Η πρώτη γενιά των ηγετών της μεταπολιτεύσεως είχε ένα συντριπτικό πλεονέκτημα έναντι της παρούσης – την πλήρη υποστήριξη και αναγνώριση των ψηφοφόρων και οπαδών των κομμάτων των οποίων ήσαν οι αδιαμφισβήτητοι αρχηγοί. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ηγέτες αυτής της τάξεως.
Οι διάδοχοί τους δεν αξιώθηκαν παρόμοιας τύχης. Ο κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υπονομευόταν από τους παραδοσιακούς της Νέας Δημοκρατίας. Ο κ. Κώστας Σημίτης προκαλούσε αποστροφή στους οπαδούς και στα στελέχη του αρχέγονου ΠΑΣΟΚ. Τέλος, ο Κώστας Καραμανλής κατάφερε μετά πολλού του κόπου να συνενώσει μία σπαρασσόμενη παράταξη της Κεντροδεξιάς, που κατακερματίσθηκε εν συνεχεία.
Σήμερα, η κατάσταση είναι απλούστατα έκρυθμη. Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος ηγείται των υπολειμμάτων του ΠΑΣΟΚ και αμφισβητείται κατά καιρούς ευθέως από στελέχη του «κινήματος» που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η ανασφάλειά του αποδιοργανώνει την κυβέρνηση και ο δεσπόζων ρόλος, που επίμονα διεκδικεί είναι άκρως απωθητικός για τον οπαδό της συντηρητικής παρατάξεως, που επί δεκαετίες υπέστη την αυθαιρεσία των διοικήσεων του ΠΑΣΟΚ.
Από την άλλη πλευρά, ο κ. Αντώνης Σαμαράς, πρωθυπουργός και πρόεδρος της Ν.Δ., διακατέχεται από το άγχος ότι διάφοροι -πολιτικοί ή εξωθεσμικοί παράγοντες- συνωμοτούν για την ανατροπή του. Στο Μέγαρο Μαξίμου, το στενό του περιβάλλον δεν προέρχεται από τη Ν.Δ., ενώ σε επίπεδο κοινοβουλευτικό, η Κεντροδεξιά εκπροσωπείται από τους πρώην βουλευτές του ΛΑΟΣ. Η ακραία ρητορική και αντίληψη που διαμορφώνεται ή εκπέμπεται από αυτά τα δύο κέντρα αποξενώνει την παραδοσιακή αστική τάξη -και για λόγους αισθητικής- με αποτέλεσμα να αποκτά κάποια ερείσματα ένας νέος πολιτικός σχηματισμός, με άφθονα στοιχεία ερασιτεχνισμού και χαλαρότητος – το «Ποτάμι».
Από καιρού εις καιρόν, ο κ. Σαμαράς κάνει κάποιες προσπάθειες επανασυσπειρώσεως του κόμματος που ηγείται, πάντα σε επίπεδο «συμβολικό», βεβαίως. Οι εορτασμοί της επετείου των 40 χρόνων από την ίδρυση της Ν.Δ. εξυπηρετούσαν αυτήν την ανάγκη, όπως και το πρόσφατο γεύμα που παρέθεσε στον κ. Κώστα Καραμανλή στο «Χίλτον», και ερέθισε απλώς τη δημιουργική φαντασία κάποιων γελοιογράφων. Η ενότητα, ωστόσο, δεν εμπίπτει στην κατηγορία των στιγμιαίων πρωτοβουλιών· είναι αποτέλεσμα σκληρού και διαρκούς μόχθου.
Αλλά και ο τρίτος και νεότερος παράγων της πολιτικής σκηνής, ο κ. Αλέξης Τσίπρας, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, έχει να αντιμετωπίσει όχι ένα κόμμα, αλλά ένα «λεφούσι» που τον ακολουθεί. Κακοφωνία και θέσεις αντιφατικές διατυπώνονται συχνά και ο κ. Τσίπρας απλώς δεν ασχολείται και επιμένει να φέρνει σε αμηχανία διάφορα στελέχη και συνιστώσες, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες ασύμβατες για ένα κόμμα της «ανατροπής» και της «αριστεράς».
Είναι η πρώτη φορά, ενδεχομένως, που Ελληνες πολιτικοί ηγέτες έχουν τόσο περιορισμένη αποδοχή από τις παρατάξεις των οποίων τυχαίνει να ηγούνται. Οι κ. Σαμαράς και Βενιζέλος ως διαχειριστές κομμάτων, με παρελθόν δεκαετιών, διακατέχονται ενίοτε από αίσθημα μειονεξίας έναντι των αυταρχικών πολιτικών που τα ίδρυσαν προ τεσσαρακονταετίας. Ο κ. Τσίπρας επικεφαλής ρεύματος πολιτικά αβαθούς και αλλοπρόσαλλου κοινωνικά, φαίνεται να πορεύεται ευτυχής προς τον κρημνό – την εξουσία. Ενα σύστημα καταρρέει και ό,τι αναδύεται στερείται συγκροτήσεως. Βαδίζουμε προς πλήρη απορρύθμιση.