάνουν μια ταινία. Από εκεί και πέρα νομίζω ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο να τους ενοποιεί. Ευτυχώς δηλαδή. Aρα καμία γενιά δεν υπάρχει, αλλά μεμονωμένοι περίπου συνομήλικοι που παλεύουν να κάνουν αυτό που θέλουν.

– Eχετε σκεφτεί ότι αυτό που κάνετε έχει ημερομηνία λήξης; Το weird wave, να μην είναι ούτε «αλλόκοτο» ούτε «κύμα»;

– Δεν έχω σκεφτεί ποτέ ότι δουλεύω ή γράφω για ένα κύμα. Το κάνω για μένα και δεν με απασχολεί καθόλου πώς θα εξελιχθεί κι αν ή πού θα ενταχθεί. Μου αρέσουν οι άνθρωποι ως μονάδες και όχι τα σύνολα ή οι ομάδες ή τα «κύματα»…

– Η πόλη, για εσάς; Πώς βιώνετε τη ζωή στην Αθήνα;

– Εκμεταλλεύομαι ένα πολύ μικρό κομμάτι της, σαν να υπάρχει μια κωμόπολη μέσα στην πόλη.

– Επιστρέψατε ποτέ στην Αχαρνών, όπου μεγαλώσατε και πήγατε σχολείο, από τότε που φύγατε;

– Ναι. Υστερα από πάρα πολλά χρόνια. Εφυγα όταν ήμουν 14. Υστερα από 24 χρόνια λοιπόν. Τα θυμόμουν όλα μεγαλύτερα. Τους δρόμους, την απόσταση από το σπίτι στο σχολείο, ενώ ήταν δίπλα, το ίδιο το σχολείο το θυμόμουν μεγαλύτερο. Η διαφορά ανάμεσα στο τότε και στο τώρα ήταν τεράστια.

– Τι σας εξοργίζει;

– Η αγένεια, που συχνά χαρακτηρίζεται ειλικρίνεια. Η τσιγκουνιά που χαρακτηρίζεται σοβαρότητα ή ωριμότητα. Η ημιμάθεια, που από μόνη της είναι κάτι πολύ φυσιολογικό και ανθρώπινο, με εξοργίζει όταν κοστολογείται σαν γνώση σε ανθρώπους που δεν μπορούν να τη διακρίνουν.

«Ολοι είμαστε τα πάντα»

Στη συζήτηση για την Αθήνα, παρεμβάλλεται η ερώτηση αν ήταν επιλογή του να μείνει στην Ελλάδα και όχι να φύγει στο εξωτερικό όπως έκανε ο Γιώργος Λάνθιμος. «Αυτό που ζούσα εδώ μου ήταν πιο ευχάριστο από αυτό που θα ζούσα έξω. Ναι, εδώ, η ζωή μου είναι πιο εύκολη. Ακόμη και στις έκτακτες συνθήκες της Αθήνας. Στην καταστροφή ή στις φωτιές για παράδειγμα. Ξέρω πώς να κινηθώ εδώ ανάμεσα στη φωτιά… Από πού να στρίψω, πώς να την αποφύγω ή να μην την αποφύγω».

– Μετανάστευση. Το μεγάλο θέμα της εποχής. Εικόνες προσφύγων, αφηγήσεις. Πώς το εισπράττετε, τι σκέφτεστε, θα συντρέχατε αυτούς τους ανθρώπους;

– Σκέφτομαι ότι μπροστά σε αυτό που συμβαίνει είμαι μικρός, μεγάλος, δυνατός, αδύνατος, απάνθρωπος, ηλίθιος κ.λπ. Και πάντα καταλήγω σε κάτι που δεν ισχύει απόλυτα, γιατί όλοι είμαστε τα πάντα. Δεν είμαστε μόνο καλοί ή μόνο κακοί. Εννοώ ότι το να βοηθήσω ή το να προσφέρω τώρα σε αυτούς τους ανθρώπους που το χρειάζονται, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να με χαρακτηρίσει ως καλό άνθρωπο και αύριο, όταν δεν θα βρίσκονται εκεί στοιβαγμένοι. Δεν είμαι καλός, δεν είμαι μόνο καλός και αυτό είναι πολύ ανθρώπινο και απάνθρωπο ταυτόχρονα. Είμαι και δειλός και φοβισμένος, αλλά έχω και μικρά διαλείμματα θάρρους. Δεν ξέρω πώς θα συμπεριφερόμουν αν βίωνα ανάλογη συνθήκη· θα είναι πολύ άδικο να μιλήσω τη στιγμή που κοιμάμαι σε κανονικό κρεβάτι και έχω να φάω, γιατί το πιο πιθανό είναι ότι θα πω ψέματα.

– Μέσα σε αυτήν τη συνθήκη γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι;

– Δεν δημιουργούνται ξαφνικά ούτε τα καλά ούτε τα κακά στοιχεία. Ερχονται στην επιφάνεια ανάλογα με τις συνθήκες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT