Είναι καλό που πουλήθηκε η Taxibeat;

Είναι καλό που πουλήθηκε η Taxibeat;

3' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Α​​νακοινώθηκε προχθές επίσημα ότι η εταιρεία Taxibeat, που ιδρύθηκε το 2011 και έχει τη βάση της στην Αθήνα, εξαγοράστηκε από τη mytaxi που ανήκει στον όμιλο της Daimler, της μεγάλης γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Για όσους ασχολούνται με επιχειρήσεις τεχνολογίας και καινοτομίας η είδηση είναι χαρμόσυνη. Είναι μια επιτυχία για την εγχώρια κοινότητα των startups, σπάνια μέχρι τώρα, αλλά προάγγελος, ελπίζουμε, για άλλες παρόμοιες συναλλαγές στα επόμενα χρόνια.

Εγιναν όμως και αρνητικά σχόλια. Ενας ταξιτζής του δικτύου της Taxibeat είπε σε μια φίλη: «Πάντως για να την πουλήσει δεν θα πήγαιναν καλά οι δουλειές. Τις δουλειές που πάνε καλά δεν τις πουλάς». Είναι φυσικό να το πιστεύει αυτό, γιατί στη χώρα μας δεν είχαμε πολλές αγοραπωλησίες πετυχημένων επιχειρήσεων. Οι πιο πολλές ελληνικές εταιρείες πετυχαίνουν μόνο χάρη στην ικανότητα ενός ανθρώπου – όταν αποχωρήσει αυτός, τι έχει μείνει; Αν είναι προνοητικός, έχει μάθει τη δουλειά στα παιδιά του. Σπάνια όμως θα έχει εμπιστευτεί επαγγελματίες μάνατζερ που θα τρέξουν εξίσου καλά την εταιρεία με νέους ιδιοκτήτες. Ακόμα και οι μεγάλες εγχώριες επιχειρήσεις, που έχουν καλά στελέχη, συχνά βασίζουν την επιτυχία τους στις προνομιακές σχέσεις του ιδιοκτήτη με την εξουσία. Δεν μεταβιβάζονται εύκολα αυτές. Γι’ αυτό και κανένας εργολάβος δημοσίων έργων δεν εξαγοράστηκε από πολυεθνικές.

Για τις επιχειρήσεις τεχνολογίας τα πράγματα είναι διαφορετικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι ιδρυτές έχουν από την αρχή τον στόχο να τις πουλήσουν, σε έναν χρονικό ορίζοντα μέχρι δέκα χρόνια. Μια αιτία γι’ αυτό είναι οι επενδυτές τους. Αναλαμβάνουν μεγάλο ρίσκο όταν βάζουν κεφάλαιο χωρίς καμιά εξασφάλιση σε μια νέα ομάδα με μια ασαφή ιδέα για ένα προϊόν που δεν έχει δοκιμαστεί. Ξέρουν ότι θα χάσουν τα χρήματά τους τις πιο πολλές φορές, κι ελπίζουν ότι η μία στις δέκα επενδύσεις θα έχει τόσο μεγάλη υπεραξία ώστε να αξίζει τον κίνδυνο. Πρέπει όμως να εισπράξουν την υπεραξία πουλώντας τη συμμετοχή τους. Γι’ αυτό όλοι οι μέτοχοι συμφωνούν από την αρχή ότι η εταιρεία θα πουληθεί όταν βρεθεί μια καλή ευκαιρία. Στην Taxibeat επενδύθηκαν 7 εκατ. δολάρια για να φτάσει να αξίζει πάνω από 40 εκατ. Χωρίς την επένδυση, απλώς δεν θα υπήρχε σήμερα.

Κερδίζουν οι μέτοχοι από την εξαγορά, είπαν μερικοί, αλλά χάνουν οι εργαζόμενοι. Αυτό συμβαίνει συχνά σε άλλους κλάδους, δεν ισχύει όμως συνήθως στις εξαγορές των startups. Πολλοί εργαζόμενοι έχουν μετοχές, που ήταν μέρος της αμοιβής τους για το ρίσκο που ανέλαβαν να εργαστούν σε τέτοια εταιρεία. Στην Taxibeat, είναι περίπου οι μισοί. Αυτοί τώρα θα εισπράξουν σημαντικά ποσά.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι οι θέσεις εργασίας δεν θα μειωθούν, ούτε θα μεταφερθούν στη χώρα της μητρικής εταιρείας. Ο Νίκος Δρανδάκης, ιδρυτής της Taxibeat που θα παραμείνει στη διοίκηση, έγραψε την Πέμπτη στο Facebook: «Η ομάδα των 56 εργαζομένων της Αθήνας σήμερα, θα διπλασιαστεί μέσα στους επόμενους 10-12 μήνες, με έμφαση στο επιστημονικό προσωπικό, μηχανικούς, προγραμματιστές και designers… Στόχος μου είναι να αξιοποιήσουμε το ταλέντο που υπάρχει ανεκμετάλλευτο στη χώρα μας, αλλά και να φέρουμε πίσω πολλά από τα σπουδαία μυαλά που χάσαμε τα προηγούμενα χρόνια λόγω της κρίσης». (Αξίζει να διαβάσετε όλο το κείμενό του.) Το ίδιο έχει συμβεί πολλές φορές στο Ισραήλ, που κατόρθωσε να έχει το δεύτερο μεγαλύτερο οικοσύστημα τεχνολογίας στον κόσμο. Οι μεγάλες πολυεθνικές αγοράζουν τοπικές εταιρείες και τις χρησιμοποιούν ως βάση για πολύ μεγαλύτερα κέντρα ανάπτυξης προϊόντων μέσα στην ίδια χώρα.

Τέλος, μερικοί είπαν ότι είναι κρίμα που χάνεται η ελληνική ιδιοκτησία: θα γίνουμε όλοι υπάλληλοι των Γερμανών. Ούτε αυτό ισχύει. Οι ιδρυτές των πετυχημένων startups, και πολλά στελέχη τους, πολύ συχνά φεύγουν από την αρχική εταιρεία λίγα χρόνια μετά την εξαγορά. Εχουν αποκτήσει περιουσία, εμπειρία και αυτοπεποίθηση, και είναι ακόμα νέοι. Ξεκινούν νέα επιχείρηση, δική τους, και είναι πάλι αφεντικά. Προσλαμβάνουν συνεργάτες, που μπορεί να προέρχονται κι αυτοί από startups που πέτυχαν ή απέτυχαν. Ετσι μεγαλώνει και ωριμάζει το οικοσύστημα. Με εταιρείες εγχώριες, και με θυγατρικές πολυεθνικών. Με επενδυτές που θα επενδύσουν ξανά τα κέρδη. Με μεγαλύτερους και μικρότερους παίκτες.

Ενα κοινό στοιχείο έχουν όλοι αυτοί: ότι ζουν στον κόσμο της τεχνολογίας, που δεν περιορίζεται από εθνικά σύνορα. Ο Δρανδάκης και οι συνεργάτες του έδειξαν ότι μπορούν ομάδες Ελλήνων να χτίσουν καινοτόμες επιχειρήσεις με διεθνή εμβέλεια και να κερδίσουν. Το μεγάλο όμως ερώτημα είναι αν θα το ξανακάνουν στην Ελλάδα. Οι πετυχημένοι μπορούν να μετακομίσουν όπου θέλουν και να επιχειρήσουν εκεί. Αν φύγουν, θα ανακοπεί η δυναμική του οικοσυστήματος.

Οσο λοιπόν χαιρόμαστε για τις πρώτες επιτυχίες, τόσο πρέπει να φροντίσουμε για τις επόμενες. Τα εμπόδια είναι γνωστά. Παλαβοί φόροι και εισφορές για τα μεσαία εισοδήματα, δηλαδή για τα ικανά στελέχη. Ποινικές και αστικές ευθύνες για τους επιχειρηματίες που αποτυχαίνουν, και για τους επενδυτές τους. Πανεπιστημιακές αρχές που δεν συνεργάζονται με επιχειρήσεις. Η Taxibeat έδειξε ότι μπορείς να πετύχεις παρ’ όλα αυτά. Εδειξε όμως και πόσες μεγάλες ευκαιρίες χάνει η χώρα όσο αυτά διαιωνίζονται.

* Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι εταίρος στο Κεφάλαιο Επιχειρηματικών Συμμετοχών Openfund.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή