Αποψη: Ανεξαρτησία τραπεζών και ανακεφαλαιοποίηση

Αποψη: Ανεξαρτησία τραπεζών και ανακεφαλαιοποίηση

3' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η επιταγή του «3ου μνημονίου» είναι ξεκάθαρη: η κυβέρνηση δεν θα παρεμβαίνει στη διαχείριση, στη λήψη αποφάσεων και στις εμπορικές πράξεις των τραπεζών, όπως στη χορήγηση δανείων, πιστώσεων κ.λπ. (παράγραφος γ΄, σημείο 3 του νόμου 4336/2015). Αυτές οι εργασίες πρέπει να γίνονται με όρους αγοράς και όχι με βάση κομματικά κριτήρια. Οι δε διοικήσεις των τραπεζών θα διορίζονται χωρίς κρατική και άρα κομματική παρέμβαση. Η δυσπιστία των Ευρωπαίων εταίρων- δανειστών μας ως προς το «ακομμάτιστο» των ελληνικών τραπεζών δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί με πιο επίσημο και άμεσο τρόπο.

Δεν είναι, όμως, η πρώτη φορά που εκφράζεται μια τέτοια δυσπιστία. Ηδη από τις πρώτες αποφάσεις της, ως προς τη συμβατότητα των σχεδίων ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών με το ευρωπαϊκό δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού στις Βρυξέλλες (DG COMP) διατύπωνε επιφυλάξεις για το αν οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης των εν λόγω τραπεζών ήταν σε θέση να περιορίσουν την παρέμβαση του Δημοσίου, ενώ είχε εκφράσει φόβους για τον κίνδυνο υποβάθμισης του τρόπου διαχείρισης των τραπεζών, κάτι το οποίο θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποκατάσταση της βιωσιμότητάς τους και τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Υπενθυμίζεται ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν λάβει τεράστια ποσά χρηματικής ενίσχυσης, ιδίως μέσω των διαδοχικών ανακεφαλαιοποιήσεών τους (άλλωστε, οι εν λόγω τράπεζες επωφελούνταν ήδη της παροχής ρευστότητας μέσω ELA με την παροχή κρατικών εγγυήσεων). Βέβαια, η δυσχερής κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οφείλεται πρωτίστως στη μετακύλιση στο τραπεζικό και ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης (βλ. ζημίες λόγω συμμετοχής στο PSI), παρά σε φαινόμενα κακοδιοίκησης / υπερβολικής ανάληψης κινδύνου. Σε κάθε περίπτωση, η χορήγηση τόσο μεγάλων ποσών χρηματοδοτικής ενίσχυσης (από δημόσιους ευρωπαϊκούς, αλλά και ιδιωτικούς, πόρους) καθιστούσε αναγκαία την επίβλεψη της ορθής και συνετής χρήσης των χρημάτων αυτών.

Παρότι, λοιπόν, το ειδικό νομοθετικό περιβάλλον για τα πιστωτικά ιδρύματα περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις για την εταιρική διακυβέρνηση των ευρωπαϊκών τραπεζών (δηλαδή, τον τρόπο και τις αρχές που διέπουν τη διοίκησή τους), εντούτοις, ενόψει της τρέχουσας ανακεφαλαιοποίησης, επιλέχθηκε η διαμόρφωση ειδικότερων ρυθμίσεων, ειδικά για τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών, ως ανάχωμα στην κρατική παρέμβαση.

Κι ενώ κατ’ αρχήν τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα έχουν τη δυνατότητα ανάδειξης και αξιολόγησης των διοικητικών τους συμβουλίων μέσω επιτροπής ανάδειξης υποψηφίων η οποία αποτελείται από μη εκτελεστικά μέλη, ως προς τα ελληνικά ιδρύματα στα οποία συμμετέχει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) το έργο αυτό αναλαμβάνει το ίδιο το ΤΧΣ με τη βοήθεια «ανεξάρτητου συμβούλου διεθνούς κύρους» και με κριτήρια που το ίδιο το ΤΧΣ διαμορφώνει. Ενα από αυτά τα κριτήρια, όπως προβλέπεται στον νόμο που διέπει το ΤΧΣ, είναι να μην ασκεί το μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ούτε να του έχει ανατεθεί κατά τα 4 τελευταία χρόνια, δημόσιο λειτούργημα ή κομματικό «αξίωμα». Εμφανής και πάλι η αποστροφή των Ευρωπαίων αξιωματούχων σε ό,τι αφορά την ανάμειξη της κυβέρνησης στη διακυβέρνηση των τραπεζών.

Αρα, η «διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος», όπως περιγράφεται στον νόμο που διέπει το ΤΧΣ, και η προάσπισή του, δεν επαφίενται (τόσο) στην ελληνική κυβέρνηση (αντίθετα, τούτο θεωρείται μάλλον μη επιθυμητό), αλλά σε ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το ΤΧΣ, του οποίου η διοίκηση τοποθετείται, άμεσα ή έμμεσα, από τους θεσμούς. Μάλιστα, σκοπός του ΤΧΣ δεν είναι μόνο ο ως άνω, αλλά και η σε κάθε περίπτωση συμμόρφωση με τα «μνημόνια συνεργασίας» και τις χρηματοδοτικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί με τους δανειστές. Ο νόμος για το ΤΧΣ δεν προβλέπει ιεραρχική διαβάθμιση εν προκειμένω, δηλαδή ποιος από τους σκοπούς αυτούς υπερτερεί.

Παρατηρώντας την εξέλιξη της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και τη δραστική μείωση της συμμετοχής του ΤΧΣ στις ελληνικές τράπεζες, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων καλύφθηκε από νέους ιδιώτες επενδυτές, εύλογα ανακύπτει το ερώτημα: σε ποιο βαθμό θα μπορεί (και αν θα πρέπει) πια το ΤΧΣ να ασκεί επιρροή ως προς την εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών και ιδίως ποια συμφέροντα θα πρέπει να επιδιώκει; Το «δημόσιο συμφέρον»; Σε αυτό άραγε περιλαμβάνεται η προστασία των χρημάτων των Ελλήνων φορολογουμένων για τη διάσωση των εν λόγω τραπεζών; Ή τα ιδιωτικά συμφέροντα των ιδιωτών μετόχων και δη των νέων (σε βάρος ίσως των παλαιών); Πώς θα συμβιβαστούν τα εμπλεκόμενα συμφέροντα: Τι ιεραρχείται πρώτο και τι έπεται; Και τελικά, πώς εξυπηρετείται καλύτερα η «σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος»;

* H κ. Αθηνά Π. Σιαφαρίκα, LL.M. (Oxford) είναι συνεργάτις της διεθνούς νομικής εταιρείας I.K. Rokas & Partners a.siafarika@ rokas.com.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή