Καλημέρες με έναν «Αλί»

2' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον συναντώ χρόνια τώρα σε φανάρι του Νέου Φαλήρου, απορώντας πώς κρατάει το ίδιο στέκι. Μελαψός και λιπόσαρκος. Μου είχε πει το όνομά του όταν τον ρώτησα από πού είναι, αλλά δεν το συγκράτησα, κι άλλη όρεξη δεν είχα. Ετσι, τον βάφτισα «Αλί» και ποτέ του δεν παραπονέθηκε. Είχα προσέξει την αποφασιστικότητά του ώστε να βγαίνει το μεροκάματο. Εξ ενστίκτου ή δασκαλεμένος από τον μέντορά του στην πιάτσα άραγε; Οταν έβλεπε παρμπρίζ που δεν άστραφτε με τα δικά του επαγγελματικά κριτήρια, έπιανε δουλειά χωρίς να ρωτά τους οδηγούς. Παρακινδυνευμένο. Δεν υπάρχει ελληνική βρισιά εμπνευσμένη από τις γήινες ανθρώπινες ανάγκες ή από ιερά πρόσωπα των επουράνιων που να μην άκουσε ο «Αλί» -αλλά σε ποια δουλειά δεν υπάρχουν προβλήματα; Ισως αυτό τον βοήθησε να μάθει την πιο δύσκολη γλώσσα της καθημερινότητας: «καλημέρα», «τι κάνεις;», «πάντα καλά», «γεια σου, φίλε». Εως και «καλά Χριστούγεννα» τον έχω ακούσει να εύχεται ο πιστός του Αλλάχ για τα προς το ζην. Το πιο εκνευριστικό; «φχαριστώ, φχαριστώ πολύ» με ένα νεύμα δουλικότητας.

Απειρες φορές στο παρελθόν ήθελα να τον απωθήσω φραστικά, αλλά στεκόμουν άτυχος. Πάντα βρίσκονταν άλλοι ΙΧήδες σε απόσταση αναπνοής. Με συγκρατούσε η ντροπή, ο πολιτισμός, μην υποβιβάσω το επίπεδό μου στα μάτια τρίτων. Ετσι συμβιβάστηκα καταβάλλοντας αγόγγυστα, καθημερινά, ένα «μικρό διόδιο». Τα τζάμια του αυτοκινήτου είναι θαύμα που δεν έγιναν ακόμα αόρατα. Αλλά η ικανοποίηση που παίρνω όταν πετυχαίνω το φανάρι «πράσινο», πατάω γκάζι κι αφήνω πίσω τον «Αλί» χωρίς τον δικό μου οβολό είναι σχεδόν ισοδύναμη με τη χαρά που νιώθω όταν δίνω καθημερινά ένα μικρό ποσό, σε έναν αλλόθρησκο, αλλοεθνή. Από το Μπανγκλαντές ήρθε. Ας κλείσουμε τα μάτια για να δούμε πιο καθαρά στον χάρτη κατά πού πέφτει η χώρα του «Αλί» των φαναριών που έγινε ευρέως γνωστή όταν συμπατριώτες του φάγαν τα σκάγια στα φραουλοχώραφα. Πέσαμε όλοι μέσα. Το Μπανγκλαντές, σφηνωμένο ανάμεσα σε Ινδία και Βιρμανία (Μιανμάρ) είναι λίγο μεγαλύτερο από την Ελλάδα, αλλά σχεδόν με δεκαπενταπλάσιο πληθυσμό. Πείνα και των γονέων και κάθε τόσο πλημμύρες με χιλιάδες νεκρούς. Τόπος εξαγωγής μεταναστών.

Οταν η δική μας κρίση ξέσπασε για τα καλά αφήνοντας παντού σημάδια, για ψυχολογικούς λόγους, προς επίρρωσιν δυτικότροπης ισχύος, θεωρώντας δεδομένη την απάντηση ρωτάω στα ίσα τον «Αλί», με ανεπαίσθητη χαιρεκακία θυμάμαι: «Πού είναι πιο καλά για σένα , πού περνάς καλύτερα, εδώ ή στο Μπανγκλαντές;» και μένω σύξυλος. «Τα ίδια» ήταν η απάντηση του υαλοκαθαριστή που τσάκισε τον εγωισμό ενός γηγενούς. Το έρκος οδόντων (φράση ε; αρχαίοι μας πρόγονοι αθάνατοι) συγκράτησε αυτό που ήθελα να φωνάξω: Τότε γιατί δεν γυρνάς πίσω (ρε); Την επομένη, με κίνητρο την επουλωτική αγαθοεργία αλλά και την υπόμνηση ισχύος, του πήγα δύο σακούλες με χειμωνιάτικα ρούχα. Πώς; Ασφαλώς και πολυκαιρισμένα, μεταχειρισμένα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή