Ο «Μπούμπα», μια ανάγνωση που διαρκεί όσο ένα ματς

Ο «Μπούμπα», μια ανάγνωση που διαρκεί όσο ένα ματς

2' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λίγο πριν από την έναρξη του Euro 2016, ξαναδιαβάζω τον «Μπούμπα», ένα ποδοσφαιρικό διήγημα από τις «Πουτάνες φόνισσες» του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Ανάγνωση που διαρκεί όσο ένα ματς.

Ο Μπούμπα, o νεοαποκτηθείς αλλά απροσδιόριστης αποδοτικότητας Αφρικανός ποδοσφαιριστής, επεμβαίνει σαν από μηχανής θεός όταν η Μπαρτσελόνα κατρακυλά στη βαθμολογική κατάταξη του πρωταθλήματος. Με συνεργούς τον Χιλιανό Ασεβέδο –αφηγητή της ιστορίας, ο οποίος προσπαθεί να γιατρέψει τον πρόωρο τραυματισμό του με κραιπάλες– και τον Ερρέρα, μόνιμο κάτοικο στον πάγκο της ομάδας, ο Μπούμπα ακολουθεί ένα αιμάτινο τελετουργικό, ένα τελετουργικό δωματίου (μικρές τομές στα δάχτυλα μ’ ένα ξυραφάκι, οι σταγόνες στο ποτήρι, αυτός να εξαφανίζεται στην τουαλέτα υπό τους ήχους μιας άγριας μουσικής, δίχως ωστόσο ν’ αφήνει ποτέ ίχνη από τη διαδικασία) και η ομάδα ανακάμπτει: κερδίζει τους υπόλοιπους αγώνες, καθώς τα ξόρκια επαναλαμβάνονται –η «εμπειρία» όπως την αποκαλεί ο Μπούμπα– και τα επόμενα χρόνια η ομάδα παίρνει το πρωτάθλημα, τη δεύτερη χρονιά μάλιστα γίνονται πρωταθλητές Ευρώπης, και οι τρεις φίλοι, που προηγουμένως δεν έπαιζαν καν στη βασική ομάδα, διαπρέπουν.

Μετά συμβαίνουν διάφορα: ο Ασεβέδο παντρεύεται, ο Μπούμπα πηγαίνει στη Γιουβέντους, ο Ερρέρα μένει πιστός στην Μπαρτσελόνα, το πηγάδι της νίκης δεν εξαντλείται, αργότερα ο Μπούμπα σκοτώνεται σε δυστύχημα, ο καιρός περνάει και ο Ασεβέδο με τον Ερρέρα αποσύρονται και εξαργυρώνουν τη διασημότητά τους, ανοίγοντας καταστήματα με αθλητικά είδη, ενώ εμφανίζονται σε κάτι νοσταλγικές τηλεοπτικές εκπομπές της συμφοράς.

Μετά διαβάζω για τρίτη φορά το διήγημα και τα ποδοσφαιρικά στοιχεία υποχωρούν και από μέσα ξεπροβάλλει κάτι άλλο, σαν χορτάρι, και τότε διαπιστώνω πως το διήγημα δεν μιλάει καθόλου για το ποδόσφαιρο, αλλά για τα δειλινά και τα πρωινά της Βαρκελώνης, για τους εσωτερικούς χώρους που φέγγουν από την οθόνη της τηλεόρασης, για τη συγκατοίκηση, για κάποιον που κάνει ένα υπεραστικό τηλεφώνημα στους δικούς του, για όνειρα, για βόλτες στους δρόμους κάτω από τη μελαγχολική λάμψη της πόλης, για εκείνο το συναίσθημα που είναι ανησυχητικό και το περιγράφει τόσο αξιόπιστα ο Μπολάνιο στη σελίδα 218 της ελληνικής έκδοσης –«Δεν ήταν φόβος. Δεν είχε καμία σχέση με το φόβο. Ηταν κάτι πολύ πιο γρήγορο. Λες και ο αέρας που μας περιέβαλλε είχε στερεοποιηθεί κι εμείς είχαμε υγροποιηθεί»–, με φράσεις που ξεκινούν να σχολιάσουν το ποδόσφαιρο και καταλήγουν να μιλούν για πράγματα που καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο χώρο μέσα μας, όπως ένα κύμα που διαρκώς ψηλώνει και είναι έτοιμο να σπάσει: «Στην Ιταλία μάς κέρδισαν τρία-μηδέν και ένα από τα γκολ το σημείωσε ο Μπούμπα, ένα από τα ωραιότερα γκολ που έχω δει ποτέ στη ζωή μου, ένα γκολ από φάουλ, ή από ελεύθερη βολή όπως το λέτε εσείς, νεαροί, από απόσταση πάνω από είκοσι μέτρα, κάτι που οι Βραζιλιάνοι το αποκαλούν νεκρό φύλλο, ένα φθινοπωρινό φύλλο, μια μπάλα που φαίνεται πως θα πάει έξω και που ξαφνικά πέφτει σαν νεκρό φύλλο […]».

Οταν ανοίξουμε την τηλεόραση και καθίσουμε μπροστά στην οθόνη, ένα ποτάμι θα σχηματιστεί ανάμεσά μας, και τα πόδια μας θα βουτήξουν στον ίδιο χορταριασμένο πάτο όπου θα βρίσκονται και τα πόδια των ποδοσφαιριστών, σαν ένα υδάτινο ξόρκι που όμως δεν θα έχει καμία ισχύ, αφού θα είναι ανίκανο ν’ αναποδογυρίσει οτιδήποτε. «Το ποδόσφαιρο είναι παράξενο». Αυτό το διαβάζω στη σελίδα 226.

​​Το βιβλίο «Πουτάνες φόνισσες» του Ρομπέρτο Μπολάνιο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγρα (σελ. 313) σε μετάφραση της Εφης Γιαννοπούλου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή