Το Κυπριακό είναι, για πολλούς λόγους, μείζον ζήτημα και για την Ε.Ε.

Το Κυπριακό είναι, για πολλούς λόγους, μείζον ζήτημα και για την Ε.Ε.

4' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το Κυπριακό είναι μείζον εθνικό θέμα όχι μόνο λόγω των εθνικών δεσμών αλλά και διότι είναι καίριο μέτωπο της διαχρονικής αντιπαράθεσης Ελληνισμού – Τουρκίας. Οι Τούρκοι θεωρούν τον Ελληνισμό ενιαίο από τη Θράκη έως την Κύπρο και ενιαία προβάλλουν τις διεκδικήσεις τους.

Η Τουρκία στην Κύπρο δεν επιδιώκει ούτε τη διχοτόμηση ούτε τη διπλή ένωση. Την de facto διχοτόμηση την έχει. Εάν προσαρτήσει τα Κατεχόμενα θα ανοίξει την πόρτα για «κάθοδο» της Ελλάδας στη Μεγαλόνησο. Αυτό δεν τη συμφέρει. Η Τουρκία επιδιώκει λύση τύπου Ανάν, επιδιώκοντας τον γεωπολιτικό έλεγχο όλης της Κύπρου. Μέσα από μία δυσλειτουργική (συν)ομοσπονδία και μία συνθήκη εγγυήσεων επιδιώκει να νομιμοποιηθεί, λόγω γειτνίασης και στρατιωτικού πλεονεκτήματος, σε ρόλο επικυρίαρχου.

Εμπόδιο για βιώσιμη επίλυση του Κυπριακού είναι το δυσμενές κεκτημένο που διαμορφώθηκε από το 1974. Η Τουρκία εφάρμοσε με επιτυχία την τακτική να ζητά τα πάντα και υποχωρώντας σε κάτι ελάχιστο να εξασφαλίζει ελληνοκυπριακές παραχωρήσεις. Δεχθήκαμε την ομοσπονδία αντί για το ενιαίο τού κράτους. Οι δύο κοινότητες έγιναν «συνιστώντα κράτη». Δεχθήκαμε τη διζωνικότητα, η οποία προάγεται ως αρχή, με την οποία η τουρκοκυπριακή κοινότητα διατηρεί την πλειοψηφία σε πληθυσμό και ιδιοκτησία γης στο τουρκοκυπριακό «συνιστών κράτος». Δεχθήκαμε την αρχή της πολιτικής ισότητας, από την οποία προέρχονται οι τουρκικές απαιτήσεις για εκ περιτροπής προεδρία, για τις ειδικές πλειοψηφίες στο προεδρικό/υπουργικό συμβούλιο και στα νομοθετικά σώματα. Εγκαταλείφθηκε το δικαίωμα επιστροφής όλων των προσφύγων στις εστίες και στις περιουσίες τους. Το εδαφικό μετονομάστηκε σε «εδαφικές αναπροσαρμογές». Οι έποικοι παραμένουν στο σύνολό τους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Ο δικοινοτικός διάλογος κατέληξε το 2004 στο Σχέδιο Ανάν. Με τις ασάφειες και τον δαίδαλο των διατάξεων δεν θα ήταν λειτουργικό και άρα ούτε βιώσιμο. Θα οδηγούσε σε αδιέξοδα. Κατά πάσα πιθανότητα θα προκαλούσε συγκρούσεις, γεγονός που θα κατέληγε σε ελληνοτουρκική κρίση.

Επιπροσθέτως, με την υπογραφή της συμφωνίας θα διαλυόταν η Κυπριακή Δημοκρατία. Η συγκατάθεση των Τουρκοκυπρίων θα ήταν προϋπόθεση για τη λήψη κάθε απόφασης. Η επιστροφή των εδαφών και η επάνοδος των προσφύγων θα γινόταν σε βάθος χρόνου. Θα ίσχυαν σοβαροί περιορισμοί στο δικαίωμα εγκατάστασης, ακόμα και στο δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης. Ο τουρκικός στρατός θα παρέμενε. Η Συνθήκη Εγγύησης παρέμενε σε ισχύ και προέβλεπε ότι οι εγγυήτριες δυνάμεις αποκτούσαν δικαίωμα επέμβασης και στα δύο συνιστώντα κράτη.

Η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν με το συντριπτικό 76% στο δημοψήφισμα του 2004 μας έδωσε την ευκαιρία να χαράξουμε μια νέα στρατηγική από μηδενική βάση. Το ίδιο το Σχέδιο Ανάν, άλλωστε, προέβλεπε ότι σε περίπτωση απόρριψής του, το σχέδιο θα ήταν άκυρο και οι δεσμεύσεις που είχαν αναληφθεί δεν θα είχαν καμία νομική ισχύ. Με άλλα λόγια, προέβλεπε «μηδενισμό του κοντέρ». Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. το 2004 ενίσχυε την επιλογή αυτή. Η Ε.Ε. μπορεί να αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα για την εξεύρεση βιώσιμης ευρωπαϊκής λύσης που να προσφέρει ασφάλεια και εγγυήσεις σε όλους τους κατοίκους της Μεγαλονήσου.

Η κυπριακή ηγεσία δεν προχώρησε σε στρατηγική αναθεώρηση από μηδενική βάση. Αποδέχθηκε το Σχέδιο Ανάν ως βάση και για τον νέο κύκλο διαπραγματεύσεων. Δεν ενέπλεξε ενεργά την Ε.Ε. στη διαδικασία. Οι συνομιλίες επαναλήφθηκαν ουσιαστικά στο ίδιο πλαίσιο. Και αυτό, επειδή από το 1974 έχει διαμορφωθεί ένα πολιτικο-διαπραγματευτικό κεκτημένο που μόνο οριακά μπορεί να αλλάξει.

Εάν καταλήξουμε και πάλι σε σχέδιο λύσης, το καίριο ερώτημα που θα τεθεί, θα είναι το ίδιο με αυτό που είχε τεθεί το 2004: η λύση θα συνιστά βελτίωση σε σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα; Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, το σχέδιο που συζητείται τώρα είναι παραλλαγή του σχεδίου Ανάν. Είναι συνεπώς πιθανό, στο δημοψήφισμα που θα ακολουθήσει η ελληνοκυπριακή ψήφος να είναι και πάλι αρνητική.

Νέα απόρριψη θα είναι επιβεβαίωση ότι η παρούσα διαπραγματευτική βάση δεν οδηγεί σε αμοιβαία αποδεκτή λύση προς όφελος και των δύο κοινοτήτων. Αυτό, δεν ισοδυναμεί με εγκατάλειψη αναζήτησης λύσης, αλλά το πολιτικό κόστος θα χρεωθεί στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Δεν αποκλείεται η Τουρκία να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία για να προχωρήσει σε νέα τετελεσμένα.

Η Ελλάδα και η Κύπρος θα έπρεπε να έχουν επιδιώξει τον καθορισμό ενός πλαισίου αρχών, σύμφωνου με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το κοινοτικό κεκτημένο. Στόχος πρέπει να είναι η επανένωση της Κύπρου σε συνθήκες δημοκρατίας και ασφάλειας και για τις δύο κοινότητες. Υπενθυμίζω ότι στην Ε.Ε. έχει ενταχθεί και το κατεχόμενο τμήμα. Απλώς, λόγω της κατοχής, στη βόρειο Κύπρο το κοινοτικό κεκτημένο δεν εφαρμόζεται. Οι επιπτώσεις μιας λύσης ενδιαφέρουν την Ε.Ε. αφού θα μπορούσαν να τινάξουν στον αέρα τους θεσμούς και τους μηχανισμούς αποφάσεων της Ενωσης. Στην κοινή θέση, θα επιδιώκαμε να συμφωνηθούν οι βασικές αρχές για ένα λειτουργικό Σύνταγμα, προς όφελος και των δυο κοινοτήτων για να μην οδηγηθούμε σε μείζονα κρίση. Η Τουρκία δεν πρέπει να έχει την ιδιότητα της εγγυήτριας δύναμης και κανένα επεμβατικό δικαίωμα στην Κύπρο. Η αποχώρηση όλων των στρατευμάτων από τη Μεγαλόνησο είναι κρίσιμη προϋπόθεση. Οχι μόνο για λόγους ασφαλείας, αλλά και για λόγους πολιτικού συμβολισμού. Η υιοθέτηση των αρχών αυτών από την Ε.Ε. θα αποτελούσε και το πλαίσιο για τις δικοινοτικές συνομιλίες που διεξάγονται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Η ίδια η Ενωση οφείλει να προστατεύσει την εύρυθμη λειτουργία της, όταν μετά τη λύση ενσωματωθούν στο οικοδόμημα και οι Τουρκοκύπριοι, όπως άλλωστε επιθυμούν.

*Ο κ. Κωνσταντίνος Μπίτσιος είναι πρέσβης ε.τ., εκτελεστικός αντιπρόεδρος ΣΕΒ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή