Αποψη: Να κοιτάξουμε μπροστά

Αποψη: Να κοιτάξουμε μπροστά

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ολα τα προηγούμενα δύσκολα χρόνια η χώρα προσπάθησε να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά έτσι ώστε να καταστήσει βιώσιμο το δημόσιο χρέος και να επανακτήσει την έξοδό της στις διεθνείς αγορές. Ενα μεγάλο στοίχημα είναι η άμεση εξάλειψη του country risk και η καθιέρωση στη «συνείδηση» των διεθνών αγορών ότι η παρούσα αξία του χρέους είναι μικρότερη ή ίση με τη μελλοντική αξία των πρωτογενών πλεονασμάτων. Επιπρόσθετα, προτεραιότητα έχει η άμεση αύξηση του ΑΕΠ μέσω ενός νέου μοντέλου παραγωγής.

Το ερώτημα, όμως, είναι με ποιο παραγωγικό μοντέλο θα πρέπει να σχεδιάσουμε μια μακροπρόθεσμα διατηρήσιμη ανοδική πορεία της οικονομίας, δηλαδή πώς θα μπορέσουμε να επιτύχουμε μια βιώσιμη ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια; Εκτός αυτού, πώς θα μπορέσουμε να θωρακίσουμε την οικονομία μας από μια άλλη ενδεχόμενη κρίση; Επιπλέον, ποιο είναι το πλήγμα, για την προσπάθεια ανάταξης οικονομίας μας, από τη συνεχή απαξίωση και αδρανοποίηση των συντελεστών παραγωγής;

Το υπάρχον πρόγραμμα «ολιστικής ανάπτυξης» είναι πολύ γενικό και αόριστο για να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά.

Οι παραγωγικοί συντελεστές είναι όπως ένας ζωντανός οργανισμός, ο οποίος χωρίς «άσκηση» και συχνή αξιοποίηση των δυνατοτήτων, συρρικνώνεται και αδρανοποιείται. Αυτός ακριβώς είναι ο μακροπρόθεσμος, ο οποίος τείνει να γίνει βραχυπρόθεσμος, κίνδυνος που διέπει την ελληνική οικονομία. Ανθρώπινο δυναμικό το οποίο για μεγάλο χρονικό διάστημα παραμένει αναξιοποίητο, χρηματικά κεφάλαια τα οποία δεν επενδύονται λόγω της μη ύπαρξης σταθερότητας και αξιοπιστίας στη χώρα και η επαναλαμβανόμενη σκέψη από τον εκάστοτε επενδυτή, για επένδυση αυτών στη χώρα μας, υφίσταται πλέον έναν κορεσμό και απομακρύνει την όποια πιθανότητα.

Τα capital controls ήταν μια τεχνική λύση η οποία νομοθετήθηκε για τον περιορισμό της φυγής χρηματικών κεφαλαίων. Ηταν η έσχατη δυνατή λύση ώστε να μη χαθεί ένας συντελεστής παραγωγής –το χρηματικό κεφάλαιο–, μολονότι τα κεφάλαια τα οποία βρίσκονται στη χώρα δεν επενδύονται. Επιπλέον, κανένα νομοθέτημα δεν μπορεί να εγκλωβίσει το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας, το οποίο είτε φεύγει στο εξωτερικό είτε παραμένει στη χώρα και αναμένει να εργαστεί σε ένα ανταγωνιστικό και δημιουργικό περιβάλλον εργασίας. Η αναμονή αυτή, κυρίως νέων επιστημόνων, φθείρει την όποια δεξιότητα και γνώση έλαβαν στο πανεπιστήμιο την οποία προσδοκούν να αξιοποιήσουν σε ένα καινοτόμο και ανταγωνιστικό οικονομικό και παραγωγικό περιβάλλον.

Ο χρόνος της «απραξίας», λόγω της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας έχει πλήξει σημαντικά όλες τις δομές παραγωγής. Οι νέοι επιστήμονες φεύγουν όχι μόνο γιατί δεν βρίσκουν εργασία αλλά γιατί θεωρούν ότι το οικονομικό κλίμα δεν είναι ευνοϊκό και ότι δεν θα υπάρξουν περιθώρια προόδου. Οπως ένας επενδυτής, ο οποίος με δυσκολία εμπιστεύεται τα κεφάλαιά του σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για τη μελλοντική του σταθερότητα και πρόοδο, ομοίως και το ανθρώπινο δυναμικό αξιολογεί με δυσπιστία πού θα διαθέσει το πνευματικό του κεφάλαιο.

Ακόμα, όμως, και με τις ήδη υπάρχουσες δομές παραγωγής πρέπει να γίνει ένας συνδυασμός ο οποίος θα δημιουργεί τη μέγιστη προστιθέμενη αξία για την οικονομία όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, προς ικανοποίηση των δεικτών – στόχων, αλλά και μακροπρόθεσμα με στόχο τη διατήρηση και θωράκιση της οικονομικής σταθερότητας.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ως «παραγωγικό μοντέλο» δεν θα θεωρήσει ξανά η Ελλάδα τον κατασκευαστικό κλάδο και συγκεκριμένα, την οικοδομή. Η στροφή σε επενδύσεις οι οποίες θα καινοτομούν, δηλαδή θα δημιουργούν αξία ξανά και ξανά, έτσι ώστε να υπάρχει μία συνέχεια στην οικονομική ανάπτυξη, είναι μονόδρομος για προστασία της οικονομίας και της βιώσιμης, μακροπρόθεσμα, κοινωνικής ευημερίας. Η «παραγωγή» που θα κρατήσει τον τόπο όρθιο σε βάθος χρόνου θα πρέπει να υποστηρίζεται από πλευράς φυσικού χώρου, χρηματοδότησης αλλά και στελέχωσης – ανθρώπων. Αυτό σημαίνει ότι και το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει να συμμετέχει αποτελεσματικά στην παραπάνω διαδικασία, εξασφαλίζοντας τους κατάλληλους ανθρώπους, με την απαραίτητη εξειδίκευση αλλά και με τη βέλτιστη αναλογία ειδικοτήτων, οι οποίοι θα στελεχώσουν τις εν λόγω επενδυτικές προσπάθειες. Η ύπαρξη αλλά και η στρατηγική διαχείριση των παραπάνω θα οδηγήσουν στη μακροχρόνια ανάπτυξη.

Ο τουρισμός, ο οποίος αποτελεί τη ναυαρχίδα της ελληνικής οικονομίας, χρήζει κι αυτός στρατηγικού σχεδιασμού, έτσι ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις να παραμείνει στην κορυφή. Βλέπουμε το παράδειγμα της Σαντορίνης, όπου παρατηρείται χρόνο με τον χρόνο το φαινόμενο του overtourism, όπου η βιωσιμότητα της τοπικής οικονομικής ανάπτυξης μπορεί να κινδυνεύσει σημαντικά και να χαθεί μέρος της αξίας για την οποία σημειώθηκε η εν λόγω οικονομική άνοδος.

Παρά τη σαφή έλλειψη «πρώτων υλών» αλλά και τη φθορά των υπαρχουσών, η συνεχής προσπάθεια για ανεύρεση νέων αλλά και η σωστή διαχείριση και αξιοποίηση των υφισταμένων για τη μελλοντική «παραγωγική δραστηριότητα» της χώρας είναι το μεγαλύτερο στοίχημα το οποίο θα κρίνει το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.

* O κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής στην έδρα «Jean Monnet» στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρώην συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων.

** O κ. Βασίλης Πηλιχός είναι οικονομολόγος και υποψήφιος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή