ΙΙΙ Σύνταξη λόγω θανάτου

7' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

A. Στον επιζώντα σύζυγο

Διάρκεια έγγαμου βίου

Πρωταρχικής σημασίας προϋπόθεση για τη θεμελίωση δικαιώματος στη χήρα-χήρο είναι ο έγγαμος βίος του επιζώντος συζύγου να είχε διαρκέσει για κάποιο διάστημα ώστε να αποκλείονται συμπαιγνίες της τελευταίας στιγμής.

Οι νομοθεσίες των διαφόρων ταμείων αντιμετωπίζουν το προκείμενο θέμα κατά διαφορετικό τρόπο, σε βαθμό να εμφανίζονται αδικαιολόγητες αποκλίσεις.

Ο νέος νόμος με το άρθρο 12 ορθώς προβαίνει σε κατάργηση όλων των σχετικών διατάξεων κακώς όμως, κατά την άποψή μας, διατηρεί σε ισχύ ορισμένες εξαιρέσεις.

Ορίζει λοιπόν:

«1. O επιζών σύζυγος δεν δικαιούνται σύνταξη από ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, ή το Δημόσιο κατά περίπτωση, στις εξής περιπτώσεις:

Α. Αν ο θάνατος του ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο τριών ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν:

α) O θάνατος οφείλεται σε ατύχημα, εργατικό ή μη.

β) Κατά τη διάρκεια του γάμου, γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο.

γ) H χήρα κατά τον χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο.

Β. Αν ο θανών ελάμβανε κατά την τέλεση του γάμου σύνταξη αναπηρίας ή γήρατος, ο δε θάνατος επήλθε πριν από την πάροδο πέντε ετών από την τέλεση του γάμου εκτός και εάν στην περίπτωση αυτή συντρέχει ένας από τους ανωτέρω με στοιχεία «β» και «γ» αναφερόμενους λόγους.

2. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται τόσο για τους έως 31.12.1992 ασφαλισμένους όσο και για τους μετά την 1.1.1993 ασφαλισμένους σε οποιονδήποτε φορέα ασφάλισης ή το Δημόσιο.

Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το ανωτέρω θέμα καταργείται.

Διατάξεις που θέτουν πρόσθετους περιορισμούς στη λήψη σύνταξης από τον επιζώντα σύζυγο καθώς και οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, που προβλέπουν τη χορήγηση της σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο ανεξάρτητα από τη διάρκεια του έγγαμου βίου, εξακολουθούν να ισχύουν».

Ειδικές ρυθμίσεις

Με το ν. 8676/99 άρθρ. 62 ρυθμίστηκαν για πρώτη φορά κυρίως περιοριστικές προϋποθέσεις για τη λήψη σύνταξης από τον επιζώντα σύζυγο. Ακολούθησε στο νέο πνεύμα και ο ν. 3381/05 άρθρ. 4.

Αντικατάσταση των ως άνω διατάξεων επιχειρείται και με το νέο νόμο οι διατάξεις του οποίου θα ισχύουν στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξής του. Ορίζεται λοιπόν:

1α. Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου ασφαλιστικού οργανισμού κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, στον επιζώντα των συζύγων, που θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω θανάτου σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις του κάθε Οργανισμού, καταβάλλεται η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.

Κάθε Οργανισμός κύριας ασφάλισης για τους «παλαιούς ασφαλισμένους» έχει ορίσει από μακρού με το καταστατικό του ίδιες προϋποθέσεις για σύνταξη λόγω θανάτου κυρίως σε περιπτώσεις θανάτου εν ενεργεία ασφαλισμένου οι οποίες ελάχιστα ομοιάζουν μεταξύ τους.

Τουναντίον για τους «νέους» ασφαλισμένους ο ν. 2084/92 με το άρθρο 27, καθορίζει ενιαίες προϋποθέσεις για όλους τους φορείς, εκφράζοντας έτσι τις έννοιες της ισότητας και ίσης μεταχείρισης για έναν ασφαλιστικό κίνδυνο ο οποίος στους εν ενεργεία ασφαλισμένους εμφανίζεται συνήθως απρόσμενος.

Ευκαιρία ήταν κατα την άποψή μας, ο νέος νόμος να θεσπίσει ενιαίες προϋποθέσεις και για τους «παλαιούς» ασφαλισμένους όλων των φορέων με γνώμονα την προσαρμογή των αυστηρότερων προϋποθέσεων προς τις ευνοϊκότερς όμοιες άλλων φορέων.

β) Μετά την πάροδο της τριετίας, σε περίπτωση που ο επιζών των συζύγων εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη περιορίζεται στο 50% λόγω θανάτου έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του.

Μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 70% της σύνταξης αυτής.

Ο όρος «αυτοαπασχολείται» που θέτει η νέα διάταξη είναι πρωτοείσακτος και δεν είναι άνευ έννομης σημασίας.

Κατά τη γνώμη μας διευρύνει ρητά πλέον τις περικοπές και λόγω αυτοαπασχόλησης.

γ. Εάν ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.

δ. Στην περίπτωση που ο επιζών των συζύγων λαμβάνει και σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μία συντάξεις λόγω θανάτου, κύριες ή επικουρικές (π.χ. λόγω θνάτου και τέκνου) ο περιορισμός του ποσού της σύνταξης που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή γίνεται σε μία από τις κύριες, καθώς και σε μία από τις επικουρικές συντάξεις της επιλογής του. H σύνταξή του επιζώντος συζύγου μειώνεται και όταν λαμβάνει άλλη σύνταξη ως ανάπηρος και θύμα πολεμικής ή ειρηνικής περιόδου κατά την εκτέλεση της στρατιωτικής υπηρεσίας.

2. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα ανάπηρα ή ανήλικα ή σπουδαστές σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως του 24ου έτους της ηλικίας τους, που δικαιούνται σύνταξη σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις των φορέων που χορηγούν τη σύνταξη θανάτου, το υπόλοιπο της σύνταξης του επιζώντα των συζύγων, σε περίπτωση που καταβάλλεται μειωμένη, επιμερίζεται στα τέκνα σε ίσα μέρη.

Ο αυτός χωρεί και στην περίπτωση που η σύνταξη του επιζώντα, που καταβάλλεται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, αναστέλλεται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 1379/1983 (A΄ 101), όπως κάθε φορά ισχύουν ή μειώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 (A΄57), όπως ισχύουν.

3. Οι διατάξεις που αναλύδαμε δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του ΟΓΑ καθώς και στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος είναι ασφαλισμένος ή συνταξιούχος του ΟΓΑ και λαμβάνει από τον Οργανισμό σύνταξη.

Τα ανωτέρω έχουν ανάλογο εφαρμογή και στους επιζώντες συζύγους, στους συνταξιούχους λόγω θανάτου του Δημοσίου, με εξαίρεση όσους λαμβάνουν και εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη από το Δημόσιο ή πολεμική σύνταξη γενικά ή σύνταξη με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 και 1977/1991 που αφορούν τα θύματα τρομοκρατικών οργανώσεων.

Επίσης κατά την επικρατέστερη ερμηνεία οι περιορισμοί ισχύουν και για όσους διέπονται συνταξιοδοτικώς από τον Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων.

Συντάξεις

Β. Αγάμων θυγατέρων και αγάμων – απόρων αδελφών θανόντος δημοσίου υπαλλήλου

1. Από τον Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικων Συντάξεων (νυν Π.Δ. 169/2007) αλλά και τον ν. 2084/92, ορίζονται οι προϋποθέσεις θεμελίωσης σύνταξης από το Δημόσιο των παιδιών των δημοσίων υπαλλήλων που αποθνήσκουν κατά το χρόνο της ενεργού υπηρεσίας τους ή εν συντάξει.

Οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι όμοιες. Διαφέρουν αναλόγως του χρόνου πρόσληψης στο Δημόσιο του αποθανόντος. Διακρίνουμε τρεις περιόδους:

α. Τους προσληφθέντες στο Δημόσιο μέχρι 31-12-1982.

β. Τους προσληφθέντες στο Δημόσιο από 31-12-1983 έως 31.12.1992

γ. Τους προσληφθέντες στο Δημόσιο από 1-1-993 και μετά.

Γενικές προϋποθέσεις

α. Για να θεμελιώνει το παιδί δικαίωμα σε σύνταξη από το Δημόσιο, θα πρέπει ο θανών γονέας (πατέρας ή μητέρα) να είχε:

– αποκτήσει δικαίωμα σε σύνταξη από το Δημόσιο

– ή να πέθανε κατά την ενεργό υπηρεσία του μετά τη συμπλήρωση πενταετούς τουλάχιστον πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας

– ή να πέθανε στην υπηρεσία ως σωματικά ή διανοητικά ανίκανος από τραύμα ή νόσημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφιβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας

– ή δολοφονήθηκε από τρομοκράτες ή άλλα άτομα λόγω της υπαλληλικής του ιδιότητας ή της ενάσκησης των καθηκόντων του

– ή εάν ο θανών ήταν συνταξούχος

β. Ως παιδιά νοούνται αυτά που γεννήθηκαν από γάμο των γονέων τους ή νομιμοποιήθηκαν ή είναι θετά ή αναγνωρίσθηκαν.

Επίσης, παιδιά νοούνται και όσα γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους, από μητέρα υπάλληλο ή συνταξιούχο του Δημοσίου.

Ειδικά, για τα παιδιά, ως γάμος των γονέων τους νοείται και ο προερχόμενος από «σύμβαση» περί της οποίας αναφέρεται ο ν. 3719/08.

Ανάλογες ρυθμίσεις ίσχυσαν και για τις θυγατέρες των υπαλλήλων που διέπονται από τον Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων (Π.Δ. 167/207) και από τον Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων (Π.Δ. 168/2007).

Γνώρισμα αποτελεί ότι για πρόσωπα που εισήλθαν στο Δημόσιο μέχρι 31.12.1982 υφίστανται ευνοϊκές προϋποθέσεις συνταξιοδοτικής προστασίας των θυγατέρων για όσο διάστημα είναι άγαμες και των αδελφών ωσαύτως για όσο διάστημα είναι άγαμες και άπορες.

Το πλεονέκτημα απέκτησαν με τις ίδιες προϋποθέσεις και τα άγαμα αγόρια με τη νομολογία και με βάση τις αρχές της ισότητας (Ελ. Συν. 748/02 Ολομ. και 1454/08 Ολομ.) παρότι οι κώδικες που προαναφέραμε προέβλεπαν γι’ αυτά ότι το δικαίωμα σε σύνταξη διακοπτόταν στο 18ο έτος της ηλικίας τους. Ηδη ο νέος νόμος αποκαθιστώντας τα πράγματα ορίζει ότι θυγατέρες και άπορες άγαμες αδελφές απαιτούν δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο λόγω θανάτου του γονέα τους με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν το δικαίωμα αυτό και τα αγόρια, δηλαδή μέχρι το 18ο έτος της ηλικίας τους εφόσον είναι άγαμες ή και μετά τη συμπλήρωση του συγκεκριμένου ορίου ηλικίας εφόσον είναι άγαμα και ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω.

Οι νέες αυτές ρυθμίσεις θα τύχουν εφαρμογής σε παιδιά που ο θάνατος του γονέα τους δημοσίου υπαλλήλου, παλαιού σιδηροδρομικού ή συνταξιούχο του Δημοσίου επέλθει μετά την έναρξη ισχύος του νέου νόμου.

Για την πληρότητα του θέματος σημειώνεται ότι θυγατέρες, αγόρια και αδελφές των οποίων το δικαίωμα γεννήθηκε πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης του νέου νόμου εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν και η σύνταξη αυτών εξακολουθεί να καταβάλλεται.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT