Ο βουλευτής Διαμαντόπουλος και η γοητεία του Ντε Μεστρ

Ο βουλευτής Διαμαντόπουλος και η γοητεία του Ντε Μεστρ

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Βαγγέλη Διαμαντόπουλο, βουλευτή Καστοριάς του ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ), κινούμενο στα όρια της γραφικότητας, τον γνωρίσαμε και τον εκτιμήσαμε από την ιδιορρυθμία του να δίνει ραντεβού στα γουναράδικα. Τελευταία, ανακαλύψαμε και την ικανότητά του να περιγράφει και γραπτώς την ιδιορρυθμία του, με ασυνήθιστη ενάργεια μάλιστα, χάρη στην απάντηση που ανήρτησε στα κοινωνικά δίκτυα για το ζήτημα του «υπηρεσιακού μέσου μετακίνησης».

Μη σας μπερδεύει η πομπώδης ορολογία της πολιτικής ορθότητας. Το εν λόγω ζήτημα αφορά την, από πλευράς του «αναρχικού» (κατά παλαιότερη δήλωσή του) βουλευτή, αποδοχή του αυτοκινήτου που παρέχει η Βουλή σε κάθε μέλος της. Αποδοχή στην οποία ο Β. Διαμαντόπουλος προχώρησε, παρά τη σαφή σύσταση του «πρώτη φορά Αριστερά»-πρωθυπουργού προς τους βουλευτές του να αρνηθούν τον πειρασμό των βουλευτικών προνομίων και να ασπασθούν το ευαγγέλιο του λιτού βίου―όπως λ.χ. το κηρύσσει ο Γ. Βαρουφάκης.

Ολη η αξία του κειμένου βασίζεται στον τρόπο με τον οποίο ο Β. Διαμαντόπουλος -ένας άνθρωπος που φαντάζομαι ότι διεκδίκησε την εξουσία μιλώντας ωμά και αδίστακτα- κατασκευάζει με τη γλώσσα μια διαφορετική πραγματικότητα για τον εαυτό του, επειδή τώρα πια είναι αυτός στην εξουσία. Οχι, λέει, η Βουλή δεν του έδωσε ακριβώς αυτοκίνητο. Του έδωσε «υπηρεσιακό μέσο μετακίνησης». Το αυτοκίνητο είναι κάτι διαφορετικό, πιο προσωπικό, για τον Διαμαντόπουλο. Χρησιμοποιεί τον όρο «αυτοκίνητο» όταν δικαιολογείται για την απόφασή του, ενθυμούμενος πως, όταν οι συνομήλικοί του αγόραζαν αυτοκίνητα με δόσεις και έπεφταν στην παγίδα του καταναλωτισμού, εκείνος κυκλοφορούσε με το λεωφορείο· πως έπρεπε να περιμένει να φτάσει τα 31 (ούτε καν τα 30…) για να αποκτήσει το πρώτο του αυτοκίνητο και μάλιστα της δεκαετίας του 1980· πως οι γονείς του δεν μπορούσαν να του αγοράσουν σπίτι για να μείνει ή αυτοκίνητο για να κυκλοφορεί.

Με όλα αυτά, ο Β. Διαμαντόπουλος θέλει να πει το εξής απλό: ότι, επειδή στη ζωή του δεν χάρηκε αυτοκίνητο, τώρα δικαιούται «υπηρεσιακό μέσο μετακίνησης». Η άσκηση μάλιστα αυτού του δικαιώματός του αποβαίνει προς το συμφέρον του λαού, διότι δεν θέλει να αφήσει «την αντιπροσώπευση της τάξης μας στους γόνους της αστικής τάξης», λέει. Δεν μας λέει κάτι καινούργιο εδώ· ωστόσο, μας θυμίζει μια παμπάλαια αλήθεια, που τείνουμε να ξεχνούμε: ότι είναι ωραία να λιγδώνει το άντερο, και όταν σου συμβαίνει αυτό, βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά.

Επειδή όμως μάλλον διαισθάνεται την αδυναμία της θέσης του, κλείνει το κείμενό του κηρύσσοντας σε τόνο θριαμβικό τα εξής: «Δεν συμμετέχω σε αρχηγικό κόμμα και, επειδή ως αριστερός με ελευθεριακές-σοσιαλιστικές απόψεις, προερχόμενος από το κίνημα, έχω βαθιά ριζωμένη την κουλτούρα της συλλογικότητας, δεν εκτελώ προσωπικές εντολές κανενός». Ο Βαγγέλης Διαμαντόπουλος, λοιπόν, δεν είναι ούτε αναρχικός ούτε ΣΥΡΙΖΑ ούτε τίποτα. Ενας κοινός, εντελώς συνηθισμένος Ελληνας, σαν τους περισσότερους, αυτό είναι. Κρατικοδίαιτος και βαθιά κομμουνισμένος, χορταίνει την πείνα του όπως μπορεί και την όποια ευθύνη για τις αντιφάσεις του τη φορτώνει στη συλλογικότητα, η οποία αίρει τις αμαρτίες των πάντων, αλλά η ίδια είναι αναμάρτητος. Με άλλα λόγια, ο Διαμαντόπουλος είναι ένας μικρός θεός. Και δεν το λέω με την έννοια της κοροϊδίας, κάθε άλλο. Αντικατέστησε τον θεό των παπάδων με τη συλλογικότητα, ανέλαβε να την εκπροσωπεί ως οιονεί ιερέας της και μέσα της αισθάνεται την ασφάλεια να δρα σαν μικρός θεός.

Διαβάζοντας ολόκληρη τη δήλωση Διαμαντόπουλου, νοστάλγησα, ομολογουμένως, τη γοητεία του Ζοζέφ ντε Μεστρ. Θα καθίσω να τον διαβάσω ξανά…

Επιστροφή στο μπάχαλο

Ζητώ συγγνώμη από τη Φιλοσοφία που θα τσαλαπατήσω για λίγο τα παρτέρια της, αλλά, στη μνημειώδη συνέντευξη της περασμένης Κυριακής, ο παππούς Αλέκος της κυβέρνησης, με την επιλογή των λέξεων που κάνει, θίγει την ουσία της φιλοσοφικής αναζήτησης της πραγματικότητας: την οντολογική διάστασή της.

«Είναι πραγματικότητα», λέει, «η ριζοσπαστική  Αριστερά», και προσθέτει:  «Αλλο  αν  δεν  έχουν πραγματοποιηθεί ακόμη αυτά που πρέπει να κάνει». Καλό είναι να επισημανθεί εδώ (για εκπαιδευτικούς σκοπούς) ότι η στάση του αποδεικνύει την καθαρότητα της ιδεολογίας του. Τι συμβαίνει: ο παππούς γίνεται υπουργός, ενώ η χώρα απέχει λίγες εβδομάδες από την ανεπανόρθωτη καταστροφή· κι  εκείνος  προσεγγίζει το πρόβλημα της δυσάρεστης πραγματικότητας από «μηδενική βάση»: την οντολογική―αυτό μόνο ένας Ελληνας αριστερός μπορεί να το κάνει…

Εγώ, όμως, από την πλευρά της καθημερινότητας -που επηρεάζει τη ζωή μου, ενώ εγώ ελάχιστα έως μηδαμινά μπορώ να την επηρεάσω- διαπιστώνω ότι πολύ γρήγορα οι υποσχέσεις της κυβέρνησης γίνονται πραγματικότητα. Βάλτε τα κάτω: οι αναρχικοί πετυχαίνουν την αποφυλάκιση του Σάββα Ξηρού· οι καταλήψεις και οι καταστροφές στη Νομική ξανάρχισαν, ενώ οι δράστες των πράξεων αυτών δεν διώκονται· οι αντιεξουσιαστές ασκούν ξανά την εξουσία ανεμπόδιστοι γύρω από το Πολυτεχνείο· τέλος, σήμερα δεν έχει μετρό ούτε ηλεκτρικό σιδηρόδρομο γιατί ξανάρχισαν οι απεργίες. Το νόημα όλων αυτών είναι πρόδηλο: η αξιοπρέπεια επιστρέφει! Και φέρνει μαζί της την αγαπημένη πραγματικότητα του αποτυχημένου κράτους, την οποία προσπάθησαν μάταια να αλλάξουν τα Μνημόνια που έκλεψαν τα όνειρα και πήγαν να στερήσουν ακόμη και αυτή την αξιοπρέπεια από τον εξυπνότερο λαό του κόσμου…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή