Ανακόπτεται η έστω και μικρή καθοδική πορεία του ποσοστού ανεργίας, καθώς για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται. Αναλυτικά, κατά το α΄ τρίμηνο του 2016 ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε σε 3.606.344 άτομα και των ανέργων σε 1.195.084, με αποτέλεσμα το ποσοστό ανεργίας να ανέλθει σε 24,9%, έναντι 24,4% του προηγούμενου τριμήνου. Είναι βέβαια σημαντικά μειωμένο σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015, όταν το ποσοστό υπολογιζόταν από τη Στατιστική Αρχή σε 26,6%.
Κατά το εξεταζόμενο πρώτο τρίμηνο του 2016, η απασχόληση μειώθηκε κατά 1% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και αυξήθηκε κατά 2,9% σε σχέση με το α΄ τρίμηνο του 2015. Αντίστοιχα, ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 1,7% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μειώθηκε κατά 6,1% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους. Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν ανέρχεται στο 21,1% του συνόλου των ανέργων, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 μήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα από το αν έχουν εργαστεί στο παρελθόν) αποτελούν αντίστοιχα το 70,3%.
Εξετάζοντας την κατανομή της ανεργίας, με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης, το υψηλότερο ποσοστό παρατηρείται σε όσους έχουν τελειώσει μερικές τάξεις δημοτικού (46,2%). Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (11,3%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (18,4%).
Από το σύνολο των ανέργων που αναζητούν μισθωτή απασχόληση, το 12% αναζητεί αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 83,3% αναζητεί πλήρη αλλά, στην ανάγκη, είναι διατεθειμένο να εργαστεί και με μερική απασχόληση. Τέλος, το 4,7% είτε αναζητεί μερική απασχόληση είτε δεν ενδιαφέρεται εάν θα βρει μερική ή πλήρη απασχόληση.
Μάλιστα υπάρχει κι ένα μικρό μεν, σημαντικό δε, ποσοστό ανέργων (6,4%) που απέρριψε, κατά τη διάρκεια του α΄ τριμήνου του 2016, κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (30,3%), δεν εξυπηρετούσε το ωράριο εργασίας (22,7%) ή δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (15,8%).