Για ποδοσφαιρόφιλους γεννημένους την περίοδο που εισήχθησαν στο καλεντάρι τα Κύπελλα Ευρώπης, η νέα μορφή του Τσάμπιονς Λιγκ μπερδεύει αν συγκριθεί με τις κατακτήσεις τίτλων των «μπέμπηδων» της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ή της Σέλτικ το 1967, όταν δηλαδή οι βρετανικές ομάδες ήταν εξ ολοκλήρου βασισμένες σε γηγενείς ποδοσφαιριστές. Στα τελευταία 23 χρόνια, η «δεξαμενή νικητών» του Τσάμπιονς Λιγκ ολοένα και μικραίνει, περιορίζοντας τις επιτυχίες και τις μεγάλες στιγμές σε λίγες –πολύ πλούσιες– ομάδες.
Ο πρόεδρος της UEFA, Αλεξάντερ Σεφέριν, έχει τονίσει την ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας για τις ομάδες, ωστόσο η πορεία που διαγράφει το ποδόσφαιρο είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από τον αρχικό στόχο, ιδίως αν υπολογίσουμε πως Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Ρεάλ, Μπαρτσελόνα, Μπάγερν, Γιουβέντους και Μίλαν έχουν συμμετάσχει στο 66% των τελικών του Τσάμπιονς Λιγκ τα τελευταία 23 χρόνια. Ο οικονομικά ισχυρότερος όχι μόνο επικρατεί συνεχώς, αλλά αυξάνει διαρκώς και τη διαφορά του συγκριτικά με τους υποδεέστερους αντιπάλους. Η πρόταση για ένα μοντέλο τύπου NBA, όπου οι ομάδες που δεν πηγαίνουν καλά αποκτούν τους πιο ταλαντούχους νεαρούς παίκτες, απορρίπτεται από τους συλλόγους και η UEFA προσπαθεί απλώς να θέσει κάποιους όρους περιορισμού του χάσματος, οι οποίοι αποδεικνύονται μη εφαρμόσιμοι.
Σε συμβούλιο της UEFA τον προηγούμενο μήνα, ο Σεφέριν δεσμεύθηκε πως θα φέρει μία σειρά μέτρων που θα εξισορροπήσουν την κατάσταση, αλλά όπως ανέφερε ο πρόεδρος της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας: «Θεωρώ αδύνατον να μπορέσουμε να ξαναδούμε παραδείγματα προηγούμενων δεκαετιών, όταν στην κορυφή της Ευρώπης ήταν ομάδες όπως η Στεάουα Βουκουρεστίου ή ο Ερυθρός Αστέρας. Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές». Πιθανές οικονομικές αλλαγές, ωστόσο, ουσιαστικά κρέμονται σε τεντωμένο σκοινί, καθώς η UEFA «δεσμεύει» όλους τους συλλόγους στις τάξεις της μέσω των χρημάτων που δίνει. Οποιαδήποτε αλλαγή «προς τα κάτω», μπορεί να επιφέρει ρήξη…