Πήραμε ό,τι εδέησαν να μας δώσουν

Πήραμε ό,τι εδέησαν να μας δώσουν

2' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η έξοδος στις αγορές, καθαρή και δυναμική, παραμένει το ζητούμενο για την ελληνική οικονομία, μετά τη συντηρητική απόφαση του Eurogroup την προηγούμενη Παρασκευή. Οσοι τολμηροί σχεδιασμοί είχαν γίνει, μερικοί μέχρι και πριν από λίγες εβδομάδες, για την αξιοποίηση των διαθεσίμων –κοντά στα 40 δισ. ευρώ!– από το τρίτο δανειακό πρόγραμμα έπεσαν στο κενό. Επελέγη η πιο συντηρητική αντίληψη: η ελληνική κυβέρνηση δανείζεται προκαταβολικά ένα τεράστιο ποσό, που θα αποτελέσει τον ασκό προστασίας της κάθε φορά που θα συγκρούεται με την πραγματικότητα των αγορών χρήματος.

Ο κ. Τσακαλώτος προσήλθε στη συζήτηση του Eurogroup σέρνοντας το βάρος των πρωθυπουργικών λαθών: ιδίως του α΄ εξαμήνου του 2015, αλλά και των ενδιάμεσων καθυστερήσεων, κυρίως μεταξύ της β΄ και της γ΄ αξιολόγησης. Ο υπουργός Οικονομικών πήγε στο Λουξεμβούργο με το handicap μιας ακατανόητης δογματικής απόρριψης της προληπτικής πιστωτικής γραμμής, στάση που πολύ εξυπηρέτησε το Βερολίνο, με αποτέλεσμα να χάσει η οικονομία το πολύτιμο «μαξιλάρι» ρευστότητας που τόσο χρειάζεται: όχι μόνον η Ελλάδα θα είναι η μόνη χώρα που δεν εκμεταλλεύθηκε τη νομισματική χαλάρωση αλλά θα παραμείνει εκτός «QE» για τα πολλά επόμενα χρόνια. Μια αδικαιολόγητη επιβάρυνση στην ανταγωνιστικότητα, την οποία θα συνεχίσουν να πληρώνουν βαριά οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις.

Η απόφαση του Eurogroup διασφαλίζει τα minima, δηλαδή την κατοχύρωση των θετικών αποτελεσμάτων που έφερε η δημοσιονομική πειθαρχία, δεν προσθέτει όμως κάτι στις ελπίδες που είχαν επενδυθεί για την επόμενη μέρα. Παραμένει αμφίβολη η αξιοποίηση της εξόδου στις αγορές για την επιτάχυνση της ανάκαμψης. Οι υπολογισμοί για τους ρυθμούς με τους οποίους θα μικρύνει το χάσμα που δημιούργησε η κρίση μεταξύ Ελλάδας και των άλλων κρατών της Ζώνης είναι απογοητευτικοί και επιβεβαιώνουν τους χειρότερους φόβους: μετά το τρίτο μνημόνιο θα βυθιστούμε στη λάσπη της στασιμότητας, της υπερφορολόγησης και της παντοκρατορίας της πιο απροκάλυπτα κομματικής κρατικής διοίκησης.

Υπ’ αυτούς τους όρους, η βελτίωση της βαθμολογίας των οίκων αξιολόγησης για το αξιόχρεο της Ελληνικής Δημοκρατίας, εξέλιξη που αποτελεί πλέον την απόλυτη προϋπόθεση για να διασφαλίζουμε φθηνό χρήμα από τις αγορές, καθίσταται δύσκολη. Και κατά πάσα πιθανότητα θα καθυστερήσει για περίοδο μιας διετίας, τουλάχιστον. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι της Βιλεμστράσε, συνεχίζοντας στην παραδοσιακώς συντηρητική γραμμή του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, αγνόησαν τη γαλλική πρόταση που συνέδεε τις ρυθμίσεις του χρέους με το ΑΕΠ, μια ιδέα που είχε κριθεί «ενδιαφέρουσα» ακόμη και από τον κ. Σόιμπλε!

Με δυο λόγια, η έξοδος από το τρίτο μνημόνιο δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς. Η Ελλάδα παραμένει δέσμια ενός πολύ κακού μείγματος περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, τραπεζικών εμπλοκών και αυθαίρετων γραφειοκρατικών τριμηνιαίων εκτιμήσεων. Γιατί το πρόβλημα με τα φορολογικά πλεονάσματα δεν είναι τόσο το μέγεθός τους, αλλά ο τρόπος με τον οποίο προκύπτουν. Οσο το επίπεδο των κρατικών δαπανών (για να μη μιλήσουμε τι συμβαίνει με την αποτελεσματικότητά τους…) παραμένει τόσο υψηλό, ένα σε κάθε δύο ευρώ του εθνικού εισοδήματος, και όσο η κατανομή των φορολογικών υποχρεώσεων τόσο άδικη, άλλο τόσο η οικονομία θα σέρνεται. Το θέμα δεν ήταν να «ερμηνεύσουμε» την έξοδο από τα μνημόνια, αλλά να «αλλάξουμε» τον τρόπο που δουλεύουμε. Απ’ αυτή την άποψη, με τα μυαλά που κουβαλάμε τα τελευταία χρόνια, πάλι καλά που πήραμε όσα εδέησε να μας δώσει το «άτυπο» όργανο των ισχυρών της Ευρωζώνης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή