Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος αδιεξόδου

Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος αδιεξόδου

10' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μετά το «φιάσκο» του 1995, στο οποίο πρωταγωνίστησαν ο Περατικός, ο Καλογερίδης και ανύπαρκτοι επενδυτές από τα βάθη της Ανατολής, τα μεγαλύτερα Ναυπηγεία της Ανατολικής Μεσογείου, αναζητούν εκ νέου διέξοδο από την προβληματικότητα στην οποία περιήλθαν τα τελευταία 5 χρόνια, υπό την αποτυχημένη διοίκηση της ΕΤΒΑ και των εργαζομένων (51% – 49%), μέσω της ιδιωτικοποίησης, η διαδικασία της οποίας αποδεικνύεται εξίσου προβληματική. Η εξέλιξη του διαγωνισμού που ξεκίνησε από τις αρχές του έτους και η διαμάχη που έχει ξεσπάσει τις τελευταίες ημέρες, μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών, αποκαλύπτει τόσο την ιδιαίτερη αντίληψη των κυβερνώντων για τις διαρθρωτικές αλλαγές, όσο και το πλούσιο σε επαφές και διαβουλεύσεις παρασκήνιο που έλαβε χώρα παράλληλα με το διαγωνισμό, προκειμένου να ικανοποιηθούν προειλημμένες αποφάσεις. Η αναδρομή στον «βίο και στην πολιτεία» των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά από το 1996, χρονιά που αποτέλεσε έναν ακόμη σταθμό στην ταραχώδη ιστορική πορεία του, είναι απολύτως χρήσιμη και δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό τα, κατ’ άλλους και μάλιστα τους πλέον υποψιασμένους, σημερινά δρώμενα για τα οποία εκφράζονται ερωτήματα.

Η λύση του ιδιόμορφου ιδιοκτησιακού καθεστώτος ΕΤΒΑ – εργαζομένων σε ποσοστό 51% – 49% αντιστοίχως, ήρθε έπειτα από τρεις αποτυχημένους διαγωνισμούς για την πώλησή τους και θεωρήθηκε λύση ανάγκης, την οποία εν πολλοίς επέβαλαν οι εργαζόμενοι, με πρόεδρο Σωματείου τότε και από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, τον σημερινό πρόεδρο του Συνεταιρισμού κ. Γ. Κοντάκη. Επειτα από απαίτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έγκριση του νέου ιδιοκτησιακού καθεστώτος και τη διαγραφή χρεών ύψους περίπου 45 δισ. δρχ., απαιτήθηκε η προσέφυγε σε ιδιωτικό μάνατζμεντ για τούτο και διεξήχθησαν δύο διαγωνισμοί, ο δεύτερος εκ των οποίων ανέδειξε ως πλειοδότη την βρετανική εταιρεία Brawn & Root. Ενδιαφέρον σε αυτήν τη φάση είχε επιδείξει, χωρίς επιτυχία, ο σημερινός πλειοδότης του διαγωνισμού για την πώληση των Ναυπηγείων, HDW. Οι Βρετανοί μάνατζερ, οι οποίοι προσελήφθησαν έναντι αδράς αμοιβής, υπέγραψαν 5ετή σύμβαση (έληγε το 2001) με συγκεκριμένους όρους και ρήτρες, τις οποίες ουδέποτε ενεργοποίησαν ΕΤΒΑ και εργαζόμενοι, όταν αμφότεροι διαπίστωσαν ότι οι Αγγλοι ζημιώνουν το Ναυπηγείο. Η μοναδική σύμβαση που έφεραν στα Ναυπηγεία ήταν αυτή με την STRINTZIS LINES για την ναυπήγηση τριών κρουαζιεροπλοίων συνολικού ύψους 30 δισ. δρχ,. η οποία τελικά απέβη μοιραία για το Ναυπηγείο, χρεώνοντάς του με ζημιές, ύψους 65 δισ. δραχμών. Στη συμφωνία πρωτοστάστησε η τότε υφυπουργός Ανάπτυξης Αννα Διαμαντοπούλου, η οποία μάλιστα την ανακοίνωσε και πανηγυρικά δίνοντας τη διάσταση του ανοίγματος των Ναυπηγείων σε εμπορικές εργασίες. Εκ των υστέρων, ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού κ. Γ. Κοντάκης και αντιπρόεδρος του Δ.Σ. των Ναυπηγείων, ανεπισήμως αναγνωρίζει ως λάθος την υπογραφή της σύμβασης και τις προσωπικές του ευθύνες, δηλώνοντας ότι πίστεψε ότι το χαμηλό κόστος θα έφερνε στο ναυπηγείο νέες εργασίες.

Από τη δημοσίευση του ισολογισμού των Ναυπηγείων του 1998 που εμφανίστηκαν μεγάλες ζημιές, άρχισαν και οι πρώτες προστριβές μεταξύ εργαζομένων – ΕΤΒΑ και Brawn & Root. Κατέστη σαφές ότι η Βρετανοί μάνατζερ δεν ανταποκρίνονται στη σύμβαση, ωστόσο αντί για καταγγελία αυτής, επιχειρήθηκε με την πλήρη συναίνεση των εργαζομένων και σιωπηρά η αποχώρησή τους και η αντικατάσταση του μάνατζμεντ. Χωρίς διαγωνισμό, ο κ. Γ. Κοντάκης στο όνομα των εργαζομένων που εκπροσωπούσε ως μετόχους, επέβαλε για μάνατζερ των κ. Σ. Εμμανουήλ, σε μια περίοδο μάλιστα που, σύμφωνα με δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου, διώκετο για οφειλές προς τις τράπεζες. Ο τότε υπουργός Ανάπτυξης Ευ. Βενιζέλος, επισήμως δήλωνε ότι η λύση Εμμανουήλ ήταν λύση ανάγκης και γιατί ήταν «προτίμηση» των εργαζομένων και ανεπισήμως ότι είναι «μία καλή πατέντα γι’ αυτήν τη περίοδο και βλέπουμε…».

Από εκείνην την περίοδο, δηλαδή το 1999, είχε αποδειχθεί ότι η πολιτική λύση του 1995 απέτυχε και ότι θα έπρεπε να αναζητηθεί εκ νέου λύση. Ωστόσο, κανείς απ’ όσους σήμερα επικαλούνται το συμφέρον των Ναυπηγείων, των εργαζομένων και της ελληνικής οικονομίας δεν ασχολήθηκε με το θέμα. Ο εφησυχασμός στηριζόταν στις προμήθειες του Πολεμικού Ναυτικού που στήριξαν το Ναυπηγείο μέχρι τώρα και θα συνεχίζουν να το στηρίζουν για 15 τουλάχιστον χρόνια, σύμφωνα με δηλώσεις του προέδρου της ΕΤΒΑ κ. Γ. Κασμά. Η απόφαση για ιδιωτικοποίηση ήρθε όταν πλέον το Ναυπηγείο έφτασε στα πρόθυρα οικονομικής κατάρρευσης και χρειάστηκε η ΕΤΒΑ να απεμπλακεί από το χαρτοφυλάκιο του Σκαραμαγκά.

Η απόφαση για ιδιωτικοποίηση των Ναυπηγείων είχε από την αρχή ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Ετυχε της σύμφωνης γνώμης των εργαζομένων, κάτι που για τα ελληνικά δεδομένα είναι αξιοσημείωτο. Από τη δημοσιοποίηση της απόφασης της Διυπουργικής Επιτροπής μέχρι και την έναρξη του διαγωνισμού για την πώληση των Ναυπηγείων μεσολάβησε μακρύ διάστημα, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί η προχειρότητα της προετοιμασίας που οδήγησε σε αδικαιολόγητες καθυστερήσεις. Στη φάση της προετοιμασίας του διαγωνισμού, η κυβέρνηση έδειξε αποφασιστικότητα η οποία στην πορεία υποχωρούσε, προς αποφυγή της σύγκρουσης με τους εργαζομένους, οι οποίοι ως μέτοχοι του 49%, προκειμένου να επιβάλλουν τους όρους τους, δεν έδειχναν διατεθειμένοι να εξαργυρώσουν εύκολα το ισχυρό χαρτί που κρατούσαν στα χέρια τους. Ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού κ. Γ. Κοντάκης, επαγγελματίας συνδικαλιστής για πολλά χρόνια και γνωρίζοντας τα άγχη και τις «αδυναμίες» της κυβέρνησης με την οποία διατηρεί στενούς πολιτικούς δεσμούς, φρόντισε να ισχυροποιήσει τη θέση του και το ρόλο του στην διαδικασία ιδιωτικοποίησης. Εξασφάλισε προσωπικές εξουσιοδοτήσεις από τον κάθε εργαζόμενο χωριστά, για την εν λευκώ εκπροσώπησή τους. Εν συνεχεία και έπειτα από σειρά διαβουλεύσεων και επαφών κατάφερε να υποχρεώσει τους συναρμόδιους υπουργούς, οι οποίοι αρχικά ήθελαν οι εργαζόμενοι να μη συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις με τους υποψήφιους επενδυτές, όχι μόνο να αποκτήσουν αυτό το δικαίωμα αλλά να υπογράψουν συμφωνία, βάσει της οποίας ο πλειοδότης θα έπρεπε πρώτα να εγκριθεί από τον κ. Γ. Κοντάκη και τον πρόεδρο της ΕΤΒΑ κ. Γ. Κασμά και μετά την Διυπουργική Επιτροπή. Υπό αυτήν την προϋπόθεση έγινε δυνατή η δημοσιοποίηση της προκήρυξης για την πρώτη φάση του διαγωνισμού, η οποία έφερε συνολικά 9 προσφορές εκ των οποίων προεπελέγησαν τέσσερις για την δεύτερη φάση της υποβολής δεσμευτικών προσφορών. Πρόκειται για τα Ναυπηγεία Ελευσίνας του Ομίλου Ταβουλάρη (ελέγχει και τα Ναυπηγεία Νεωρίου) και τέσσερα κατά βάση πολεμικά ευρωπαϊκά ναυπηγεία. Τα γερμανικά ναυπηγεία του Κιέλου της εταιρείας HDW/FS, τα γαλλικά της CMN, τα βρετανικά της Vosper και τα Ολλανδικά της Royal Selde.

Η HDW, εκτός από ενδιαφερόμενος επενδυτής ταυτοχρόνως είναι και αντισυμβαλλόμενος με τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά με τα οποία συνεργάζεται για την κατασκευή τεσσάρων υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού. Το σημείο αυτό αποτελεί ίσως το «κλειδί» της υπόθεσης στην περαιτέρω εξέλιξη του διαγωνισμού. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης των υποψηφίων επενδυτών στα Data Rooms των Ναυπηγείων, οι υπόλοιποι επενδυτές έθεσαν θέμα άνισης μεταχείρισης έναντι της HDW, η οποία είχε θέσει βέτο να μη δοθούν τα στοιχεία των συμβάσεων με επιχείρημα την προστασία της τεχνογνωσίας της από ανταγωνιστές. «Δεν είναι δυνατόν να μη γνωρίζουμε σε πιο βαθμό έχουν εκτελεστεί αυτές οι συμβάσεις, εάν αντιπροσωπεύουν τις προκαταβολές που έχουν δοθεί και εάν οι συμβάσεις αυτές είναι κάτω του κόστους», φέρονται να ισχυρίστηκαν οι υποψήφιοι επενδυτές. Ωστόσο, ο υπουργός Εθνικής Αμύνης κ. Ακης Τσοχατζόπουλος, που είχε έννομο δικαίωμα να κοινοποιήσει στους επενδυτές αυτά τα στοιχεία, το απέφυγε καλύπτοντάς τον πλήρως και οι άλλοι δύο συναρμόδιοι υπουργοί Εθνικής Οικονομίας και Ανάπτυξης αλλά και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που είχαν κάθε λόγο να υποστηρίξουν την μεγαλύτερη δυνατή προσέλευση επενδυτών στον διαγωνισμό. Στην αγορά γίνεται λόγος για υπερτιμολόγηση των υποβρυχίων κατά 70 δισ. δρχ,. στοιχείο που θα έβγαινε στην επιφάνεια στην περίπτωση που δινόταν τα στοιχεία και βέβαια θα τίθεται το ερώτημα που πήγαν αυτά τα χρήματα.

Ετσι φτάσαμε να έχουμε μόνο δύο δεσμευτικές προσφορές, των Ναυπηγείων Ελευσίνας και της HDW/FS, οι οποίες σύμφωνα με την αξιολόγηση του συμβούλου ιδιωτικοποίησης, κοινοπραξία των Alpha Finance, Εμπορικής Τράπεζας, KPMG και δικηγορικού γραφείου Ηλία Παρασκευά, είναι μη αξιολογήσιμες, διότι διαφοροποιούνται από τους όρους της προκήρυξης, που σημαίνει ότι ο διαγωνισμός θα έπρεπε να κηρυχθεί άγονος. Ο σύμβουλος κάνει επίσης σαφές ότι οι εργαζόμενοι δήλωσαν ότι δεν επιθυμούν ως αγοραστή τον Ομιλο Ταβουλάρη ανεξαρτήτως προσφοράς, δήλωση που πρωτίστως φαίνεται ότι έγινες σαφής στους αρμοδίους υπουργούς, οι οποίοι, υπό την πίεση της άρσης και του κυβερνητικού αδιεξόδου, επέλεξαν να προχωρήσουν τον διαγωνισμό ανεξάρτητα από τα αποτελέσματά του. Η απόφαση για πρόκριση ως πλειοδότη της HDW, την οποία θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εργαζόμενοι έσπευσαν να εγκρίνουν και να ανακοινώσουν πανηγυρικά, προκάλεσε την εύλογη αντίδραση του αποκλεισθέντος σε αυτήν τη φάση υποψηφίου, Ομίλου Ταβουλάρη, ο οποίος μέσω μπαράζ ανακοινώσεων, κατήγγειλε τον διαγωνισμό ως διάτρητο καθιστώντας παράλληλα σαφές ότι θα προχωρήσει σε προσφυγές στα αρμόδια εθνικά και κοινοτικά όργανα. Κύκλοι του ομίλου ανεπισήμως αναφέρονται σε παρεμβάσεις του, Γ. Κοντάκη και εμμονή για την επιλογή της HDW, αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχουν ίδια οφέλη και δεν πρόκειται για εξυπηρέτηση των συμφερόντων των εργαζομένων, δηλώνοντας μάλιστα ότι είναι έτοιμοι αν χρειαστεί να δημοσιοποιήσουν και στοιχεία. Αντίστοιχες αναφορές γίνονται και από πλευράς των συμβούλων.

Οι διαπραγματεύσεις με την HDW αναμένεται να αρχίσουν από εβδομάδα και σύμφωνα με τον υφυπουργό Ανάπτυξης Αλ. Καλαφάτη μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου θα έχουν ολοκληρωθεί, ενώ μέχρι τέλος Νοεμβρίου θα έχει υπογραφεί τελική συμφωνία. Στην αισιοδοξία του υφυπουργού ωστόσο δεν φαίνεται να συνηγορούν οι εξελίξεις, οι οποίες δείχνουν να οδηγούν μάλλον σε καθυστερήσεις, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στην βιωσιμότητα των Ναυπηγείων που ήδη παρουσιάζουν οικονομική ασφυξία, παρά την χρηματοδότηση με 15 δισ. δρχ. δάνειο από την ΕΤΒΑ τον περασμένο Φεβρουάριο. Η διαμάχη που έχει ξεσπάσει είναι φανερό ότι σχετίζεται με την «παχυλή πίτα» των κρατικών προμηθειών ύψους 1 τρισ. δρχ. για τα επόμενα 15 χρόνια και δεν είναι τυχαίος ο δρόμος της σιωπής που έχει επιλέξει η HDW, παρά τις σοβαρές καταγγελίες εις βάρος της που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες.

Το προφίλ της ΗDW

Το γερμανικό ναυπηγείο HDW ιδρύθηκε το 1838, με εγκαταστάσεις στο Κίελο στις Βαλτικές ακτές της Γερμανίας και αποτελεί ένα από τα πιο σύγχρονα ναυπηγεία στην Ευρώπη. Η εταιρεία απασχολεί σήμερα περίπου 3.300 εργαζόμενους, ενώ κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της έχει κατασκευάσει πάνω από 1.500 εμπορικά και πολεμικά πλοία κάθε μεγέθους. Η HDW δραστηριοποιείται στην ανάπτυξη, σχεδιασμό και κατασκευή πολεμικών υποβρυχίων και σκαφών επιφανείας (κορβέττες, φρεγάτες), εμπορικών πλοίων και κρουαζιερόπλοιων καθώς και στην επισκευή πολεμικών και εμπορικών σκαφών. Κατασκευάζει για λογαριασμό των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά τα υποβρύχια του Πολεμικού Ναυτικού.

Η μεγαλύτερη ναυπηγική μονάδα της Αν. Μεσογείου

Τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά ιδρύθηκαν το 1956 από τον εφοπλιστή Σταύρο Νιάρχο κατόπιν συμβάσεως με το Ελληνικό Δημόσιο, που κυρώθηκε από τη Βουλή με νόμο. Εγκαταστάθηκε στο Σκαραμαγκά στις εγκαταστάσεις ενός μικρού ναυπηγείου του Πολεμικού Ναυτικού, που σχεδιάστηκε το 1936 και ουδέποτε λειτούργησε. Σταδιακά εξελίχτηκε στη μεγαλύτερη ναυπηγική μονάδα της Ανατολικής Μεσογείου. Επεκτάθηκε σταδιακά με σειρά επενδύσεων στη διάρκεια των δεκαετιών 1960 και 1970. Την δεκαετία του 1970 η εταιρεία δραστηριοποιήθηκε και στον εξειδικευμένο τομέα των αμυντικών έργων. Στα χρόνια που ακολούθησαν έλαβε ανέλαβε σειρά προγραμμάτων που αφορούσαν νεοκατασκευές, επισκευές και μετασκευές πολεμικών πλοίων.

Η παρατεταμένη κρίση της ναυτιλίας, που ακολούθησε την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, επέδρασε καταλυτικά στη λειτουργία της, με αποτέλεσμα η εταιρεία να αρχίσει να παρουσιάζει ζημιές από το 1982. Το 1985 η εταιρεία διέκοψε τις λειτουργίες της και μπήκε σε καθεστώς εκκαθάρισης. Το Σεπτέμβριο του 1985 πραγματοποιήθηκε η εξαγορά από την ΕΤΒΑ, η οποία ανέστειλε τη διαδικασία εκκαθάρισης και επανέλαβε τη λειτουργία του Ναυπηγείου. Το 1992, υπό το βάρος των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων και συσσωρευμένων ζημιών, τέθηκε εκ νέου σε καθεστώς εκκαθάρισης (εν λειτουργία). Την ίδια χρονιά και την αμέσως επόμενη έγιναν δύο άκαρποι διαγωνισμοί πώλησης του Ναυπηγείου, ενώ μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 1993 η διαδικασία εκκαθάρισης διεκόπη. Στη διάρκεια του 1994 και 1995 η ΕΤΒΑ διεξήγαγε νέο διεθνή διαγωνισμό για την πώληση του 100% των μετοχών της εταιρείας. Ηταν η χρονιά που καθήκοντα εποπτεύοντος υπουργού ασκούσε ο σημερινός πρωθυπουργός κ. K. Σημίτης, ο οποίος και χρεώθηκε την αποτυχία και αναγκάστηκε σε παραίτηση, έπειτα από επικρίσεις του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, από το βήμα της Εκθεσης της Θεσσαλονίκης.

Το Σεπτέμβριο του 1995 επελέγη η λύση του κοινού ιδιοκτησιακού καθεστώτος ΕΤΒΑ- εργαζομένων σε ποσοστό 51% και 49% αντίστοιχα. Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής αποφασίστηκαν και συγκεκριμένα μέτρα εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης της εταιρείας που περιελήφθησαν στο Ν 2367/95. Τα μέτρα αυτά αφορούσαν την διαγραφή του 98% των χρεών, την αποχώρηση 1.000 εργαζομένων με ειδικά μέτρα, τη χρηματοδότηση συγκεκριμένου επενδυτικού προγράμματος, η ανάθεση του μάνατζμεντ σε έμπειρη ομάδα και η σύνταξη από σύμβουλο επιχειρηματικού σχεδίου, το οποίο και έγινε αποδεκτό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Μετά από διαγωνισμό το 1996, το μάνατζμεντ της εταιρείας ανέλαβε η Brown & Root υπογράφοντας 5ετή σύμβαση, η οποία λύθηκε πρόωρα το Νοέμβριο του 1999, οπότε και η εταιρεία ανέλαβε νέο γενικό διευθυντή τον κ. Σ. Εμμανουήλ μετά από υπόδειξη των εργαζομένων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT