Η αλληλογραφία μου με τον Μακάριο

Η αλληλογραφία μου με τον Μακάριο

Κύριε διευθυντά

Με αφορμή την πρόσφατη 45η επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, έχω να καταθέσω τα εξής: Το 1974-1975, υπηρετώντας ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στη διοίκηση του Δ΄ Σώματος Στρατού στην Ξάνθη, διάβασα πολλά βιβλία για το κυπριακό ζήτημα όπως εξελίχθηκε κατά την περίοδο 1950-1974, μεταξύ αυτών το τετράτομο έργο του Ν. Κρανιδιώτη «Ανοχύρωτη πολιτεία», το δίτομο έργο του Ευάγγελου Αβέρωφ «Ιστορία χαμένων ευκαιριών», το βιβλίο του Ν. Ιεροδιακόνου «Το κυπριακό πρόβλημα», τα απομνημονεύματα του Γ. Γρίβα κ.ά. Τότε, δεν είχε εκδοθεί ακόμη το εγκυρότερο και λεπτομερέστερο όλων «Η κατάθεσή μου» του Γλαύκου Κληρίδη. Τον Απρίλιο του 1976, όταν νόμισα ότι έχω κάνει μια εις βάθος μελέτη του Κυπριακού, συνέταξα μια επιστολή προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, στην οποία εξέθεσα ορισμένες απόψεις για το μέλλον της Κύπρου και την οποία και απέστειλα.

Ο Αρχιεπίσκοπος, όπως φαίνεται, μελέτησε με προσοχή την επιστολή μου και μου απάντησε με δική του επιστολή εμπεριστατωμένη, η οποία τελείωνε ως εξής: «Αν από τούδε και εις το εξής, υπάρξει η παραμικρά εξέλιξις εις το Κυπριακόν, αύτη θα είναι εις βάρος ημών των Ελλήνων της Κύπρου». Ισως, από αυτήν την αντίληψη διακατεχόταν ο Μακαριότατος, όταν τον Φεβρουάριο του 1977 έκανε το λάθος να υπογράψει την αποδοχή της Διζωνικής-Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, πράγμα το οποίον οδήγησε στην παραίτηση του Γλαύκου Κληρίδη από τη θέση του συνομιλητή και την αντικατάστασή του από τον Τάσσο Παπαδόπουλο. Το επόμενο δωδεκάμηνο αντήλλαξα και άλλες επιστολές με τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος μου έγραφε πάντοτε με το ίδιο πνεύμα. Η τελευταία επιστολή του Μακαριοτάτου φέρει ημερομηνία 20 Μαΐου 1977. Με αυτήν μου γνωστοποιούσε ότι ύστερα από περίπου ένα μήνα θα έρθει στην Αθήνα να συναντηθεί με τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή και να αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου (πρύτανης Κ. Δεσποτόπουλος) και με καλούσε να μεταβώ στο Πάντειο για να γνωριστούμε και προσωπικώς. Πράγματι, εκείνη την ημέρα συναντήθηκα με τον Αρχιεπίσκοπο με τη μεσολάβηση του αειμνήστου Πάτροκλου Σταύρου, παρόντων και των αειμνήστων επίσης Ν. Κρανιδιώτη, Σπ. Κυπριανού και Τάσσου Παπαδόπουλου. Σε αυτήν την ολιγόλεπτη συνάντησή μας, ο Αρχιεπίσκοπος εξακολούθησε να επιμένει στη διατήρηση του status quo «άχρι καιρού», όπως έλεγε, φοβούμενος ότι άλλως θα έχουμε επιδείνωση. Οταν ο Μακαριότατος και η συνοδεία του αποχωρούσαν για τη μικρή δεξίωση, με πήρε κατ’ ιδίαν, χωρίς να με γνωρίζει, ο τότε πρέσβης της Κύπρου στη Μόσχα Δήμος Χατζημιλτής, αργότερα πρέσβης στην Αθήνα, και μου είπε σιγά: «Αυτό το ενδεχόμενο επιδείνωσης του Κυπριακού τού έχει γίνει έμμονη ιδέα. Πιστεύει ότι δεν πρόκειται να βρούμε καμία δύναμη εκτός από την Ελλάδα ώστε να βασιστούμε στο μέλλον και συνεπώς είμαστε απολύτως εκτεθειμένοι έναντι των Τούρκων». Δυστυχώς, ο αιφνίδιος θάνατος του Αρχιεπισκόπου, στις 6.8.1977, δεν κατέστησε δυνατή τη μετάβασή μου στην Κύπρο στις αρχές Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, όπου μου είχε υποσχεθεί ότι θα με καλέσει.

Τα γράφω όλα αυτά, εφόσον απεδείχθη ότι δεν είχε δίκαιο ο Αρχιεπίσκοπος. Διότι η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την οποία επέτυχε η κυβέρνηση Σημίτη, με πρωτοστάτη τον Γιάννο Κρανιδιώτη αλλά και τον Θ. Πάγκαλο, εβελτίωσε πολύ τη θέση της Κύπρου διεθνώς. Αν ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδος, μετά το 1981, επέτυχε κάτι πολύ σοβαρό για την εξυπηρέτηση των ελληνικών συμφερόντων, αυτό είναι η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Από το 2004, συμπαραστάτης της Κύπρου δεν είναι μόνον η Ελλάδα. Είναι και άλλα 26 κράτη, τα οποία για διαφόρους λόγους δεν μπορούν βέβαια να βοηθήσουν την Κύπρο όσο θα έπρεπε, αποτελούν όμως δύναμη συμπαράστασης και βοήθειας την οποία ουδείς δύναται να αγνοήσει.

Διον. Π. Αλικανιώτης

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή