Κρυφοκοιτάζοντας τα γραφεία του New Yorker

Κρυφοκοιτάζοντας τα γραφεία του New Yorker

3' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

JANET GROTH

The Receptionist

εκδ. Αlgonquin Books,

σελ. 240

Τον Σεπτέμβριο του 1957, η νεαρή Τζάνετ Γκροθ βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στην υλοποίηση του ονείρου της, όταν ο New Yorker την προσλαμβάνει ως ρεσεψιονίστ του ορόφου των συντακτών. Οπλισμένη με ταλέντο, γοητεία, εξαιρετικές συστάσεις και ένα πτυχίο από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, έχει κάθε λόγο να πιστεύει πως το πέρασμά της από τη ρεσεψιόν θα είναι προσωρινό και ότι σύντομα θα αρχίσει να βλέπει το όνομά της τυπωμένο στις σελίδες του περιοδικού. Δύο δεκαετίες αργότερα, παραμένει ακόμη στο πόστο της, στην υποδοχή του 18ου ορόφου, για λόγους που δεν είναι απόλυτα ξεκάθαροι ούτε στην ίδια.

Φυσικά, η περίοδος της θητείας της στο διάσημο έντυπο δεν ήταν χωρίς μικρές και μεγαλύτερες ανταμοιβές: Επί 21 χρόνια υπήρξε βοηθός, γραμματέας, φίλη, ψυχολόγος και νταντά για τους συντάκτες και τους σκιτσογράφους του New Yorker, έχοντας πρόσβαση στις προσωπικές ζωές, στα σπίτια και στα ένοχα μυστικά τους. Πότιζε τις γλάστρες τους, πρόσεχε τα παιδιά τους, έβγαζε βόλτα τους σκύλους τους, απαντούσε στα τηλεφωνήματά τους, καθησύχαζε τους συντρόφους τους όταν έμεναν ώς αργά στο γραφείο και, σε αντάλλαγμα, λάμβανε προσκλήσεις για θεάματα, πάρτι, βιβλιοπαρουσιάσεις και γεύματα στα πιο δημοφιλή εστιατόρια της Νέας Υόρκης. Μάθαινε πρώτη για τις επιτυχίες και τα ατοπήματά τους, γνώριζε αν διατηρούσαν εξωσυζυγικές σχέσεις ή αν είχαν προβλήματα με το αλκοόλ και, κυρίως, είχε την ευκαιρία να απολαμβάνει μακροσκελείς συζητήσεις με αξιόλογους δημοσιογράφους, συγγραφείς και διανοητές.

Η αυτοβιογραφία της, με τίτλο «The receptionist» («Η ρεσεψιονίστ»), επιτρέπει στον αναγνώστη να κρυφοκοιτάξει στα άδυτα όχι μόνο ενός ιστορικού περιοδικού, αλλά και της νεοϋορκέζικης λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής σκηνής των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Ο ποιητής και πανεπιστημιακός Τζον Μπέριμαν, o δοκιμιογράφος και συγγραφέας Τζόζεφ Μίτσελ και η Σκωτσέζα μυθιστοριογράφος Μίριελ Σπαρκ ήταν μερικές από τις προσωπικότητες με τις οποίες διατηρούσε σχέσεις φιλίας, ενώ κατά καιρούς οι δρόμοι της διασταυρώνονταν με τον Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, τον Γούντι Αλεν, τον ηθοποιό Μπαρτ Λάνκαστερ και τον πρωτεργάτη του κινήματος της «νέας δημοσιογραφίας» Τομ Γουλφ. Η απήχηση που είχε ο New Yorker στα χρόνια της ακμής του ήταν τέτοια, που αστέρια του Χόλιγουντ προσπαθούσαν να καλοπιάσουν τους κριτικούς του και πολυβραβευμένοι συγγραφείς έκαναν τα πάντα για να δημοσιεύσουν κείμενά τους στα τεύχη του.

Στον χρόνο μεταξύ των καθηκόντων της, η κατά τ’ άλλα καθόλου μονοδιάστατη ή επιφανειακή Γκροθ ολοκλήρωσε το διδακτορικό της και τελικά κατάφερε να κερδίσει την καταξίωση στον ακαδημαϊκό χώρο, ενώ σήμερα είναι επίτιμη καθηγήτρια αγγλικής λογοτεχνίας στο State University της Νέας Υόρκης. Ωστόσο, ουδέποτε κατάφερε να ξεπεράσει απόλυτα το γεγονός της παλαιότερης «αποτυχίας» της στο New Yorker. Στο βιβλίο της επιχειρεί να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα εάν υπήρξε απλώς άλλο ένα θύμα της εποχής της, μια όμορφη γυναίκα παγιδευμένη στο στερεότυπο του «διακοσμητικού στοιχείου», ή αν η μη προαγωγή της οφειλόταν σε προσωπικές της αδυναμίες και στα προβλήματα ταυτότητας που αντιμετώπιζε για ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής της. Η αφήγηση έχει ως αφετηρία το «σκηνικό» του 18ου ορόφου, σταδιακά όμως η ματιά της συγγραφέως στρέφεται προς τα μέσα και στο επίκεντρο έρχεται η δική της ζωή και τα λιγότερο ή περισσότερο επώδυνα γεγονότα που τη στιγμάτισαν.

Με αφοπλιστική ειλικρίνεια, αναβιώνει για τον αναγνώστη τις ερωτικές απογοητεύσεις και την απόπειρα αυτοκτονίας της, ανακαλεί στη μνήμη της τα «έξαλλα» χρόνια των πειραματισμών και των ολονύχτιων πάρτι, εξομολογείται τις «αμαρτίες» της και παραδέχεται ότι η μη προαγωγή της οφειλόταν, τουλάχιστον εν μέρει, στο γεγονός ότι δυσκολευόταν να πιστέψει στον εαυτό της και στις δυνατότητές της. Θυμάται το σύντομο, μοναχικό ταξίδι της στην Ελλάδα (στη διάρκεια του οποίου την προσεγγίζουν μόνο άντρες που ευελπιστούν σε μια κατ’ ιδίαν συνάντηση με την ξανθιά τουρίστρια) και τη στιγμή της «επιφοίτησης», όταν συνειδητοποίησε πως έπρεπε οπωσδήποτε να αλλάξει πορεία.

Φαίνεται ότι η ιστορία της Γκροθ είχε καλό τέλος: Το 1975, σε ηλικία 39 ετών, συνάπτει την πρώτη μη αυτοκαταστροφική σχέση της ζωής της με τον κατά δώδεκα χρόνια μεγαλύτερο και μελλοντικό σύζυγό της, τον «Al», ο οποίος την πληροφορεί ότι «οι γυναίκες είναι εξίσου ικανές με τους άντρες, και δεν είναι λάθος των ανδρών το ότι οι γυναίκες δεν το πιστεύουν». Τρία χρόνια αργότερα, εγκαταλείπει οριστικά το New Yorker και προχωράει «μπροστά και προς τα πάνω», όπως το θέτει η ίδια, γνωρίζοντας πως βιώνει «το τέλος μιας εποχής».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή