Αποψη: Ηλθε η ώρα του «βελούδινου» Grexit

Αποψη: Ηλθε η ώρα του «βελούδινου» Grexit

4' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η επιπόλαιη απόφαση του πρωθυπουργού να προσφέρει προσφάτως μποναμά στους χαμηλοσυνταξιούχους, έδωσε αφορμή στους θεσμούς να ρίξουν την ευθύνη για την καθυστέρηση της αξιολόγησης στην Αθήνα, θάβοντας τη δύσπεπτη αλήθεια: ότι η ανάκαμψη της Ελλάδας δεν αποτελεί προτεραιότητα της Ευρώπης.

Οχι μόνο ήταν η αναστολή των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους δυσανάλογη της εμβέλειας των ανακοινωθέντων μέτρων. Κυρίως, η επιμονή της Γερμανίας για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για μία δεκαετία, δηλαδή η απαίτηση να λάβει η Ελλάδα μέτρα της τάξεως των 4,5 δισ. ευρώ «τώρα», ώστε ο Γερμανός φορολογούμενος να αποπληρωθεί πλήρως το 2055 αντί για το 2045, είναι σουρεαλιστική. Είναι και εξοργιστική.

Η Ελλάδα έχει ήδη κατορθώσει μια γενναία δημοσιονομική προσαρμογή, κατά 16% του ΑΕΠ, φτάνοντας σε μικρό πρωτογενές πλεόνασμα. Η οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά το ένα τέταρτο. Δεν χρειάζεται περαιτέρω προσαρμογή, πόσο μάλλον τα 4,5 δισ. που ζητούν Γερμανία – ΔΝΤ. Αυτό που χρειάζεται είναι έμφαση στις δομικές μεταρρυθμίσεις, στην ποιότητα της οικονομικής διαχείρισης και στο μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής. Ομως, για καθαρά εσωτερικούς λόγους, οι θεσμοί εξακολουθούν να απαιτούν δημοσιονομικούς στόχους που καμία δημοκρατική κυβέρνηση που σέβεται τη λογική και τον άνθρωπο δεν πρέπει να δεχθεί. Ούτε καν για το 2018.

Μετά το αποτυχημένο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, ο κ. Σόιμπλε αναφέρθηκε στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ ως ένα από τα σενάρια που ακόμα συζητιούνται. Ισως να είναι ο μόνος τρόπος να πουλήσει στους Γερμανούς την αναπόφευκτη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Ηλθε η ώρα να εξετάσουμε σοβαρά την πρότασή του.

Σίγουρα το ενδεχόμενο Grexit προκαλεί ανησυχία στους Ελληνες για ευνόητους λόγους: εδώ και χρόνια οι πολιτικοί ηγέτες υπήρξαν ανώριμοι, απροετοίμαστοι και, όπως φάνηκε το καλοκαίρι του 2015, ακόμα και αυτοκαταστρεπτικοί. Αυτό επέβαλε τη λήψη καίριων οικονομικών αποφάσεων από ξένους τεχνοκράτες. Ομως, μια φιλική έξοδος από το ευρώ, με την «ευλογία» της Γερμανίας, θα μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα για ανάπτυξη, αρκεί να δημιουργηθούν κάποιες σημαντικές προϋποθέσεις:

Πρώτον, χρειάζεται μια κυβέρνηση συναίνεσης, πολυκομματική, με φιλόδοξο αναπτυξιακό και μεταρρυθμιστικό όραμα, εξαίρετη οικονομική ομάδα και ενιαίο μέτωπο προς τους Eυρωπαίους εταίρους της. Αυτό είναι sine qua non: δεν υπάρχει πλέον χρόνος για να μποϊκοτάρει η αντιπολίτευση τις μεταρρυθμίσεις της εκάστοτε κυβέρνησης, πουλώντας στον λαό ψέματα, όταν πρόκειται να πάρει τα ίδια «μνημονιακά» μέτρα με το που θα εκλεγεί. Αυτή είναι συμπεριφορά αποτυχημένου κράτους και οι Ευρωπαίοι συνομιλητές μάς αντιμετωπίζουν αναλόγως. Είναι ώρα να αποφασίσουν οι Ελληνες εάν μπορούν να αυτοκυβερνηθούν.

Δεύτερον, μια τέτοια κυβέρνηση θα πρέπει να αποκτήσει γρήγορα αξιοπιστία στον δημοσιονομικό χώρο, ώστε να μη δοθεί η εντύπωση ότι η έξοδος από το ευρώ είναι αφορμή για πληθωριστικές και λαϊκιστικές πολιτικές. Ενα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η συνταγματική υιοθέτηση ενός διαφανούς και φιλόδοξου «δημοσιονομικού κανόνα» (fiscal rule). Αυτός θα καθορίζει ένα ελάχιστο πρωτογενές πλεόνασμα του 1,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα 15 χρόνια, με ξεκάθαρους κανόνες για τις εξαιρετικές περιπτώσεις (π.χ. γεωπολιτικό πλήγμα) που θα επέτρεπαν εκτροπές. Οποιαδήποτε υπεραπόδοση από το 1,5% θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εν μέρει για να αποπληρωθεί μεγαλύτερο κομμάτι του χρέους στην Ε.Ε. και εν μέρει για δομικές επενδύσεις.

Τρίτον, η δημιουργία εργασίας και η ανάπτυξη πρέπει να γίνουν αυτοσκοπός. Εφόσον η Ελλάδα είναι μικρή χώρα, με περιορισμένη εσωτερική αγορά, πρέπει να «δανειστεί» μοντέλα ανάπτυξης από πετυχημένες χώρες με παρόμοιο προφίλ. Αυτά δείχνουν τη σημασία της οικονομικής εξωστρέφειας με έμφαση στις ξένες επενδύσεις και στις εξαγωγές υπηρεσιών. Δεν είναι μόνο ο τουρισμός, η ναυτιλία ή το real estate. Υπάρχουν περιθώρια να αναπτυχθούν «εξαγωγικοί» κλάδοι στην παιδεία, στην ιατρική, στο software development, στα logistics κ.ο.κ. Για αυτό, όμως, θα πρέπει να σπάσουν κάποια ταμπού, κυρίως όσον αφορά την ανάμειξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε αυτούς τους τομείς.

Τέταρτον, η αγορά πρέπει να αντιμετωπιστεί ως σύμμαχος και όχι ως εχθρός. Εδώ και επτά χρόνια, η Ελλάδα βασίζεται στην «ελεημοσύνη» της Ευρώπης προκειμένου να χρηματοδοτηθεί. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί: πάντα, κάποια από τα ανταλλάγματα γι’ αυτήν την εξάρτηση θα καθορίζονται από τα πολιτικά συμφέροντα των δανειστών, με το οικονομικό συμφέρον της χώρας σε δεύτερη μοίρα. Αντιθέτως, η αγορά είναι ένας ουδέτερος χρηματοδότης, θέτοντας ως μόνον όρο τη δίκαιη ανταμοιβή για το ρίσκο που παίρνει. Εναπόκειται λοιπόν σε κάθε κυβέρνηση να υιοθετήσει μέτρα που να λιγοστεύουν τον επενδυτικό κίνδυνο, ώστε να μπορεί να δανείζεται με χαμηλότερα επιτόκια.

Tέλος, για όσους πιστεύουν ακόμα ότι η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, υπό τους όρους της Ευρώπης, είναι προτιμότεροι, καλούνται να σκεφτούν το εξής: Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα, οικονομικά, κοινωνικά και γεωπολιτικά. Εφόσον κράτη όπως η Γερμανία δεν αναγνωρίζουν το επείγον της κατάστασης, στον απόηχο του Brexit και του ιταλικού δημοψηφίσματος, το ευρώ δεν πρόκειται να υπάρχει στη σημερινή του μορφή σε μερικά χρόνια.

Η Ελλάδα πρέπει να θωρακιστεί οικονομικά, με ή χωρίς ευρώ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έρχονται με τις λιγότερες δυνατόν συνέπειες. Εάν η έξοδος από το ευρώ είναι ο μόνος τρόπος να αποκτήσει μια λογική δημοσιονομική αυτονομία σύντομα, ας δεχθούμε την πρόσκληση του κ. Σόιμπλε μετά χαράς.

* Η κ. Aλεξάνδρα Μιχαηλίδου-Stevens είναι οικονομολόγος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή