Αλεξάνταρ Χέμον: «Κουράστηκα να ζω με την οργή»

Αλεξάνταρ Χέμον: «Κουράστηκα να ζω με την οργή»

9' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Δεν ήμουν στο Σεράγεβο στις 2 Μαΐου του 1992, την ημέρα που ξεκίνησε η πολιορκία, αλλά κάθε μία από τις ημέρες που έχω ζήσει έκτοτε, περιέχει κάθε λεπτό της», έγραφε στο twitter ο Αλεξάνταρ Χέμον, στην επέτειο της τετραετούς πολιορκίας της πόλης όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Εκείνο τον Μάιο, ο 28χρονος τότε Χέμον βρισκόταν για ένα μήνα στο Σικάγο, με πρόγραμμα ανταλλαγής δημοσιογράφων. Ξένος, με φτωχά αγγλικά, αποκομμένος από οικογένεια και φίλους, ο Χέμον αιτήθηκε να του χορηγηθεί πολιτικό άσυλο και ρίχτηκε στο κυνήγι της επιβίωσης. Οσες ώρες δεν εργαζόταν, δίδασκε τον εαυτό του αγγλικά διαβάζοντας λογοτεχνία ή έπαιζε ποδόσφαιρο.

Οκτώ χρόνια αργότερα, το πρώτο του βιβλίο «Με το βλέμμα του Μπρούνο» (μτφ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Ψυχογιός), μια συλλογή διηγημάτων γραμμένη απευθείας στα αγγλικά, είναι υποψήφιο για το National Book Critics Circle Award. Ακολουθεί το μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος από το πουθενά» (μτφ. Ρένα Τουρκολιά – Κυδωνιέως, εκδ. Ψυχογιός), που λαμβάνει ενθουσιώδεις κριτικές. Και σε αναγνώριση αυτού του ασυνήθιστα πληθωρικού ταλέντου, του απονέμεται το περίφημο MacArthur Award, γνωστό και ως Βραβείο Μεγαλοφυΐας. Ο Χέμον ανήκει πλέον στην ελίτ της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας όταν, το 2008, είναι υποψήφιος για το National Book Award, με το μυθιστόρημα «The Lazarus Project», εμπνευσμένο από την ιστορία ενός Ρωσοεβραίου μετανάστη των αρχών του 20ού αιώνα, που δολοφονήθηκε από τον αρχηγό της Αστυνομίας του Σικάγου. Η κριτική κάνει τώρα λόγο για έναν σπουδαίο στυλίστα, εφάμιλλο του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και του Τζόζεφ Κόνραντ.

Οσο γενναιόδωρη κι αν είναι όμως η νέα του πατρίδα, ο Χέμον είναι ένας άνδρας που αναμετριέται με την οδύνη. Στη συλλογή με αυτοβιογραφικά δοκίμια «The Book of My Lives» (2013), θα γράψει σπαρακτικά για τον θάνατο της μόλις ενός έτους κόρης του από καρκίνο. Αλλά θα γράψει και για την παιδική γειτονιά του στο Σεράγεβο, για τον αγαπημένο του καθηγητή Λογοτεχνίας που αποκαλύφθηκε ως υπερεθνικιστής, για τη μοναξιά του ως πρόσφυγα στο Σικάγο. Υπό μία έννοια, σε αυτήν την εμπειρία επιστρέφει και στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, «The Making of Zombie Wars» (2015), μια μαύρη κωμωδία γύρω από ένα κινηματογραφικό σενάριο με θέμα τις απόπειρες της αμερικανικής κυβέρνησης να μεταμορφώσει τους μετανάστες σε ζόμπι για να τους εκμεταλλευτεί ως σκλάβους.

– Γιατί τοποθετείτε τη δράση του «The Making of Zombie Wars» στην περίοδο της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ;

– Γιατί δυσκολεύομαι να ξεχάσω τον τεράστιο, ανεπιφύλακτο ενθουσιασμό που περιέβαλλε εκείνη την επέμβαση που ήταν φιάσκο από κάθε άποψη – ηθικά, πολιτικά, στρατιωτικά. Ξέρετε, στον απόηχο της εξιλέωσης που προσέφερε η εκλογή του Ομπάμα, ελάχιστοι Αμερικανοί έκαναν τον κόπο να θυμηθούν πώς μετατράπηκαν, εν μια νυκτί, από ένα έθνος που υμνούσε τον Μπους και τον Τσένι, σε ένα έθνος που έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό του επειδή εξέλεξε για πρώτη φορά μαύρο πρόεδρο. Ολα τα χαρακτηριστικά που έκαναν λαοφιλή τον Μπους και επέτρεψαν το Αμπού Γκράιμπ, ξεχάστηκαν. Εγώ, όμως, δυσκολεύομαι πολύ να ξεχάσω εκείνη την ηλιθιότητα, τη φαλλοκρατική, πατριωτική αυταρέσκεια. Αλλά κουράστηκα να ζω με την οργή, ήθελα να τη μετατρέψω σε χιούμορ.

– Γι’ αυτό διαλέξατε ως όχημα τα ζόμπι;

– Τα διάλεξα γιατί τα φανταζόμαστε πάντα ως πλήθος, χωρίς ατομικά χαρακτηριστικά, χωρίς προσωπική ιστορία, χωρίς εσωτερική ζωή. Οπότε το καθένα μόνο του είναι ακίνδυνο, μπορεί κανείς να το ελέγξει. Ολα μαζί είναι τρομακτικά. Είναι παντού, εμφανίζονται απροειδοποίητα, μολύνουν και απειλούν τις πόλεις μας, διαλύουν την καθημερινότητά μας. Δεν είναι τυχαίο που οι ταινίες με ζόμπι γνώρισαν μια αναγέννηση αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όταν ξύπνησε ο φόβος πως απειλούμαστε από πλήθη επικίνδυνων αλλοδαπών.

Μπους και Τραμπ

– Πρόσφατα λέγατε πως υπάρχει μια συνέχεια ανάμεσα στον Τζορτζ Μπους και τον Ντόναλντ Τραμπ. Αρα δεν σας εκπλήσσει η απήχησή του;

– Ο Τραμπ είναι δημιούργημα της εποχής Μπους – το αντιμουσουλμανικό μένος, ο ρατσισμός, η ακλόνητη πίστη στην αξία της άγνοιας, οι φαντασιώσεις περί αμερικανικής παντοδυναμίας, η πίστη στην αξιωματική ανωτερότητα του αμερικανικού εξαιρετισμού που επιστρατεύθηκε για να δικαιολογήσει όλα τα εγκλήματα που διέπραξε η χώρα, η πίστη στη βία ως θεμελιώδους μέσου για την κίνηση της Ιστορίας.

– Ολα τα βιβλία σας δίνουν την εντύπωση πως σας απασχολεί πολύ πώς γράφει κανείς για τον θυμό και τη βία. Είναι έτσι;

– Είναι πράγματι τα θέματα που συγγραφικά με ενδιαφέρουν πολύ. Είμαι ένας θυμωμένος άνθρωπος. Εκανα επί πολλά χρόνια ψυχοθεραπεία. Ξεκίνησα έπειτα από μια άσχημη έκρηξη οργής – είχα κλωτσήσει στο κεφάλι έναν τύπο, τον έλεγαν Κλεμέντε, στη διάρκεια ενός αγώνα ποδοσφαίρου. Ηταν ό,τι πιο βίαιο έχω κάνει στη ζωή μου, ωστόσο έμοιαζε να είναι μέρος ενός ωκεανού βίας που λυσσομανούσε μέσα μου. Θέλω να πιστεύω πως έχω λυτρωθεί από όλους τους προσωπικούς λόγους που με έκαναν να νιώθω οργή, πως έχω επεξεργαστεί τα τραύματά μου. Και πως ό,τι με θυμώνει πια συνδέεται με μια ηθική θεώρηση της ζωής.

Το φίλτρο του χιούμορ

– Ως συγγραφέας πετυχαίνετε με εξαιρετική μαεστρία να διηθείτε την τραγωδία μέσα από το φίλτρο του χιούμορ. Είναι συνειδητή επιλογή ή αναδεικνύετε στοιχεία που είναι ήδη εκεί, στο κείμενο;

– Το χιούμορ δεν έρχεται από κάπου εκτός του έργου, υπό την έννοια πως είναι εγγενές στις τραγικές καταστάσεις. Εγώ, επίσης, δυσκολεύομαι να διαχωρίσω αυστηρά τα δύο. Ο Ναμπόκοφ έλεγε πως ο Τσέχοφ γράφει λυπητερά βιβλία για αναγνώστες με χιούμορ – πως δεν μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει τη θλίψη που είχαν οι ιστορίες του εάν δεν είχε αίσθηση του χιούμορ. Μου αρέσει πολύ αυτή η ιδέα. Μου αρέσει, επίσης, να σκέφτομαι πως δεν μπορεί κάποιος να εκτιμήσει το χιούμορ στα βιβλία μου, εάν δεν έχει την εμπειρία της θλίψης.

– Ανάμεσα σε όλες τις ιστορίες που επινοείτε, πώς ξεχωρίζετε εκείνες που τελικά θα αφηγηθείτε;

– Είναι αλήθεια πως είμαι συλλέκτης ιστοριών. Εκτός από εκείνες που επινοώ, μαζεύω ιστορίες που ακούω ή διαβάζω και τις αποθηκεύω στη φαντασία μου για μελλοντική χρήση. Ωστόσο, κάθομαι να γράψω μόνο όταν νιώθω πως έχει διαμορφωθεί ένας αφηγηματικός χώρος που θα μπορούσε να περιέχει πολλές από αυτές τις άσχετες μεταξύ τους ιστορίες, πολλές ιδέες, λέξεις και μεταφορές. Αυτός ο χώρος προκύπτει συνήθως στη σκέψη μου και τον μεταφέρω στο χαρτί μόνο όταν δεν μπορώ πια να τον επεκτείνω περισσότερο.

– Εντάσσεστε σε μια παράδοση συγγραφέων που επέλεξαν να γράψουν σε γλώσσα άλλη από τη μητρική τους. Εχετε ποτέ την αίσθηση ότι είστε διαφορετικός συγγραφέας στα αγγλικά από ό,τι στα βοσνιακά;

– Οχι, δεν θα το έλεγα. Γράφω μυθοπλασία αποκλειστικά στα αγγλικά, ενώ αρθρογραφώ και στις δύο γλώσσες. Η σκέψη μου είναι δίγλωσση, κάτι που βιώνω ως προνόμιο. Από την άλλη, ακριβώς επειδή καμία γλώσσα δεν είναι κυρίαρχη –είναι και οι δύο ελαφρώς αποσταθεροποιημένες–, κάθε αντικείμενο, κάθε λέξη, σκέψη ή ιδέα έχει περισσότερα από ένα σχήματα ή διαστάσεις. Το να σκέφτεται κανείς σε δύο γλώσσες απαιτεί διπλάσιο χρόνο και διπλάσια ενέργεια. Και μου αρέσει πολύ. Βέβαια, τα τρία πρώτα χρόνια που ήμουν στις ΗΠΑ, ξεκομμένος από τη γλώσσα μου και ενώ τα αγγλικά μου δεν ήταν αρκετά καλά, δεν μπορούσα να γράψω τίποτε. Μόνο διάβαζα, πολύ. Αυτό με έσωσε.

Μόνος στο Σικάγο

– Ακούγεται αφελής ως παρατήρηση, αλλά πρέπει να ήταν μεγάλο το σοκ να βρεθείτε μόνος στο Σικάγο ενώ η πόλη σας ήταν υπό πολιορκία.

– Είχα αισθήματα ενοχής και ταυτόχρονα ήμουν απομονωμένος όχι μόνο από τους φίλους που είχαν μείνει πίσω, αλλά και από τους ανθρώπους εδώ. Ενιωθα τεράστια μοναξιά. Αλλά ήξερα πως ήμουν προνομιούχος. Η δική μου ζωή δεν κινδύνευε. Και είχα την αίσθηση –ή την ψευδαίσθηση– πως είχα επιλογές, άρα και αυτονομία.

– Στο «The Book of My Lives» αφηγείστε πώς ο Νίκολα Κόλιεβιτς, καθηγητής Λογοτεχνίας και μέντοράς σας στο πανεπιστήμιο, εξελίχθηκε σε γνωστό υποστηρικτή της γενοκτονίας. Ανατρέχοντας σε εκείνη την εποχή, έχετε καταφέρει να το εξηγήσετε;

– Οταν ήμουν φοιτητής φανταζόμουν πως μοιραζόμασταν την ίδια αντίληψη για την τέχνη, η οποία πίστευα ότι εξευγενίζει, ότι προσφέρει ένα χώρο πέρα από την ιστορία και την πολιτική. Η μεταμόρφωση του Κόλιεβιτς σε φασίστα κατέρριψε εκείνη τη βεβαιότητα. Εκτοτε διαβάζω, διαβάζω πολύ, υπό το πρίσμα πια της γνώσης πως το διάβασμα δεν μας κάνει απαραιτήτως καλύτερους ή πιο ηθικούς ανθρώπους. Το 1944, ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν διηύθυνε την Ενάτη του Μπετόβεν ενώπιον του Χίτλερ και των στενών συνεργατών του, οι οποίοι όρθιοι τον καταχειροκρότησαν. Στο μεταξύ, στην Ουγγαρία, ο Αϊχμαν βιαζόταν να εξοντώσει όσο περισσότερους Εβραίους μπορούσε προτού χαθεί ο πόλεμος.

– Πόσο διαφορετικό είναι το σημερινό Σεράγεβο από την πόλη στην οποία γεννηθήκατε και μεγαλώσατε;

– Είναι εντελώς διαφορετικό και την ίδια στιγμή πολύ ίδιο με αυτό που ήταν. Οι πόλεις είναι ξεχωριστές οντότητες, είναι περίπου σαν μυρμηγκοφωλιές.

– Αυτόν τον καιρό έχετε κάτι καινούργιο υπό έκδοση;

– Δουλεύω πάνω σε ένα καινούργιο μυθιστόρημα και δύο βιβλία που δεν είναι μυθοπλαστικά. Το ένα από αυτά θα έχει τίτλο «My Parents: Theoretical Foundations» και το άλλο είναι μια συλλογή από αφηγήσεις της βοσνιακής διασποράς. Καμιά φορά σκέφτομαι πως δεν θα έπρεπε να δουλεύω τόσο πολύ. Αλλά και τι άλλο να κάνω;

Προϊόν γενοκτονίας

– Τον περασμένο Μάρτιο, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία έκρινε τον πρώην ηγέτη των Σέρβων της Βοσνίας Ράντοβαν Κάρατζιτς ένοχο για τη διάπραξη γενοκτονίας στη Σρεμπρένιτσα, καταδικάζοντάς τον σε 40 χρόνια κάθειρξη. Τη μέρα που ανακοινώθηκε η απόφαση του δικαστηρίου, βρισκόσασταν στη Βοσνία. Αναρωτιέμαι πώς νιώσατε.

– Με την καταδίκη αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες πολέμου όλων των εποχών. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός πως κρίθηκε ένοχος για γενοκτονία μόνο στη Σρεμπρένιτσα δίνει, σε όσους είναι ανενημέρωτοι, την εντύπωση πως η γενοκτονία στη Σρεμπρένιτσα ήταν η εξαίρεση. Ενώ ολόκληρο το σερβικό πολεμικό πρόγραμμα βασιζόταν στη γενοκτονία. Η Σρεμπρένιτσα δεν ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση μαζικής σφαγής, αλλά μέρος του συντεταγμένου σερβικού σχεδίου. Εάν ο Κάρατζιτς είχε κριθεί ένοχος, θα είχε αναγνωριστεί ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας είναι το προϊόν εκείνης της γενοκτονίας.

Ποιος είναι

Ο Αλεξάνταρ Χέμον γεννήθηκε στο Σεράγεβο το 1964. To 1992 πήγε στο Σικάγο, στο πλαίσιο ενός προγράμματος ανταλλαγής δημοσιογράφων, με μόνη του περιουσία δύο βαλίτσες και τριακόσια δολάρια και γνωρίζοντας ελάχιστα αγγλικά. Οταν ο πόλεμος ξέσπασε στην πατρίδα του, αποφάσισε να μείνει στο Σικάγο ως πολιτικός μετανάστης. Εκεί έκανε διάφορες δουλειές για να ζήσει, από λαντζέρης μέχρι ταχυδρόμος, και όταν προσλήφθηκε σ’ ένα βιβλιοπωλείο ένιωσε ευτυχισμένος. Κοιμόταν στο ξύλινο πάτωμα ενός μικροσκοπικού διαμερίσματος και ξόδευε τα ελάχιστα χρήματά του σε τηλεφωνήματα στην οικογένειά του, που ζούσε σε κατάσταση πολιορκίας. Το μόνο που του έδινε ελπίδα ήταν να ονειρεύεται ότι κάποτε θα έγραφε βιβλία και μάθαινε μόνος του αγγλικά διαβάζοντας τη «Λολίτα»του Ναμπόκοφ και υπογραμμίζοντας τις άγνωστες λέξεις. Μέσα σε τρία χρόνια βρέθηκε να γράφει ιστορίες, στις οποίες περιγράφει τις δυσκολίες της ζωής στο Σικάγο και τη σκληρότητα της καθημερινότητας που είχε αφήσει πίσω του στο Σεράγεβο, ιστορίες εξορίας και απώλειας. Οι ιστορίες αυτές αποτελούν τα βιβλία «For the relief of unbearable urges», διηγήματα, 1995, «The question of Bruno» («Με το βλέμμα του Μπρούνο»), μυθιστόρημα, 2000, που κέρδισε λογοτεχνικά βραβεία και εκδόθηκε σε 18 χώρες, και «Nowhere man» («Ο άνθρωπος απ’ το πουθενά»). Διηγήματα του Χέμον μπορεί να συναντήσει κανείς σήμερα, αρκετά τακτικά, στα περιοδικά The New Yorker, Esquire, Granta, McSweeneys, Paris Review κ.ά., και έχουν περιληφθεί στις ανθολογίες «Best American Short Stories» του 1999 και του 2000. Διατηρεί δικό του site στο Διαδίκτυο (aleksandarhemon.com).

Πηγή: BIBLIONET

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή