Kύριε διευθυντά
Στα αμφιθέατρα των νομικών σχολών οι φοιτητές και αυριανοί νομικοί διδάσκονται ότι το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της δημοκρατίας είναι η διάκριση των εξουσιών. Στην εφαρμοσμένη πολιτική πραγματικότητα ακούν τον πρωθυπουργό να δηλώνει: «Δεν μπορώ να φανταστώ ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας θα βγάλει τον νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες αντισυνταγματικό». Αν αυτό δεν λέγεται προσπάθεια επηρεασμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν ξέρω κι εγώ τι να πω. Μια τέτοια συμπεριφορά, όπως έγραψε και ο συνάδελφος Κώστας Μποτόπουλος, εμφανίζει τη Δικαιοσύνη «όχι μόνο με ανοιχτά μάτια, αλλά και με ευεπηρέαστα αυτιά».
Οι δικαστές, που από τη φύση του θεσμού που υπηρετούν ακολουθούν το ρητό –και ορθώς– «κρείττον του λαλείν το σιγάν», την απάντησή τους θα τη δώσουν μέσω της απόφασης που θα εκδώσουν.
Αυτό όμως που είναι ανησυχητικό είναι ο τρόπος που της «φέρονται» υπουργοί της κυβέρνησης, αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Στους δικαστές δίνονται συμβουλές και παραινέσεις, κι όταν κρίνεται σκόπιμο, ο υπουργός Δικαιοσύνης ασκεί εναντίον τους πειθαρχική δίωξη.
Βεβαίως, ο ομφάλιος λώρος εξάρτησης της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία ανευρίσκεται στο ίδιο το Σύνταγμα, που ορίζει ότι η εκλογή της γίνεται από το ίδιο το υπουργικό συμβούλιο.
Μία διάταξη, που δεν τροποποιήθηκε σε καμία συνταγματική αναθεώρηση. Πώς να μην την αντιμετωπίζει ως «θεραπαινίδα» του ο υπουργός Δικαιοσύνης, αφού αυτός τη διόρισε; Αν επιθυμούμε να αλλάξει αυτό το αλισβερίσι, ας βρουν το θάρρος οι βουλευτές όλων των κομμάτων να αλλάξουν τη συνταγματική αυτή διάταξη, η οποία υπήρξε ανέκαθεν η κερκόπορτα της σύμπλευσης της εκάστοτε ηγεσίας με τις επιθυμίες και τις προτροπές των εκάστοτε κρατούντων.
Στυλιανος Παπαγεωργιου – Γονατας – Αν. καθηγητής Ποινικού Δικαίου – δικηγόρος