Τα νησιά του Αιγαίου

Τα νησιά του Αιγαίου

Κύριε διευθυντά

Το Αιγαίο είναι από την αρχαιότητα το κέντρο του πολιτισμού. Εκεί γεννήθηκε η φιλοσοφία, που δεν μπορεί κανείς να φτάσει στο επίπεδο του Θαλή, του Ηράκλειτου, του Πυθαγόρα, του Εμπεδοκλή, ο οποίος μάλιστα ήταν φιλόσοφος, ποιητής και γιατρός. Από την Ιωνία ξεκίνησε η φιλοσοφία, η οποία μεταλαμπαδεύτηκε στην Αθήνα και απέκτησε παγκόσμια αίγλη.

Στην ελληνική γλώσσα υπάρχει η λέξη «φιλότιμο», που δεν υπάρχει σε καμιά άλλη γλώσσα. Επίσης, οι αρχαίοι Eλληνες λάτρευαν τον Ξένιο Δία και ήταν παροιμιώδης η φιλοξενία τους, και όπως γράφει ο Oμηρος στην Οδύσσεια, οι κάτοικοι της Κέρκυρας, οι αρχαίοι Φαίακες, φιλοξένησαν με όλες τις τιμές τον Οδυσσέα για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Σήμερα, με τους πρόσφυγες, οι κάτοικοι του Αιγαίου απέδειξαν ότι είναι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Συμμετέχουν ενεργά μαζί με το Λιμενικό, το Ναυτικό, την Αεροπορία και τον Στρατό στη διάσωση των ναυαγών, και ανοίγουν τις αγκάλες τους να τους ζεστάνουν όλους και ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά. Ανοίγουν τα σπίτια τους, βγάζουν τα ρούχα τους και τα προσφέρουν στην παραλία στους παγωμένους ναυαγούς, τους προσφέρουν φαγητό και αγάπη.

Ο κόσμος του Αιγαίου κατέκτησε την παγκόσμια αναγνώριση και έκανε γνωστό το όνομα της Ελλάδος για τη φιλοξενία που προσφέρουμε, σε αντίθεση με άλλες χώρες που βυθίζουν και πνίγουν τους μετανάστες. Πρόσφατα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έδωσε το μεγαλύτερο παράσημο, αυτό του Τάγματος του Φοίνικα, στον κ. Ολάντ. Νομίζω ότι πρέπει να δώσει το ίδιο παράσημο και στους κατοίκους κάθε νησιού (ένα για κάθε νησί) του Αιγαίου και ιδιαίτερα στη Λέσβο, να το έχουν στο δημαρχείο να θυμίζει ό,τι καλό και σπουδαίο έχουν κάνει με παγκόσμια ακτινοβολία.

Κωνσταντινος Μπουραντας – Ομότιμος καθηγητής Αιματολογίας – Παθολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

O βουλευτικός όρκος

Kύριε διευθυντά

Οθρησκευτικός όρκος είναι, στην Ελλάδα, γενικός και ανεξαίρετος για όλα τα δημόσια όργανα. Ο υποσχετικός όρκος αποβλέπει στην πρόσδοση πανηγυρικού χαρακτήρα κατά την ανάληψη δημοσίας υπηρεσίας ή λειτουργήματος και η πανηγυρικότης εξαρτάται από τον βαθμό της δημοσίας υπηρεσίας ή του λειτουργήματος. Το άρθρο 13 παρ. 5 του Συντάγματος επιβάλλει για κάθε όρκο την ύπαρξη νόμου, ο οποίος και ορίζει τον τύπο του. Ειδικώς, για τα ανώτατα όργανα της νομοθετικής και της εκτελεστικής λειτουργίας, δηλαδή για τους βουλευτές, τους υπουργούς και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον τύπο του όρκου τον ορίζει το ίδιο το Σύνταγμα, ο ανώτατος νόμος του κράτους, στα άρθρα 33 παρ. 2 και 59 παρ. 1

Η επίκληση του ονόματος της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος έχει ιστορική προέλευση και καταγωγή από όλα τα προϊσχύοντα Συντάγματα, από το Πρώτο Σύνταγμα της πολιτικής υπάρξεως και ανεξαρτησίας του ελληνικού έθνους, της Επιδαύρου, της 1ης Ιανουαρίου του 1822, μέχρι και το ισχύον της 18ης-4-2001.

Η δευτέρα παράγραφος του Πρώτου Συντάγματος της Επιδαύρου ορίζει: «Oσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Eλληνες και απολαμβάνουσιν, άνευ τινός διαφοράς, όλων των πολιτικών δικαιωμάτων». Και, περαιτέρω, η παράγραφος ε΄ ορίζει: «Η Διοίκησις θέλει φροντίσει να εκδώση προσεχώς νόμον περί πολιτογραφήσεως των ξένων, όσοι έχουσι την επιθυμίαν να γίνωσιν Eλληνες».

Κατά το σεβάσμιο Πρώτο Σύνταγμα της εθνικής μας ανεξαρτησίας, της Επιδαύρου, «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Eλληνες». Aρα, κατ’ αντιδιαστολήν, όσοι δεν πιστεύουν εις Χριστόν δεν είναι Eλληνες. Και άρα αποκλείονται των δημοσίων αξιωμάτων. Του Χριστού η πίστη η αγία και της ελληνικής πατρίδος η ελευθερία απετέλεσαν τα ιδανικά της ιδρύσεως ενός καθαρού χριστιανικού κράτους. Το Σύνταγμα της Ελλάδος, ακριβέστερα τα Συντάγματα της Ελλάδος, είναι αυστηρό, υπό την έννοια ότι είναι ο υπέρτατος νόμος, προς τον οποίο οφείλουν όλοι οι νόμοι να συμφωνούν προς αυτόν.

Το Σύνταγμα της Ελλάδος ορίζει, επιτακτικά, και δεν εύχεται, τον τύπο του όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας, στο άρθρο 33 παρ. 2, κατά το οποίο «δίδει ενώπιον της Βουλής πριν αναλάβει την άσκησιν των καθηκόντων του»: «Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος να φυλάσσω το Σύνταγμα και τους νόμους, να μεριμνώ για την πιστή τους τήρηση, να υπερασπίζω την εθνική ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της χώρας, να προστατεύω τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Ελλήνων και να υπηρετώ το γενικό συμφέρον και την πρόοδο του ελληνικού λαού».

Εξάλλου, το άρθρο 59 παρ. 1 ορίζει τον τύπο του όρκου των βουλευτών, τον οποίον δίδουν στο Βουλευτήριο και σε δημόσια συνεδρίαση, ο οποίος είναι ο ίδιος και με τον πρόσθετο όρκο των μελών της κυβερνήσεως, τον οποίον δίδουν ενώπιον του πρωθυπουργού και του Προέδρου της Δημοκρατίας: «Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος να είμαι πιστός στην πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, να υπακούω στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω ενσυνείδητα τα καθήκοντά μου».

Η επομένη παράγραφος 2 καθορίζει ότι: «Αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι βουλευτές δίδουν τον ίδιο όρκο, σύμφωνα με τον τύπο της δικής τους θρησκείας ή του δικού τους δόγματος».

Οι χριστιανοί ετερόδοξοι βουλευτές δίδουν τον όρκο του δικού τους δόγματος, καθώς και οι αλλόθρησκοι βουλευτές δίδουν τον όρκο της θρησκείας τους. Οι άθεοι δεν έχουν ούτε δόγμα ούτε θρησκεία και συνεπώς αποκλείονται της δόσεως του όρκου. Καθόσον, άλλως, θα επρόκειτο για εμπαιγμό του δόγματος ή της θρησκείας.

Κατά το Σύνταγμα της Ελλάδος, ο όρκος, για τους χριστιανούς Eλληνες βουλευτές ή υπουργούς ή τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, είναι ένας και μόνος, ο θρησκευτικός όρκος. Η δε ορκωμοσία αποτελεί πανηγυρική ολοκλήρωση του αξιώματος και του λειτουργήματος, με την οποία εκδηλώνεται η αποδοχή του αξιώματος εκ μέρους του αξιωματούχου, ο οποίος δύναται να αρνηθεί την ορκωμοσία και έτσι να αποκρούσει το αξίωμα και το λειτούργημα. Η Βουλή των Ελλήνων είναι ο Ναός της Δημοκρατίας, ο οποίος δέχεται μόνο τους Eλληνες χριστιανούς βουλευτές και αποκλείει τους αθέους. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίζεται «να φυλάσσει το Σύνταγμα». Αλλά στους αρνητές του όρκου του Συντάγματος «υπουργούς» δεν το διαφυλάσσει. Ούτε οι βουλευτές «υπακούουν στο Σύνταγμα» δεχόμενοι ως «βουλευτές» συναδέλφους τους οι οποίοι αποκρούουν τον χριστιανικό όρκο του Συντάγματος. Διάφοροι αριστεροί ή κομμουνιστές, ως βουλευτές του ελληνικού Βουλευτηρίου, αποκλείονται από το ελληνικό Σύνταγμα. Ο συνταγματικός όρκος είναι ο ελληνορθόδοξος όρκος, ο οποίος ενέχει θρησκευτική, πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική διάσταση.

Οι αρνηθέντες τον ελληνορθόδοξο όρκο, τον οποίον επιβάλλει το Σύνταγμα, απέκρουσαν το αξίωμα του βουλευτού, του υπουργού και του πρωθυπουργού.

Αυτόν τον ελληνορθόδοξον όρκον θέλει το Σύνταγμα για «όσους πιστεύουσιν εις Χριστόν Eλληνες» οι οποίοι θα αναλάβουν τα μέγιστα πολιτικά αξιώματα της νομοθετικής και της εκτελεστικής λειτουργίας και αποκρούει τους αθέους.

Κωνσταντινος Χρ. Τρακας – Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ε.τ.

«Θρησκευτικά» ή «Ελληνικός Πολιτισμός»;

Κύριε διευθυντά

Πολύς λόγος γίνεται τελευταία σχετικά με τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και για τους λόγους απαλλαγής των μαθητών που δεν επιθυμούν να παρακολουθήσουν το μάθημα για λόγους θρησκευτικής συνείδησης.

Το υπουργείο Παιδείας με εγκυκλίους που εκδίδει κατά διαστήματα, παρέχει οδηγίες, ανάλογες προφανώς με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των εκάστοτε υπουργών, σχετικά με τους λόγους και τις προϋποθέσεις απαλλαγής των αιτούντων μαθητών από την παρακολούθηση του εν λόγω μαθήματος. Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατη δήλωση της αναπληρώτριας υπουργού Παιδείας κ. Σίας Αναγνωστοπούλου, κατά της οποίας αντιπαρατάχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος, απλουστευόταν η διαδικασία απαλλαγής του μαθητού, αφού αρκούσε μόνο η δήλωση του ίδιου (εάν ήταν ενήλικος) ή των γονέων του για την απαλλαγή του, χωρίς να αναφέρονται ειδικότεροι λόγοι.

Το ζήτημα του μαθήματος των Θρησκευτικών απασχολεί ήδη από καιρό την Εκκλησία, τις Θεολογικές Σχολές και τις Ενώσεις Θεολόγων, καθόσον παρατηρείται η τάση το εν λόγω μάθημα από δευτερεύον να γίνει προαιρετικό, αφού σε κάποιες περιπτώσεις διαπιστώθηκε ότι περίπου το 70%  των μαθητών, ιδίως των τελευταίων τάξεων του Λυκείου, επιθυμεί την απαλλαγή από το μάθημα κυρίως για εξοικονόμηση χρόνου για μελέτη των μαθημάτων που είναι απαραίτητα για την εισαγωγή του σε κάποιο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Iδρυμα. Οι λόγοι που προβάλλουν βέβαια οι αντιτιθέμενοι στη διδασκαλία του μαθήματος, όπως ιδίως οι ανήκοντες στις ενώσεις αθέων και αρχαιολατρών, συγκλίνουν στο ότι τα Θρησκευτικά στα σχολεία μας έχουν «ομολογιακό» και «κατηχητικό» χαρακτήρα με τάση προσηλυτισμού. Κάποιοι από τους αντιρρησίες προτείνουν την αντικατάστασή του από ένα μάθημα θρησκειολογίας που θα παρέχει γενικές γνώσεις επί ίσοις όροις για όλες τις επίσημες θρησκείες παγκοσμίως. Διαφαίνεται πως η χώρα μας διεκδικεί πρωτοτυπία και στο θέμα αυτό της διδασκαλίας των Θρησκευτικών, τη στιγμή που στις περισσότερες χώρες που διδάσκεται το αντίστοιχο μάθημα η παρακολούθησή του από όλους τους μαθητές είναι υποχρεωτική. Σε μερικές μάλιστα  χώρες (όπως π.χ. Γερμανία, Αγγλία) το μάθημα έχει ομολογιακό χαρακτήρα.

Στη Ρωσία το μάθημα των Θρησκευτικών διδάσκεται ως μάθημα του «Ρωσικού Πολιτισμού», καθιστώντας υποχρεωτική την παρακολούθησή του από όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές.

Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να συμβεί και στη χώρα μας με τη μετονομασία των Θρησκευτικών ως μαθήματος του «Ελληνικού Πολιτισμού», δεδομένου μάλιστα ότι η θρησκεία και ιδιαίτερα η Ορθοδοξία είναι συνυφασμένη με την ιστορία του πολιτισμού και τα πεπρωμένα της φυλής μας. Σε τέτοια περίπτωση θα σιωπούσαν προφανώς όσοι ενοχλούνται από την ονομασία του μαθήματος ως «θρησκευτικών» και όσοι κάνουν λόγο για «κατήχηση», αφού η διδασκαλία του θα εντασσόταν στο ευρύτερο πλαίσιο της διδασκαλίας του ελληνικού πολιτισμού, στοιχείο του οποίου αποτελεί και η θρησκεία.

Δημητριος Δημηνας – Δικηγόρος Kατερίνης

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή