Σινεμά στο καφενείο

2' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γεννήθηκα σε ένα χωριό στο πουθενά, κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα όπως μου έλεγαν, αλλά εγώ ήξερα καλά πως είναι στο κέντρο του κόσμου, όπως όλα τα χωριά στην άκρη του Θεού που είναι και κέντρο του κόσμου παράλληλα. 

Θάλασσα δεν είχα δει ποτέ παρά μόνο στα βιβλία, ήξερα πως κρύβεται πίσω από τα βουνά, όπως γνώριζα ότι το μεγαλύτερο από αυτά είχε δύο όψεις, εμείς ζούσαμε στην άγρια πλευρά, τη βραχώδη, την άλλη που δεν βλέπαμε, τη δασώδη, την καταπράσινη, μόνο τη φανταζόμουν. 

Οι δικοί μου διατηρούσαν ένα καφενείο· ενίοτε και μπακάλικο, τηλεφωνικό κέντρο, θεατρική σκηνή για περιοδεύοντες θιάσους, πρακτορείο ειδήσεων και χώρο αναμονής επιβατών – εννοείται στο κέντρο του χωριού και, φυσικά, στο κέντρο του κόσμου.

Κάθε Κυριακή η μαμά έψηνε τηγανίτες κι εγώ φανταζόμουν πως είναι οι σβίγκοι της θετής μητέρας του Ρεμί στο «Χωρίς οικογένεια». Ονειρευόμουν πως περνά ο Βιτάλης και με παίρνει, η μαμά τρέχει έξω από το καφενείο, αλλά ποτέ δεν με προλαβαίνει, χάνομαι στη στροφή του δρόμου και τότε βάζω τα κλάματα, αλλά στ’ αλήθεια, όχι σαν τον Ρεμί.

Μέχρι που μια Κυριακή του Ιούνη, μια ημέρα που νιώθω πια μεγάλη, όπως νιώθουν όλοι όσοι φτάνουν στα ολοστρόγγυλα 10, φέρνουν στο καφενείο ένα πανί που το λένε σινεμά. Άνοιξαν διάπλατα τα μάτια μου, κόντεψαν να βγουν από τις κόγχες, όταν είδα τις εικόνες να σαλεύουν. Στρατιώτες σε μια έρημο κινούνται γρήγορα, με χαιρετούν χαμογελώντας και ύστερα πέφτουν και χάνονται· μια τρύπα τους ρουφά και δεν τους ξαναβλέπω πια, ούτε στο πάτωμα.  

Εκεί είδα για πρώτη φορά τη θάλασσα. Ζωντανή, σπαρταριστή, να λαμπυρίζει, κι όχι όπως στα βιβλία. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου. Άπλωσα τα χέρια να την πιάσω, λίγο ακόμα και θα την άγγιζα, και ίσως να την είχα φτάσει, αν μια οργισμένη ομήγυρη δεν ξεσπούσε εν χορώ: «Τραβήξτε πέρα το παιδί». 

«Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» ρωτούσαν. «Θα μπω μες στο πανί», έλεγα εγώ. «Δεν είναι φρόνιμο να μπεις, γιατί δεν θα μας ξαναδείς, θα γίνουμε σκιές, θα μας ξεχάσεις», απαντούσαν. Άδικα φοβούνταν. Η μαμά μου έμοιαζε με τη Μανιάνι όταν θύμωνε και καμιά φορά με την Τζουλιέτα, όταν γελούσε. Ο μπαμπάς μου ήταν ο Ρενάτο Σαλβατόρι, αλλά τότε ακόμα το αγνοούσα. 

Ώσπου μια Κυριακή απόγευμα, πριν από το σινεμά, ένας γέρος ξεχασμένος, που έβαζε σταυρό αντί για υπογραφή, άρχισε να σιγοτραγουδά, σκουπίζοντας τα μάτια του, έτσι που δεν ήξερα αν κλαίει αυτός ή το τζουκ μποξ:

Τώρα η «Άγια Κυριακή»/στην αμμουδιά σαπίζει/κι όταν τη βλέπω στο γιαλό/τρέχει το δάκρυ μου θολό/και η καρδιά ραγίζει. 

Κάτι μπρος μου άξαφνα σαν να σκίστηκε. Και πράγματι κάτι είχε σκιστεί, ήταν το πανί της προβολής που χωρίστηκε στα δύο, όπως είχα δει να κάνει κι ο Μωυσής στην εικονογραφημένη Βίβλο στο σχολείο. Για πρώτη φορά μού αποκαλύφθηκε τι έκρυβε από πίσω.

«Εγώ, παππού, θα μπω μες στο τραγούδι», ούρλιαξα. «Θα μπω μες στο τραγούδι, θα μπω μες στο τραγούδι», φώναζα και τον κύκλωνα σαν σβούρα, περιχαρής. Γύρισε τότε εκείνος περίλυπος και είπε: «Δεν είναι φρόνιμο να μπεις, κορίτσι μου, γιατί, αν μπεις, δεν θα είσαι πια εσύ τραγούδι, θα είσαι ένας γέρος που διηγείται ιστορίες την Κυριακή. Το θες αυτό;».

«Το θέλω», είπα. ■

* Η Ειρήνη Γιαννάκη δημοσιεύει βιβλιοκριτικές σε περιοδικά και στο διαδίκτυο. Η πρώτη της ποιητική συλλογή, «Η αλφαβήτα των πραγμάτων», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή