Η δήλωση Σεφέρη εναντίον της χούντας

Η δήλωση Σεφέρη εναντίον της χούντας

6' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Γιώργος Σεφέρης ξεκίνησε την υπηρεσιακή του σταδιοδρομία σε μια ταραγμένη περίοδο. Απέρριψε τη μικροψυχία του Εθνικού Διχασμού, αλλά σύντομα βρέθηκε ενώπιον μεγαλύτερων κινδύνων. Συγκλονισμένος από τη ναζιστική προέλαση στην Ευρώπη, η οποία αναιρούσε αυτό το βασικό σημείο αναφοράς του, τον Απρίλιο του 1941 ακολούθησε την ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη και στη συνέχεια στο Κάιρο. Ως διευθυντής του Γραφείου Τύπου της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης συνεργάζεται τον Οκτώβριο του 1943 με τους αριστερούς διανοούμενους της Αλεξάνδρειας, που είναι οργανωμένοι στον Ελληνικό Απελευθερωτικό Σύνδεσμο, στην πραγματοποίηση της έκθεσης «Δύο χρόνια σκλαβιάς-Δύο χρόνια αγώνα» και προλογίζει τον κατάλογο της έκθεσης. Η χούντα θα ανασύρει αργότερα αυτό το γεγονός για να τον κατηγορήσει ως φιλοκομμουνιστή και φιλοεαμίτη.

Στη Μέση Ανατολή απογοητεύθηκε από τον πρωθυπουργό της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και τους Ελληνες πολιτικούς που συνέρρεαν στην Αίγυπτο. Η απογοήτευσή του αποτυπώθηκε στο ποίημα της επιστροφής στην Ελλάδα, στον «Τελευταίο Σταθμό»: «…Ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,/καθένας κι’ ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του».

Την απελευθέρωση και την επιστροφή ακολούθησε ο εφιάλτης των Δεκεμβριανών. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1944 σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Μαύρη μέρα. Από την αυγή αλληλοσπαραγμός». Και συνεχίζει στις 21 Δεκεμβρίου: «Αεροπλάνα πολυβολούν. Η Ελλάδα αλίμονο η Ελλάδα: ένα σταυρωμένο κορμί κι’ όλοι το καρφώνουν λυσσασμένοι…».

Η σιωπή, πρώτη αντίδραση του ποιητή στη δικτατορία

Στα χρόνια που ακολούθησαν απέφυγε οποιαδήποτε εμπλοκή στην πολιτική. Η ανακίνηση του Κυπριακού μετά το 1955 του επιτρέπει να διαπιστώσει «την ελεεινή ανεπάρκεια των αρχόντων μας». Από το 1956 μέχρι το 1960 αναμείχθηκε ενεργά, υπηρεσιακά στο Κυπριακό. Αρχικά ως διευθυντής της Β΄ Πολιτικής Διεύθυνσης και στη συνέχεια ως πρεσβευτής στο Λονδίνο. Διαφώνησε τον Δεκέμβριο του 1958 με την πορεία λύσης του Κυπριακού, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί από τις συνομιλίες στη Ζυρίχη.

Το 1961, ο Θεοδωράκης μελοποίησε τα «Επιφάνια», που παρουσιάστηκαν σε πρώτη δημόσια εκτέλεση τον Νοέμβριο. Ηταν η πρώτη μεγάλη γέφυρα με την Αριστερά, που επίμονα τον αμφισβητούσε. Τα μελοποιημένα από τον Θεοδωράκη ποιήματά του αγαπήθηκαν από το κοινό και συνέβαλαν στην ευρύτερη γνώση της ποίησής του και στη δημοφιλία του.

Επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1962. Τον Οκτώβριο του 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ. Η βράβευσή του συνέπεσε με την επιδείνωση του Κυπριακού και τις δικοινοτικές συγκρούσεις στο νησί. Το 1964, η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου αντί να αξιοποιήσει τον διπλωμάτη-ποιητή, έναν από τους καλύτερους γνώστες του Κυπριακού, τον απέλυσε ως έχοντα συμπληρώσει «δημοσίαν υπηρεσίαν τριάκοντα επτά ετών».

Προκόβουμε καταπληκτικά

Η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967 βρήκε τον Σεφέρη συνταξιούχο στην Αθήνα. «Προκόβουμε καταπληκτικά» σημείωσε με θλίψη στο ημερολόγιό του. Η πίκρα του αποτυπώθηκε έναν χρόνο αργότερα στο δίστιχο ποίημά του «Από βλακεία»: «Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· Χριστιανών· πυρ!/Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε·».

Πρώτη αντίδρασή του η σιωπή. Απέσυρε από το τυπογραφείο όσα είχε για τύπωμα και αρνήθηκε να δημοσιεύσει οτιδήποτε στην Ελλάδα. Τον Δεκέμβριο του 1967, όταν του προσφέρθηκε διορισμός στην έδρα ποίησης του Χάρβαρντ απάντησε στον πρύτανη ότι: «Γνωρίζετε πως από την περασμένη άνοιξη λειτουργεί λογοκρισία στη χώρα μου· και πεποίθησή μου είναι πως κανένα γραφτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει χωρίς ελευθερία της έκφρασης… Η κατάσταση του αυτοεξόριστου δεν με ελκύει· θέλω να μείνω με τον λαό μου να μοιραστώ τα γυρίσματα της τύχης του…». Το τελευταίο τρίμηνο του 1968 πήγε στην Αμερική φιλοξενούμενος του Πανεπιστημίου του Princeton. Εκεί προβληματίστηκε με την ιδέα μιας δήλωσής του ενάντια στη δικτατορία, που ωρίμασε με την επιστροφή του στην Αθήνα. Συνεργούσε σ’ αυτό ο φίλος του Στρατής Τσίρκας.

Μια κραυγή αγωνίας

Στις 29 Μαρτίου 1969 διανεμήθηκε στους Ελληνες δημοσιογράφους και στους ξένους ανταποκριτές η δήλωσή του υπογεγραμμένη. Ηταν μια συγκλονιστική προσωπική κατάθεση ενώπιον της Ιστορίας. Ενιωσε την καταγγελία του αυταρχικού καθεστώτος ως επιτακτικό χρέος. Προσδιόρισε ως αναπότρεπτο τέλος της εκτροπής μια τραγωδία. «Οσο μένει η ανωμαλία τόσο προχωρεί το κακό». Δεν ήταν μια απλή προειδοποίηση. Ηταν κραυγή αγωνίας. Ο λόγος του πυκνός, μεστός. Ταύτισε τη φωνή του με τη φωνή του λαού, του έθνους: «Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή».

Η δημοσίευσή της ήταν ένα πραγματικό ράπισμα για τη χούντα. Ο κορυφαίος Ελληνας ποιητής, με διεθνή ακτινοβολία καταδίκαζε το καθεστώς και ζητούσε τον τερματισμό του. Ηταν η κορυφαία πνευματική εκδήλωση αντίστασης. Ο υπουργός Εξωτερικών Παναγιώτης Πιπινέλης τού αφαίρεσε τον τίτλο του πρέσβη επί τιμή και τη χρήση του διπλωματικού διαβατηρίου, με τη δικαιολογία ότι τροφοδότησε την αντεθνική και την κομμουνιστική προπαγάνδα. Οι χουντικές εφημερίδες τον στοχοποίησαν για μέρες, χαρακτηρίζοντάς τον ως ανθέλληνα, συνοδοιπόρο και εαμίτη. Στη συνείδηση του λαού πήρε ηρωικές διαστάσεις. Οπου τον αναγνώριζαν έσπευδαν να τον συγχαρούν και να τον χαιρετήσουν. Μόνο οι μεγαλοδιπλωμάτες συνάδελφοί του και οι καταξιωμένοι λογοτέχνες της γενιάς του ’30 τήρησαν σιγήν ιχθύος.

Η χουντική αντίδραση πέρα από τις καταδικαστικές ανακοινώσεις κορυφώθηκε με μια προσπάθεια να αποδείξουν ότι επικρατούσε πνευματική ελευθερία. Ο ίδιος ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος ανακοίνωσε ότι υποχρεωτικά όλες οι εφημερίδες θα δημοσίευαν μία φορά την εβδομάδα ένα διήγημα Ελληνα λογοτέχνη από μια απροσδιόριστη κρατική ανθολογία διηγήματος. Στην υποχρέωση συμπεριλήφθηκαν ακόμη και τα ελαφρά περιοδικά ποικίλης ύλης. Ο δικτάτορας ανακοίνωσε με στόμφο ότι ανάμεσα στους ανθολογούμενους υπήρχαν κομμουνιστές, εξόριστοι και φυλακισμένοι.

Στην πρωτοπορία της πνευματικής αντίστασης

Η ανθολόγηση και η δημοσίευση, χωρίς τη συγκατάθεση των συγγραφέων, των διηγημάτων τους προκάλεσαν την αντίδραση των νεότερων λογοτεχνών. Μία ομάδα, που την αποτελούσε ο Νίκος Κάσδαγλης, η Καίη Τσιτσέλη, η Κωστούλα Μητροπούλου, ο Παντελής Καλλιότσος, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Κώστας Ταχτσής και ο Ρόδης Ρούφος, ετοίμασε μια δήλωση και ζήτησε από όλους τους γνωστούς συγγραφείς και ποιητές να την προσυπογράψουν. Συνάντησαν υπεκφυγές και αρνήσεις. Οι επτά που πήραν την πρωτοβουλία έγιναν μόλις δεκαοκτώ. Προσυπέγραψαν ο Θανάσης Βαλτινός, η Μιχαήλα Αβέρωφ, ο Αλέξανδρος Αργυρίου, η Λιλή Ιακωβίδη, ο Γιώργος Γεραλής, ο Φώντας Κονδύλης, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Ιάσων Δεπούντης, η Λίνα Κάσδαγλη, ο Τάκης Κουφόπουλος, ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος. Η δήλωση δόθηκε στη δημοσιότητα στις 23 Απριλίου 1969, μέρα της ονομαστικής γιορτής του ποιητή. Η τελευταία παράγραφος κατέληγε: «Τιμούμε τον Γιώργο Σεφέρη, γιατί πρώτος επεσήμανε τους κινδύνους που αυξάνουν όσο παρατείνεται η σημερινή κατάσταση. Ελπίζουμε, η φωνή του μεγάλου ποιητή να μην αποδειχτεί φωνή Κασσάνδρας».

Ακολούθησε τον Ιούλιο του 1970 η έκδοση των «18 κειμένων». Πρωτοστατούσαν ο Τσίρκας και ο Ρούφος. Συμμετείχαν οι περισσότεροι από όσους είχαν υπογράψει τη δήλωση της 23 Απριλίου. Στο εξώφυλλο τα ονόματα των συνεργατών μπήκαν με αλφαβητική σειρά. Προτάχθηκε, πιο ψηλά, το όνομα του Γ. Σεφέρη. Εκτοτε, ο Σεφέρης θεωρήθηκε αδιαφιλονίκητος πνευματικός ηγέτης της αντίστασης. Τον Δεκέμβριο του 1970, ο Σεφέρης συνυπέγραψε με τους Ρίτσο, Τσίρκα, Βαλτινό, Σινόπουλο, Αναγνωστάκη, Χάκκα και την Αννα Συνοδινού, τηλεγράφημα συμπαράστασης προς τους Καταλανούς διανοουμένους, που είχαν κλειστεί στο Μοναστήρι του Μονσερά, διαμαρτυρόμενοι για τις καταπιέσεις του καθεστώτος Φράνκο. Η συνυπογραφή με τον Ρίτσο ήταν μια υπέρβαση που καταργούσε προκαταλήψεις και ιδεολογικά στεγανά. Οπως σημειώνει ο Θ. Βαλτινός, «η παρουσία του Σεφέρη αποτελούσε πια προϋπόθεση σε κάθε νέα κίνηση. Ηταν λάβαρο και ασπίδα συνάμα».

Ο Σεφέρης μαζί με τον Τσίρκα ετοίμασαν μια εκτεταμένη δήλωση – καταγγελία της χούντας για την προσπάθειά της να καπηλευθεί την επέτειο από τα 150 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης τον Μάρτιο του 1971. Ενώ η πρόθεσή τους ήταν να υπογραφεί από έναν μικρό αριθμό διανοουμένων, υπέγραψαν τελικά 133 λογοτέχνες και καλλιτέχνες. Ηταν η πιο μαζική πνευματική εκδήλωση αντίστασης. Ο κύκλος της σεφερικής αντίδρασης κατά της χούντας, που άρχισε με τη δήλωση του Μαρτίου 1969, έκλεισε το καλοκαίρι του 1971 με τη δημοσίευση στο αφιέρωμα του παρισινού «Φιγκαρό» για τον Προυστ, ενός κειμένου που κατήγγελλε τη φυλάκιση του Παύλου Ζάννα, μεταφραστή του Προυστ στην Ελλάδα.

* Ο κ. Γιώργος Γεωργής είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Νεαπόλεως Πάφου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή