Μουσικό ένστικτο

1' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το σινεμά έχει τη μαγεία να εκμηδενίζει τις αποστάσεις, να ακυρώνει το χρόνο, να κάνει τα πάντα δυνατά. Στο Ουζερί Τσιτσάνης συναντιούνται δύο μουσικοί διαφορετικής εποχής και ύφους: ο Θέμης Καραμουρατίδης και ο Βασίλης Τσιτσάνης. Η ταινία –που βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη– φωτίζει τον απαγορευμένο έρωτα ανάμεσα σε ένα Χριστιανό και μια Εβραία, παρακολουθεί τον αφανισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Κατοχή και αναπαριστά τη διαδρομή που ακολούθησε ο 26χρονος τότε Τσιτσάνης για τη σύνθεση της Συννεφιασμένης Κυριακής.

«∆εν είχα ξαναγράψει μουσική για τον κινηματογράφο», λέει ο Θέμης Καραμουρατίδης, που ανέλαβε να αφηγηθεί τις ίδιες ιστορίες με όχημα τη μουσική. «Ουσιαστικά ήταν σαν να ξεκινάω από το μηδέν. ∆ιέθετα ωστόσο ένα ισχυρό ένστικτο, το οποίο αισθάνομαι ότι απέδωσε. Είμαι περήφανος που κατάφερα να οργανώσω την έμπνευσή μου για να ανταποκριθεί στο όραμα ενός άλλου ανθρώπου τόσο ξεκάθαρα». Αναφέρει πως, παρότι ο Τσιτσάνης δεν είναι πρωταγωνιστής της ταινίας, είναι σαν να ξεδιπλώνεται η ιστορία μέσα από τη ματιά του. «Αυτά τα πρώτα χρόνια της καριέρας του μυρίζουν Ελλάδα του ’40. Ακούγοντας 60 τραγούδια μέρα-νύχτα, ήρθα σε επαφή με το μεγαλειώδες και το απλό. Γιατί αυτό είναι ο ήχος του: καθαρός και απλός. Η μουσική του διακρίνεται από μια φινέτσα. Είναι κομψός και συναισθηματικός και τα τραγούδια του είναι κρυστάλλινα, άμεσα και μεγαλόπρεπα. Ακούγεται τετριμμένο, αλλά για μένα αυτό ήταν μεγάλο σχολείο».

Μουσικό ένστικτο-1

Ο Θέμης Καραμουρατίδης

Μουσικό ένστικτο-2

Οι πρωταγωνιστές, Χάρης Φραγκούλης και Χριστίνα Χειλά – Φαμέλη

Μουσικό ένστικτο-3

Ο Μανούσος Μανουσάκης στη διάρκεια των γυρισμάτων. 

Το μεγαλύτερο στοίχημα ήταν να αναβιώσει τα παιξίματα της εποχής. «Καταβάλαμε τεράστια προσπάθεια για να αφαιρέσουμε χρόνια από τα τραγούδια. Για παράδειγμα, η ταχύτητα με την οποία παίζεται πλέον το Μπαξέ Τσιφλίκι είναι η διπλάσια από όταν ηχογραφήθηκε». Την ίδια σχολαστικότητα επέδειξε στις ερμηνείες των τραγουδιστριών. «Η Νίνου, η Γεωργακοπούλου δεν είχαν περιττά φτιασίδια στις φωνές τους, το συναίσθημα δεν εκβιαζόταν. Έπρεπε να πατήσουμε πάνω σε αυτό». Υποστηρίζει πως και ο Τσιτσάνης έφερε στη μουσική του επιρροές και ακούσματά του, το σημαντικό όμως ήταν ότι εξέλιξε το υλικό του, το ανέδειξε, κληροδοτώντας κάτι αυθεντικό στις επόμενες γενιές. «∆εν θέλω άλλες επανεκτελέσεις, άλλα τραγούδια του ’50 να γίνουν swing. Ας μην υπάρξει άλλος Τσιτσάνης, ας βγει ένας άνθρωπος να αρθρώσει κάτι καινούριο. Ειδικά στην εποχή που είμαστε, χρειαζόμαστε τη δημιουργία. Να πάρουμε από το παλιό αγνότητα και φυσικότητα, και να προσθέσουμε νέα στοιχεία».

—Η ταινία κυκλοφορεί από τη Feelgood Entertainment

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT