Ο μελοδραματισμός προβλέπεται. Προβλέπεται στο πλαίσιο της επικοινωνιακής ρουτίνας που έχει παγιωθεί ως σκηνικό ψευτοψυχοδράματος – ως διαπραγματευτικό κιτς. Εκείνο που δεν προβλεπόταν είναι ο κυνισμός με τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε, στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας, να παρατείνει τη διαπραγμάτευση προκειμένου να εξασφαλίσει ότι δεν θα εφαρμόσει ο ίδιος το πιο οδυνηρό από τα μέτρα που ετοιμάζεται να συνομολογήσει. Προκειμένου, όπως λένε, να ισχύσουν οι νέες περικοπές στις συντάξεις όχι από το 2019, αλλά από το 2020.
Ανεξάρτητα από το ποια θα είναι η έκβαση της διαπραγμάτευσης, η αγωνία για το 2019 δείχνει πώς ατενίζει το μέλλον του ο πρωθυπουργός. Δείχνει ότι δεν πτοείται από τα σημάδια αποδυνάμωσής του, που έχουν φτάσει να κλονίζουν ακόμη και ορισμένους παλιούς συντρόφους του. Δείχνει ότι εννοεί να εξαντλήσει τη θητεία του. Πόσο πιθανό, όμως, είναι να δει το σχέδιό του να εκπληρώνεται;
Σε σύγκριση με τους προηγούμενους μνημονιοπαθείς πρωθυπουργούς, ο Τσίπρας έχει δύο προνόμια. Το πρώτο είναι ότι την ατζέντα του έως την άνοιξη του 2019 δεν σκιάζει καμία εκλογική δοκιμασία. Δεν κινδυνεύει να δει να επικυρώνεται σε πρόδρομη –αυτοδιοικητική ή ευρωπαϊκή– κάλπη η κοινωνική απονομιμοποίησή του.
Το δεύτερο και πιο σημαντικό προνόμιο είναι ότι η κοινοβουλευτική του πλειοψηφία δείχνει η πιο συμπαγής στα χρόνια της κρίσης. Οι ισχυροί πόλοι εσωκομματικής αντιπολίτευσης εκκαθαρίστηκαν το καλοκαίρι του 2015. Οι βουλευτές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν έχουν εναλλακτικές πολιτικής σταδιοδρομίας. Δεν έχουν υποκατάστατο ΣΥΡΙΖΑ για να αποδράσουν – όπως κάποτε τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ είχαν υποκατάστατα του ΠΑΣΟΚ. Η δογματική ομοιογένειά τους και οι καταναγκασμοί της πολιτικής τους καριέρας τους καθιστούν μέχρι στιγμής πιο ανθεκτικούς στην κοινωνική πίεση από κάθε άλλη κοινοβουλευτική ομάδα που σήκωσε μνημονιακά βάρη.
Με την υπόκρουση μιας σποραδικής και άσφαιρης γκρίνιας, η κοινοβουλευτική βάση της τσιπρικής εξουσίας μοιάζει σήμερα θωρακισμένη – και μονωμένη από όσα συμβαίνουν έξω από τη Βουλή.
Η οικονομία δεν ανακάμπτει και μπορεί να μην ανακάμψει ούτε με το κλείσιμο της αξιολόγησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ βυθίζεται και εκτός απροόπτου θα συνεχίσει να βυθίζεται στις δημοσκοπήσεις. Και ωστόσο τίποτε από όλα αυτά δεν είναι ικανό να σταματήσει το ρολόι της κυβέρνησης. Οπως το θέτει με πικρό σαρκασμό στέλεχος της ελάσσονος αντιπολίτευσης: «Γιατί να πέσουν; Ποιος θα τους ρίξει; Ο λαός στους δρόμους;».
Αυτή τουλάχιστον είναι η γραμμική ανάλυση. Γιατί υπάρχει και η ανορθόδοξη – εκείνων που διαβάζουν τη συγκυρία ανάποδα, με εφόδιο την τραυματική τους πείρα. Αυτοί εστιάζουν στο γεγονός ότι ο Τσίπρας έχει χάσει σχεδόν όλα τα εξωκοινοβουλευτικά του ερείσματα.
Εχει σπαταλήσει όλο το κεφάλαιό του έναντι των εταίρων – κανείς εκ των οποίων δεν δείχνει πλέον διάθεση να τον διευκολύνει πολιτικά. Αντιθέτως, ακόμη και οι άλλοτε σύμμαχοί του εκφράζουν ιδιωτικώς την απογοήτευσή τους και τη ζάλη τους από το παρελκυστικό σλάλομ της Αθήνας.
Το ίδιο και στο εσωτερικό: Αντιστηρίγματα που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε στήσει σε πυλώνες παλαιάς ισχύος έχουν κλονιστεί. Το σύστημα εξουσίας που προσπάθησε να αναπτύξει παρήγαγε περισσότερες προσδοκίες απ’ όσες μπόρεσε τελικώς να διαχειριστεί.
Ακόμη και το γεγονός ότι ο στενότερος συνεργάτης του πρωθυπουργού –που μέχρι πρόσφατα έριχνε τον βαρύ ίσκιο της φαιάς υψηλότητας– δεν βρίσκει τώρα ούτε μία λέξη ουσιαστικής απολογίας για τις αποστολές του στη Λατινική Αμερική, εκλαμβάνεται από παράγοντες της αντιπολίτευσης σαν σημείο καμπής. Σαν το σημείο από το οποίο η κορυφή της κυβέρνησης μπορεί να γλιστρήσει η ίδια στην αρένα της σκανδαλοθηρικής ανθρωποφαγίας που ετοίμασε για τους αντιπάλους της.
Ναι, ο πρωθυπουργός έχει το κόμμα του. Αλλά έχει μόνο το κόμμα του. Γι’ αυτό ίσως έχουν δίκιο εκείνοι που ερμηνεύουν την επιθετικότητα που εκδηλώνει εσχάτως η κυβέρνηση ως αντανάκλαση της ανασφάλειάς της. Καταγγέλλει υπονομευτές, ενώ αυτό που την αποσταθεροποιεί είναι ο υποσυνείδητος φόβος της αστάθειάς της.