Οι νέες θεατρικές περιπέτειες του Αλμπι

Οι νέες θεατρικές περιπέτειες του Αλμπι

6' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Εντουαρντ Αλμπι μού θυμίζει το πείραμα μιας αεροπορικής εταιρείας πριν από μερικά χρόνια. Οι αεροσυνοδοί σέρβιραν παγωτό με γεύση βατόμουρου, που είχε, όμως, το κίτρινο χρώμα της μπανάνας. Και κανένας δεν μπορούσε να προσδιορίσει την πραγματική του γεύση. Η πιο γνωστή δουλειά του Αλμπι παραμένει το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;». Εκανε πρεμιέρα το 1962, κερδίζοντας το πρώτο από τα τρία συνολικά Πούλιτζερ της καριέρας του Αλμπι, και το 1966 γυρίστηκε για τον κινηματογράφο από τον Μάικ Νίκολς. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον έπαιζαν τον Τζορτζ και τη Μάρθα, ένα ζευγάρι βετεράνων του γάμου που, οπλισμένοι ώς τα δόντια με πνευματική βαρβαρότητα, ξεγυμνώνουν ο ένας τον άλλο μπροστά σε ένα νεότερο ζευγάρι. Σκιαγραφείται το πορτρέτο ενός άνδρα και μιας γυναίκας που φαίνονται να στοχεύουν στην αμοιβαία καταστροφή. Και ο Αλμπι αναδεικνύεται σε έναν πικρόχολο χρονικογράφο του άνυδρου γάμου.

Ωστόσο, στη νέα παρουσίασή του πριν από τρία χρόνια στο Λονδίνο, με τη Νταϊάνα Ριγκ και τον Ντέιβιντ Σάσετ στους κεντρικούς ρόλους, είδαμε δύο ανθρώπους να χρησιμοποιούν όλο το πνεύμα και την εξυπνάδα τους σε μια ηρωική προσπάθεια να δώσουν νόημα στη συμβίωσή τους και τον κόσμο. Η σχέση τους ήταν ένας γάμος που λειτουργούσε με τους δικούς του όρους, παρά τη φθορά του. Και ενώ σίγουρα το έργο είναι ωμό και απογυμνωμένο συναισθηματικά, αναδύθηκε σ’ αυτή την παράσταση η κρυμμένη χιουμοριστική του διάσταση. Αναδύθηκε το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» ως μια πραγματική ιστορία αγάπης. Αυτός είναι ο Αλμπι. Το παγωτό μπανάνα με γεύση βατόμουρου.

Ο Εντουαρντ Αλμπι βρέθηκε στο Λονδίνο για την πρεμιέρα δύο έργων του, γραμμένων στα μέσα της δεκαετίας του ’80, του «Finding the Sun» και του «Marriage Play», που ανέβηκαν μαζί στο θέατρο Cottesloe. Και αν δεν είχε εκείνη τη σπίθα στο βλέμα και μια όχι και τόσο καλά θαμμένη αίσθηση του χιούμορ, θα μπορούσες να φύγεις έπειτα από μια ώρα μαζί του με το αίσθημα ότι είναι ένας πικρόχολος, καθόλου συνεργάσιμος, λιγομίλητος άνθρωπος, ένας στριμμένος ομοφυλόφιλος. Στην πραγματικότητα είναι πολύ γλυκός, αν και ξέρει να το κρύβει καλά πίσω από ένα ελαφρύ σήκωμα του φρυδιού.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Αλμπι έζησε κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’70 και του ’80 σχεδόν στην αφάνεια, μέχρι το 1994 που ξαναβγήκε στο προσκήνιο με το έργο «Τρεις ψηλές γυναίκες». Ο ίδιος περιγράφει την επανανακάλυψή του απλά ως «ευχάριστη» και για την επιτυχία του έργου λέει ότι «ο καθένας προτιμά ένα ναι από ένα όχι».

Στα 73 του χρόνια, ο Αλμπι φαίνεται πολύ νεότερος. Είναι λεπτός και κομψός, και φανερώνει κάπως την ηλικία του μόνο όταν περπατάει. Οσο για τα δόντια του, είναι εκθαμβωτικά. «Πήγα και τα έφτιαξα, διότι ήμουν πολύ φτωχός όταν έμενα στο Βίλατζ, δεν είχα οδοντιατρική περίθαλψη και τα είχα αφήσει να σαπίσουν. Αλλά τώρα σκέφτομαι να πάω να τα χαλάσω λίγο, να τα κάνω να φαίνονται πιο φυσικά».

Εδώ και 32 χρόνια, συζεί με έναν γλύπτη ονόματι Τζόναθαν, αρκετά νεότερό του. «Σχεδόν όλοι πια είναι νεότεροι», παραδέχεται σαρκαστικά. Τα έργα του «Marriage Play» και «Finding the Sun», σκηνοθετημένα από τον Αντονι Πέιτζ, ο οποίος είναι υπεύθυνος και για το επιτυχημένο ανέβασμα δύο άλλων έργων του («Τρεις ψηλές γυναίκες» και «Εύθραυστη ισορροπία»), κατοικούνται από ανθρώπους που ο Αλμπι γνωρίζει καλά. Ανδρες και γυναίκες από τις «ρίζες» του, την αμερικανική αριστοκρατία της Νέας Αγγλίας, που τόσο πολύ σιχαίνεται. Πρόκειται για άνδρες που δεν μπορούν να κλάψουν και γυναίκες που δένουν το πουλόβερ γύρω απο τους ώμους, ώστε να μην μπορούν να δουλέψουν.

Υιοθετήθηκε όταν ήταν μωρό από ένα ζευγάρι εκατομμυριούχων, τον Ριντ και την Φράνσις Αλμπι. Η Φράνσις ήταν η τρίτη σύζυγός του Ριντ, 23 χρόνια μικρότερη και ένα κεφάλι ψηλότερη από τον άνδρα της. «Από την αρχή ένιωθα λίγο αποπροσανατολισμένος», λέει ο Αλμπι. «Ποτέ δεν πίστεψα ότι ανήκα σε αυτούς τους ανθρώπους και σε αυτό το περιβάλλον. Ηταν βαθιά προκατειλημμένοι και αντιδραστικοί». Θα πρέπει και οι ίδιοι να ένιωθαν το ίδιο για εκείνον, καθώς τον αποκλήρωσαν όταν εγκατέλειψε το σπίτι σε ηλικία 18 ετών. Επειδή ήταν ομοφυλόφιλος; «Οχι, η ομοφυλοφιλία δεν είχε ποτέ συζητηθεί μέσα στην οικογένεια. Ηταν επειδή έφυγα από το σπίτι. Για όνομα του Θεού, αν αγοράσεις ένα παιδί, του δώσεις μια σωστή μόρφωση και το φροντίσεις όλα αυτά τα χρόνια, πώς τολμάει να σου φύγει;».

Είχαν καβγαδίσει; «Ο λόγος για τον οποίο έφυγα ήταν ανόητος. Γύρισα σπίτι έπειτα από ένα γλέντι στη Νέα Υόρκη και ένας φίλος μου έκανε εμετό μέσα στο αυτοκίνητο. Το επόμενο πρωί η μητέρα μου είπε γύρισες πολύ αργά χθες βράδυ και κάποιος άφησε τα φώτα ανοικτά. Μας κράτησαν ξάγρυπνους όλη νύχτα. Και εγώ είπα: Γιατί δεν σηκώθηκε κάποιος να τα κλείσει;. Τότε ακολούθησε μια συζήτηση, που κατέληξε στο ότι έπρεπε να αλλάξω συμπεριφορά ή να φύγω. Και εγώ έφυγα. Ηξερα ότι θα το έκανα. Κάνω πολλά πράγματα από διαίσθηση». «Και καθάρισες το αυτοκίνητο;». «Οχι», απαντάει με χαμόγελο, «το καθάρισαν οι υπηρέτες».

Παρά την απόρριψη εκείνων των ανθρώπων και των αξιών τους, ο Αλμπι τους αγκαλιάζει στα έργα του – άλλωστε και ο ίδιος είναι ένα είδος πατρικίου. Το έργο «Τρεις ψηλές γυναίκες», όπως παραδέχεται, αναφέρεται στην εξουσιαστική του μητέρα. Και παρόλο που είναι ένα καυστικό πορτρέτο της, δεν το βλέπει ως εκδίκηση, αλλά ως μεταθανάτια συμφιλίωση μ’ εκείνη και με τον ίδιο το θάνατο.

Το σκηνικό στο «Finding the Sun» είναι παρόμοιο. Δύο νέες γυναίκες της ανώτερης τάξης παντρεύονται δύο πλούσιους νεαρούς, οι οποίοι ήταν προηγουμένως εραστές. Και θάβουν τη σεξουαλικότητά τους εξαιτίας των συμβάσεων. Υπάρχει, ωστόσο, και η αισιόδοξη πλευρά. Υπάρχει ο Φέργκους, ένα δεκαεξάχρονο εκθαμβωτικά όμορφο και έξυπνο αγόρι, που περιφέρεται μέσα και έξω από το έργο, το οποίο εκτυλίσσεται σε μια παραλία. «Είναι ένα χαριτωμένο, γλυκό αγόρι», λέει ο Αλμπι, γοητευμένος από το δημιούργημά του. «Συμπαθώ πολύ τον Φέργκους. Μοιάζει με τ’ αγόρια που πηγαίναμε μαζί σχολείο, τις πρώτες μου αγάπες…».

Και για το έργο του «Marriage Play», στο οποίο πιο πικρά και πιο ήσυχα από τη «Βιρτζίνια Γουλφ» ένα ζευγάρι, που υποδύονται η Σίλα Γκις και ο Μπιλ Πάτερσον, δίνουν τη μάχη τους στην αρένα του γάμου, λέει: «υποθέτω ότι το συμπέρασμα αυτού του έργου είναι ότι έρχεται κάποτε μια στιγμή που συνειδητοποιείς ότι η τελευταία σχέση στη ζωή σου είναι μια μορφή θανάτου».

Ο θάνατος είναι μεγάλος μπελάς για τον Αλμπι. «Μ’ αρέσει να συμμετέχω στη ζωή», λέει, «και δεν εγκρίνω το θάνατο. Εκείνο που σε τρομάζει όταν φτάσεις σε κάποια ηλικία είναι ότι η ζωή σου θα διακοπεί απότομα προτού προλάβεις να την ολοκληρώσεις». Και παίρνει αμυντική στάση όταν τον ρωτάς γιατί δε θέλει να πεθάνει. «Ισως διότι πραγματικά απολαμβάνω να είμαι ζωντανός». Ευτυχώς. Είναι μία από τις «ξερές» φράσεις του που αντισταθμίζονται με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, προσπαθώντας να κρύψουν την τρυφερότητά του με τον ίδιο τρόπο που οι πρώτες πικρόχολες εντυπώσεις καλύπτουν την ανθρωπιά των έργων του.

Αισθάνεται να υπάρχει σε όλα τα πράγματα μια πικρή γεύση; «Πιστεύω πως ναι, εκτός από την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος». Αρα είναι θλιμμένος και πικραμένος; «Οχι, όχι, καθόλου». Εντουαρντ Αλμπι, βατόμουρο και μπανάνα.

Η νέα παραγωγή της «Αριάδνης στη Νάξο» (14/1) του Ρ. Στράους ανέδειξε γι’ ακόμα μία φορά το εξαιρετικό ταλέντο της Βασιλικής Καραγιάννη. Ως Τζερμπινέτα, δεν τραγούδησε μόνον με ακρίβεια και μουσικότητα έναν ρόλο για τον οποίο διεθνώς βρίσκεται δύσκολα ερμηνεύτρια, αλλά κινήθηκε με μοναδική σκηνική άνεση, κυριαρχώντας στην παράσταση. Αναμφίβολα, η πιο κεφάτη νέα παραγωγή της ΕΛΣ υπήρξε το «Καπέλο από ψάθα Φλωρεντίας» (Λογιάδης/Ιορδανίδης/Πάτσας, 18/1) του Νίνο Ρότα, για το οποίο μετακλήθηκε ο Ιταλός τενόρος Γουίλιαμ Ματεούτσι, γνωστός για τις ερμηνείες του στις όπερες του Ροσίνι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή