Θεσμικοπολιτικός ρόλος, εκλογή, αρμοδιότητες

Θεσμικοπολιτικός ρόλος, εκλογή, αρμοδιότητες

3' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ευρύτερη κοινωνική συνειδητοποίηση του προφανούς, πως τουλάχιστον για την εμβάθυνση της κρίσης ευθύνεται –και– το πολιτικό σύστημα, παρήγαγε έναν ευρύτερο θεσμικό προβληματισμό. Σε αυτόν –ίσως λόγω τύψεων για την «ιδεοληπτική»/καιροσκοπική αναθεώρηση του 1986– κυριαρχεί το θέμα του ΠτΔ. Μολονότι αποσπασματική η μελέτη ενός μόνον πολιτειακού θεσμού –όταν απαιτείται πλέγμα συνεκτικών μεταρρυθμίσεων– θα επικεντρωθώ, λόγω περιορισμού χώρου, στην αποκλειστική εξέταση τριών θεμάτων συνδεόμενων με την παρουσία του Προέδρου στη δημόσια ζωή: Πρώτον, είναι πολιτικά επιθυμητή η μετάβαση σε προεδρική δημοκρατία; (Το αν είναι νομικά επιτρεπτή το συζητώ με κορυφαίες προσωπικότητες της επιστήμης στο βιβλίο μου «Θεσμοί – Κρίση και ρήξη», που κυκλοφορεί εντός των ημερών.) Δεύτερον, επί παραμονής στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, πώς να εκλέγεται ο Πρόεδρος; Και, τρίτον, θα ήταν σκόπιμη η ενίσχυσή του με πρόσθετες αρμοδιότητες;

Α. Σύστημα διακυβέρνησης: Αντιτίθεμαι μετωπικά –λόγω του, δυνάμει κρισογόνου, εξουσιαστικού δυϊσμού που παράγει– προς το, γαλλικού ή ρωσικού τύπου, ημιπροεδρικό σύστημα. (Συνυπάρχει πρωθυπουργός, νομιμοποιούμενος από την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου, με ΠτΔ εκλεγόμενο άμεσα από τον λαό, κάτοχο ισχυρών εξουσιών και λειτουργούντα έτσι ώστε να αποκλείεται οι εν λόγω εξουσίες να καταστούν στην πράξη ανενεργές.)

Τώρα, μεταξύ κοινοβουλευτικής και προεδρικής δημοκρατίας, η πρώτη πλεονεκτεί στην πολιτική ευκαμψία: τη θεσμική δυνατότητα να απαλλάσσεται –χωρίς καθεστωτική κρίση– από έναν αποτυχημένο πρωθυπουργό. Αντίστοιχα, το συγκριτικό πλεονέκτημα του προεδρικού συστήματος είναι η ύπαρξη σταθερότερου και ασφαλέστερου αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας. Αρα ικανότερου να ανθίσταται στις –ιδιοτελείς και ενίοτε εκβιαστικές, στρεφόμενες κατά του κοινωνικού συνόλου– παρεμβάσεις παραγόντων, όπως μιντιάρχες, μεγαλοσυνδικαλιστές, διαπλεκόμενοι ολιγάρχες του πλούτου κ.λπ., που στους κοινοβουλευτισμούς μπορούν να ποδηγετούν το σύστημα, εκβιάζοντας ή εξαγοράζοντας μια δράκα βουλευτών. Ενώ ο –σταθερής διάρκειας– πρόεδρος/κυβερνήτης ίσως είναι, επίσης, πιο ανθεκτικός σε πιέσεις ξένων παραγόντων. Στο προαναφερθέν υπό έκδοση βιβλίο μου τάσσομαι λοιπόν, όχι χωρίς επιφυλάξεις, υπέρ προεδρικής δημοκρατίας εξοπλισμένης με ένα πλέγμα θεσμών πρόσφορων να αμβλύνουν τους κινδύνους από την εγγενή δυσκαμψία της.

Β. Εκλογή του κοινοβουλευτικού προέδρου: Θεωρώ επικίνδυνη την ανάδειξη από τον λαό ενός ΠτΔ/ρυθμιστή του πολιτεύματος. Πρώτον, για να αποφεύγεται μια αέναη προεκλογική περίοδος, με προφανείς συνέπειες: παροχολογία, ακυβερνησία κ.λπ. Και δεύτερον, γιατί θα παρήγε συγκρουσιακή διαρχία, η οποία ελάχιστα μόνο θα περιοριζόταν από τη –θεωρητικώς σαφή– συνταγματική οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων των δύο λαοπρόβλητων πολιτειακών παραγόντων. Η εκλογή κοινοβουλευτικού προέδρου πρέπει, επομένως, να γίνεται εμμέσως.

Θεωρώ, ωστόσο, αλυσιτελές το ιταλικό σύστημα: ψηφοφορίες μέχρις ότου επιτευχθεί η –προβλεπόμενη– απόλυτη πλειοψηφία. Διαταράσσεται επί μακρόν η δημόσια ζωή. Και ο εκλεγόμενος –αν και σημείο εθνικής αναφοράς– δυνατόν να μην είναι έκφραση ευρύτερης πολιτικής συναίνεσης. Δεν ενστερνίζομαι, επίσης, την εκλογή του, και δη με σχετική πλειοψηφία, από ένα διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα με συμμετοχή και δημάρχων. Και λόγω του προαναφερόμενου στοιχείου (της μη διασφάλισης ευρύτερης πολιτικής συναίνεσης), αλλά και γιατί στο σώμα αυτό ο αγροτικός πληθυσμός θα υπεραντιπροσωπευόταν: δήμαρχοι κωμοπόλεων θα είχαν την ίδια ψήφο με δημάρχους κοσμοπόλεων.

Υποστηρίζω, επομένως, τον ισχύοντα τρόπο εκλογής, με ειδική διευρυμένη πλειοψηφία, από το Κοινοβούλιο (ενδεχομένως με συμμετοχή των περιφερειαρχών). Απαραίτητη, ωστόσο, είναι η αποσύνδεση της διάλυσης του Κοινοβουλίου από την αδυναμία επίτευξης της απαιτούμενης «προεδρικής πλειοψηφίας». Αν αυτή δεν επιτυγχάνεται, να παρατείνεται κατά ένα έτος η θητεία του ήδη Προέδρου.

Γ. Αρμοδιότητες του κοινοβουλευτικού προέδρου: Δεν συμφωνώ πως πρέπει να του παραχωρηθεί η επιλογή των κορυφών της δικαστικής εξουσίας και των ανεξαρτήτων αρχών. Την επιλογή των ανωτέρω θα προτιμούσα να κάνει –με ειδική αυξημένη πλειοψηφία, ώστε να επιλέγονται ευρύτερα αποδεκτές προσωπικότητες– όργανο συγκροτούμενο με αναλογική εκπροσώπηση των κομμάτων και συμμετοχή ειδικών.

Αντίθετα, πιστεύω πως η αρμοδιότητα του ΠτΔ να προκηρύσσει δημοψήφισμα, εφόσον το ζητάνε τα 2/3 των μελών του Κοινοβουλίου, θα πρέπει να γίνει διακριτική. Και να (ξανα)καθίσταται δεσμία, επί πλειοψηφίας 3/4. Επίσης, εφόσον θεσμοθετηθεί Συνταγματικό Δικαστήριο ή Γερουσία, ο ΠτΔ να έχει λόγο επί της συγκρότησης του πρώτου καθώς και δυνατότητα διορισμού κάποιων γερουσιαστών.

Τέλος, ως «υπηρεσιακό πρωθυπουργό» να μπορεί να επιλέγει οποιαδήποτε προσωπικότητα κρίνει πως ανταποκρίνεται στο κριτήριο της ευρύτερης αποδοχής: ο συνταγματικός νομοθέτης του 1975 δεν φανταζόταν πως θα υπήρχαν δικαστές με έντονη συνδικαλιστική/πολιτική δράση, ούτε πως μια κυβέρνηση θα κάλυπτε μία μόνο από τις χηρεύουσες θέσεις προέδρων ανωτάτων δικαστηρίων.

* Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT