Ανοίγει ο διάλογος για το Ελληνικό

Ανοίγει ο διάλογος για το Ελληνικό

11' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το περιπετειώδες σίριαλ της ανάπλασης και αξιοποίησης του Ελληνικού κρατάει δεκαετίες, προτού ακόμη ξεκινήσει η λειτουργία του νέου αεροδρομίου στα Σπάτα το 2001. Ολο αυτό το χρονικό διάστημα σημαδεύτηκε από καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων, γραφειοκρατικά κωλύματα και αδιάλλακτη στάση τοπικών και άλλων παραγόντων, δημιουργώντας μια αίσθηση χαμένων ευκαιριών. Κανείς δεν φάνηκε να είναι απόλυτα προετοιμασμένος για την επόμενη ημέρα, ή να θέσει τις βάσεις για ένα υλοποιήσιμο όραμα.

Σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια απραξίας, η επένδυση του Ελληνικού –μία από τις μεγαλύτερες οικιστικές παρεμβάσεις στην Ευρώπη, αφού αφορά μία παραθαλάσσια περιοχή 6.200 στρεμμάτων– φαίνεται να προχωράει με γοργά βήματα για να πάρει σάρκα και οστά. Γι’ αυτό και τη συζήτηση για το μέλλον της έκτασης μονοπωλούν πλέον τα σχέδια των ουρανοξυστών που θα ορθωθούν εκεί, οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι που θα αποδοθούν στους γύρω δήμους, η λειτουργία του καζίνο, τα κυκλοφοριακά προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει στην παραλιακή η πολύχρονη κατασκευή του έργου, αλλά και ο φόβος μήπως τελικά η Αθήνα αρχίσει να μετατρέπεται σε Ντουμπάι.

Για μια τόσο μεγάλη πολεοδομική παρέμβαση, που θα αλλάξει για πάντα το θαλάσσιο μέτωπο της πόλης, χρειάζεται περισσότερη δημοσιότητα και ενημέρωση αλλά και εκτενής δημόσιος διάλογος, τον οποίο ξεκινάει από σήμερα η «Κ» με τρία άρθρα γύρω από την ανάπλαση του Ελληνικού.

Λουδοβίκος Κ. Βασενχόβεν

Ομότιμος καθηγητής Πολεοδομίας και Χωροταξίας Ε.Μ. Πολυτεχνείου

Μια περιπέτεια 40 ετών

Εκλεισαν πάνω από 40 χρόνια από την έναρξη της περιπέτειας της ανάπτυξης του αεροδρομίου του Ελληνικού. Hταν το 1978, όταν με νομοθετική ρύθμιση αποφασίστηκε ότι ο χώρος του θα τύχει εμπορικής εκμετάλλευσης ώστε να εξευρεθούν πόροι για την κατασκευή νέου αεροδρομίου στα Σπάτα. Σε αυτές τις δεκαετίες το φιλόδοξο εγχείρημα του Ελληνικού πέρασε από πολλές φάσεις. Αποφασιστικός σταθμός ήταν ένας νόμος του 1995 με τον οποίο, από τη μια κυρώθηκε η σύμβαση κατασκευής του νέου αεροδρομίου από ιδιωτική εταιρεία, από την άλλη αποφασίστηκαν η δημιουργία στο Ελληνικό ενός μεγάλου μητροπολιτικού πάρκου πρασίνου και αναψυχής και η πρόβλεψη χώρων οικιστικής ανάπτυξης για την αυτοχρηματοδότηση του έργου. Επρόκειτο για τομή, η σημασία της οποίας δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή σήμερα, όταν θεωρούμε αυτονόητη την κατασκευή ενός πάρκου στο Ελληνικό.

Το 2001 φάνηκε προς στιγμήν ότι το έργο μπαίνει σε μια τελική φάση εφαρμογής, με βάση μια μελέτη του Εργαστηρίου Χωροταξίας και Οικιστικής Ανάπτυξης του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, που εξαγγέλθηκε τότε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη. Είναι κρίμα ότι χάθηκε η ευκαιρία εκείνη, που θα μπορούσε να υλοποιηθεί στο πλαίσιο της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Προτιμήθηκαν άλλες επιλογές, με την προκήρυξη διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού. Το 2007 φάνηκε για μία ακόμη φορά ότι η εφαρμογή μιας νέας μελέτης, βασισμένης στο πρώτο βραβείο του διαγωνισμού, ήταν πολύ κοντά. Εκεί όμως παραμόνευε μια πολύ πιο αποφασιστική τομή που δεν ήταν άλλη από την οικονομική κρίση, που σύντομα άλλαξε τις προτεραιότητες. Τη θέση των κοινωνικών στόχων πήραν γρήγορα οι ανάγκες για εισροή χρήματος στα δημόσια ταμεία. Η ανάπτυξη του Ελληνικού με ιδιωτική επένδυση ήταν πια αναπόφευκτη. Αυτή η προτεραιότητα χρωμάτισε όλες τις αποφάσεις, όχι μόνο για το Ελληνικό, και οδήγησε σε σειρά ενεργειών που αποσκοπούσαν αρχικά σε μια διακρατική συμφωνία με αραβική χώρα και, αργότερα, στην προκήρυξη νέου διαγωνισμού, αυτή τη φορά επενδυτικού. Το οικονομικό, πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό τοπίο είχε ριζικά μεταβληθεί.

Σε όλο αυτό το διάστημα, το ιστορικό του οποίου δεν μπορεί φυσικά να δοθεί σε ένα περιορισμένης έκτασης άρθρο, εκπονήθηκαν περί τις 15 μελέτες, μικρής ή μεγάλης εμβέλειας. Εκτός από την αρχική μελέτη του ΕΜΠ της περιόδου 1996-2001, που τη συνόδευσαν συμπληρωματικές μελέτες μέχρι το 2007, αξίζει να αναφερθούν η μελέτη επικαιροποίησης του βραβείου του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, μια δεύτερη μελέτη του ΕΜΠ (συγκεκριμένα του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος) για λογαριασμό των δήμων της περιοχής, η μελέτη της εταιρείας «Ελληνικό Α.Ε.» που είχε στο μεταξύ ιδρυθεί για να προωθήσει το έργο, και, φυσικά, η μελέτη της Hellinikon Global (θυγατρικής της Lamda Development), που ήταν και ο τελικός ανάδοχος του έργου. Αυτή αποτέλεσε τη βάση των νομοθετικών ρυθμίσεων του 2014 και του 2016, της τελικής σύμβασης του κράτους με την ανάδοχο εταιρεία, και του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης που εγκρίθηκε το 2018.

Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι στα χρόνια που πέρασαν, το έργο του Ελληνικού έπαψε να είναι απλώς ένα απλό έργο πολεοδομικής ανάπλασης, έστω και μοναδικό για τη σύγχρονη ιστορία του τόπου. Σταδιακά έφτασε να εκφράζει ευρύτερες κοινωνικές, πολιτικές και βέβαια οικονομικές εξελίξεις και να συμβολίζει αντικρουόμενες ιδεολογικές αξίες. Oπως έχω ξαναγράψει, έγινε κάτι σαν καθρέφτης της ευρύτερης πραγματικότητας, έστω μια μικρογραφία της. Eγινε το είδωλο των αναταράξεων που χαρακτήριζαν και ταλαιπωρούσαν την ελληνική κοινωνία όλο αυτό το διάστημα. Ο διάλογος γύρω από το μέλλον του χώρου σημαδεύθηκε από βίαιες αντεγκλήσεις και αντιδράσεις, φορτισμένες τοποθετήσεις και αδιάλλακτη κριτική των εκάστοτε επιλογών της διοίκησης. Σημαδεύθηκε βέβαια στο τέλος και από εντυπωσιακούς συμβιβασμούς. Οι ατέλειωτες καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων και η εικόνα εγκατάλειψης που εμφάνιζε ο χώρος του παλιού αεροδρομίου επηρέασαν ασφαλώς την κοινή γνώμη, που έγινε πιο δεκτική μιας κάποιας, έστω και συζητήσιμης, επιλογής, που λίγες δεκαετίες νωρίτερα θα είχε απορρίψει. Η διάχυτη αίσθηση ότι η στασιμότητα και οι χαμένες ευκαιρίες έχουν κοινωνικό κόστος σίγουρα έπαιξε τον ρόλο της. Ο αποφασιστικός όμως παράγοντας ήταν φυσικά η οικονομική κρίση και οι δημοσιονομικές προτεραιότητες. Εκεί τελικά κρίθηκε το παιχνίδι. Πολλοί ασφαλώς διαφωνούν με το διαφαινόμενο αποτέλεσμα: μια πόλη μέσα στην πόλη αποξενωμένη από το περιβάλλον της ή η αισθητική ενός πολεοδομικού συγκροτήματος τύπου Ντουμπάι, όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά. Αλλά δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς με τη διαπίστωση ότι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούν, γιατί αυτό ήταν μοιραίο να συμβεί. Hταν μια κάποια λύση, μάλλον η μοναδική.

Θάνος Παγώνης

Επίκουρος καθηγητής ΕΜΠ

Το αναπτυξιακό αφήγημα

Το τελευταίο διάστημα ακούμε συχνά πως η ανάπτυξη του Ελληνικού θα αποτελέσει «έργο ναυαρχίδα» για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης για την ενεργοποίηση της οικονομίας. Η χρήση της αστικής ανάπτυξης για την επίτευξη στόχων οικονομικής πολιτικής δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο. Από το Παρίσι του βαρώνου Haussmann του 19ου αιώνα έως τα Docklands του Λονδίνου και το Hafencity του Αμβούργου στις πρόσφατες δεκαετίες τα μεγάλα αστικά έργα έχουν αποτελέσει κατεξοχήν εργαλεία στρατηγικού οικονομικού σχεδιασμού, με στόχο τον επαναπροσανατολισμό της αστικής οικονομίας και τη δημιουργία νέων δυνατοτήτων καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Αρκετά από αυτά τα μεγαλεπήβολα έργα απέτυχαν, ενώ σχεδόν όλα έχουν δεχθεί έντονες κριτικές. Ενα όμως είναι σίγουρο. Οτι διέπονται στη σύλληψή τους από ένα στρατηγικό αναπτυξιακό διακύβευμα με καταλυτική μεταμορφωτική επίδραση, είτε αυτό είχε να κάνει με την εδραίωση του πολιτικού και οικονομικού ρόλου της πόλης, είτε με την ενίσχυση καινοτομικών και αναπτυσσόμενων κλάδων σε συνδυασμό με την επίτευξη ενός στρατηγικού πολεοδομικά στόχου, όπως η διεύρυνση του κέντρου πόλης, ή η σύνδεση της πόλης με τη θάλασσα. Αλλο βασικό στοιχείο των στρατηγικών έργων είναι ο μακροπρόθεσμος ορίζοντας που αποσκοπεί στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας για την πόλη σε βάθος χρόνου. Το σχέδιο του Cerda για τη Βαρκελώνη πήρε σχεδόν 100 χρόνια για να υλοποιηθεί και αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα από τα ισχυρότερα αναπτυξιακά της πλεονεκτήματα.

Η συζήτηση για την αξιολόγηση της επένδυσης στο Ελληνικό αναπόφευκτα τοποθετείται σε αυτή τη βάση ως κλίμακα παρέμβασης τηρουμένων των αναλογιών. Κοιτάζοντας το Σχέδιο Ανάπτυξης αναζητούμε το αναπτυξιακό διακύβευμα, το στρατηγικό πολεοδομικό όφελος και την καινοτομική διάσταση του εγχειρήματος μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα γιατί αυτά είναι τα κύρια κριτήρια επιτυχίας. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρξει ένα τέτοιο αφήγημα και αυτό να επικοινωνηθεί με σαφήνεια και να γίνει κατανοητό και αποδεκτό. Προς το παρόν αυτό δεν συμβαίνει και αυτό δεν βοηθά το έργο. Αφενός, η εταιρεία αντιμετωπίζει το εγχείρημα σαν ένα μεγάλης κλίμακας ιδιωτικό έργο παρά την κατεξοχήν δημόσια σημασία του. Από την άλλη πλευρά, η πολιτεία, ο επιστημονικός κόσμος και η κοινωνία το αντιμετωπίζουν με καχυποψία ως κάτι ξένο και εχθρικό. Αυτό το κλίμα διαρκούς πόλωσης και αντιπαράθεσης έχει οδηγήσει σε ένα αμυντικό και εσωστρεφή σχεδιασμό που εκφράζεται και με χωρικούς και διαχειριστικούς όρους. Αυτό δεν ωφελεί την επιζητούμενη ώσμωση του έργου με την πόλη λειτουργικά, οικονομικά και κοινωνικά, κάτι που αποτελεί βασική προϋπόθεση επιτυχίας. Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί τη δημιουργία ευρύτερης συναίνεσης, ώστε να μπορέσουν να υπάρξουν συνέργειες, και μακροπρόθεσμος ορίζοντας στόχευσης.

Ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν της πόλης, δεν υπάρχει αμφιβολία πως το γνωστό εγχώριο εργαλείο της αντιπαροχής αποτέλεσε εργαλείο οικονομικής πολιτικής. Στην κατεστραμμένη και διαιρεμένη μετά τον Εμφύλιο Ελλάδα δημιούργησε θέσεις εργασίας, έλυσε ένα υπαρκτό πρόβλημα, το στεγαστικό, και παράλληλα δημιούργησε τις προϋποθέσεις κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης για εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικούς μετανάστες μέσω της εξασφάλισης πρόσβασης στην ιδιοκτησία. Εβδομήντα χρόνια μετά αναζητούμε τη δυνατότητα ενεργοποίησης στο Ελληνικό μιας ανάλογης «σωρευτικής» διαδικασίας, η οποία θα εμπλέξει όσο το δυνατόν περισσότερους και θα αναπτυχθεί σε βάθος χρόνου με τα μεγαλύτερα δυνατά πολλαπλασιαστικά οφέλη στην κλίμακα της πόλης και της χώρας.

Κάποια βασικά ζητήματα που θα μπορούσε να θίξει ο κοινωνικός διάλογος είναι τα παρακάτω:

Αναζήτηση ενός πειστικού αναπτυξιακού αφηγήματος που να ανταποκρίνεται σε πραγματικές και όχι πλασματικές ανάγκες και ζήτηση σε ανταπόκριση με το αναπτυξιακό όραμα της πόλης. Αναγνώριση και ενίσχυση των πραγματικών στρατηγικών πλεονεκτημάτων του τοπίου και αποφυγή ενεργειών που θα  μπορούσαν να ζημιώσουν την ελκυστικότητα και την αξία του πόρου της παράκτιας ζώνης μακροπρόθεσμα. Η Αθήνα ήδη προσελκύει εκατομμύρια επισκέπτες που έλκονται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και δεν χρειάζεται να γίνει Dubai. Αποφυγή συνθηκών υπερπροσφοράς οικοδομημένου χώρου. Το Ελληνικό δεν είναι ένα «έργο» αλλά «πόλη», δηλαδή κατεξοχήν συλλογικό αντικείμενο που θα αναπτυχθεί σε βάθος χρόνου και που εν τω μεταξύ παραμένει σημαντικό απόθεμα γης το οποίο θα πρέπει να διαφυλαχθεί. Αναζήτηση της ταυτότητας του μητροπολιτικού πάρκου ώστε να αποτελέσει ζωντανό πόλο και όχι υπολειπόμενο χώρο ανάμεσα στις περιοχές ανάπτυξης, καθώς και λύση στο πρόβλημα της διαχείρισής του με ίδιους πόρους.

Πέρα από το ζήτημα της οικονομικής απόδοσης του ακινήτου, άρα θα πρέπει να τοποθετηθούν τα συμφέροντα της ίδιας της πόλης προκειμένου το εγχείρημα να πετύχει μακροπρόθεσμα.

Στέφανος Μάνος

Πρώην υπουργός

Ερωτήματα και ανησυχίες

Ανακοίνωσα την απόφαση να γίνει το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» με αυτοχρηματοδότηση τον Μάιο του 1990, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Τα χρόνια πέρασαν. Σημειώθηκαν σοβαρές καθυστερήσεις με τη σύμβαση του αεροδρομίου τα δύο πρώτα χρόνια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ 1993-1995, αλλά στη συνέχεια το αεροδρόμιο ολοκληρώθηκε και άρχισε να λειτουργεί τον Μάρτιο του 2001. Τότε ελευθερώθηκε και η έκταση του παλαιού αεροδρομίου.

Από την πρώτη στιγμή υπήρχε η έγνοια του τι θα γίνει η πολύτιμη έκταση του Ελληνικού που θα ελευθερωνόταν μόλις ξεκινούσε η λειτουργία του νέου αεροδρομίου. Από τον Μάρτιο του 2001 το ελληνικό Δημόσιο (κυβέρνηση Σημίτη) είχε στη διάθεσή του, στο Ελληνικό, ένα περιουσιακό στοιχείο αμύθητης αξίας. Μια τεράστια παραλιακή έκταση με εξαιρετικό κλίμα, άριστη συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση, με έναν ιδιοκτήτη –το κράτος– κύριο της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Και τι έκανε το ελληνικό Δημόσιο; Σπατάλησε την περιουσία (προμήνυμα του συνθήματος «λεφτά υπάρχουν») ανακοινώνοντας τη μια ανοησία μετά την άλλη. Ηδη, από τον Φεβρουάριο του 2001 (ένα μήνα πριν ελευθερωθεί το Ελληνικό) ανακοίνωσε ο κ. Σημίτης την πρόθεση της κυβέρνησης να μετατρέψει την πολυτιμότερη αστική έκταση της Μεσογείου στο μεγαλύτερο αχρείαστο πάρκο του κόσμου. Εκστασιάστηκαν οι όμοροι δήμαρχοι με τη «θαρραλέα» απόφαση του πρωθυπουργού. Επανέλαβε ο κ. Σημίτης την πρότασή του για μητροπολιτικό πάρκο 4.000 στρεμμάτων (Εθνικός Κήπος 160 στρέμματα, το αναφέρω για μέτρο σύγκρισης) τέλος Μαρτίου 2003. Επιτέθηκα στην κυβέρνηση με πρωτοσέλιδο άρθρο στην «Εστία»: «Το μεγάλο έγκλημα εις βάρος της Αθήνας», 8/4/2003. Υποστήριζα ότι θα έπρεπε να γίνει ένα πολύ μικρότερο πάρκο στο Ελληνικό, να αξιοποιηθεί η υπόλοιπη έκταση, και με τα χρήματα που θα συγκεντρώνονταν να δημιουργηθούν σε πυκνοδομημένες περιοχές της πρωτεύουσας 20 κήποι των 100 στρεμμάτων ο καθένας. Τελείωνα το άρθρο μου με την εξής φράση που θέλω να επαναλάβω: «Στον κ. Σημίτη και όσους φιλοδοξούν να τον διαδεχθούν, θα ήθελα να πω ότι η δημιουργία στην πρωτεύουσα 20 Εθνικών Κήπων, αδάπανα για τους πολίτες της, θα τους εξασφάλιζε πολύ ασφαλέστερη θέση στην Ιστορία από ό,τι τα αμφιβόλου σημασίας άλλα “επιτεύγματά” τους».

Θα φανταζόταν κανείς ότι για την πρότασή μου θα επιδείκνυαν ενδιαφέρον οι δήμαρχοι των πυκνοδομημένων περιοχών της πρωτεύουσας όπου θα μπορούσαν να γίνουν οι νέοι κήποι. Διότι κάθε τέτοιος κήπος των 100 στρεμμάτων θα βελτίωνε αφάνταστα τις συνθήκες ζωής στην περιοχή και θα αύξανε κατακόρυφα τις αξίες των ακινήτων. Αλλά το 2003 δεν ανήκα σε κάποια από τις παρατάξεις εξουσίας και συνεπώς θα ήταν πολιτικό λάθος για τους δημάρχους να υιοθετήσουν μια μη κομματική πρόταση.

Το αχρείαστο πάρκο δεν έγινε. Το 2010 χρεοκοπήσαμε. Οι αξίες της γης περιορίστηκαν. Το κράτος επέβαλλε τον ληστρικό ΕΝΦΙΑ, με αποτέλεσμα περαιτέρω βύθιση της αξίας της γης και φυσικά της αξίας της δημόσιας περιουσίας και άρα και του Ελληνικού. Η εμπιστοσύνη, απαραίτητο συστατικό για μακροχρόνιους σχεδιασμούς, εξανεμίστηκε.

Επειτα από διάφορες περιπέτειες φθάσαμε στο 2019 με την οικογένεια Λάτση ως κύριο επενδυτή για το Ελληνικό. Η κυβέρνηση προπαγανδίζει το γεγονός ότι κατάφερε να ξεκολλήσει την επένδυση από τα γρανάζια της γραφειοκρατίας και ότι σύντομα κάτι θα αρχίσει να κινείται. Ομολογώ ότι χαίρομαι για τον παραγκωνισμό της γραφειοκρατίας, αλλά φοβάμαι την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και την απουσία οράματος. Φοβάμαι τη ρηχότητα, την επιπολαιότητα και τη μετριότητα. Οι μόνες μου πληροφορίες είναι από την ιστοσελίδα του φορέα της επένδυσης thehellinikon.com. Γράφει: «Το όραμά μας για την ανάπτυξη του Ελληνικού είναι ο σχεδιασμός ενός πρωτοποριακού έργου για την Αθήνα, με ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία ενός μητροπολιτικού πάρκου διεθνούς εμβέλειας, καθώς και την ανάδειξη του παράκτιου μετώπου με ελεύθερη πρόσβαση για όλους».

Αθεράπευτη μανία με το μητροπολιτικό πάρκο επάνω στη θάλασσα! Τα ΜΜΕ όμως ασχολούνται με το καζίνο. Ολη η επένδυση στο Ελληνικό, στην πολυτιμότερη αστική έκταση στη Μεσόγειο, για ένα καζίνο τύπου Las Vegas; Και μερικούς ουρανοξύστες των 200 μέτρων; Και τι θα γίνει και πότε; Πρώτα το καζίνο και κάποιο μεγάλο εμπορικό mall και μετά έχει ο Θεός; Υπάρχει κάποιο συμφωνημένο και δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα;

Για μια τόσο μεγάλη πολεοδομική παρέμβαση στην Αθήνα χρειάζεται περισσότερη δημοσιότητα και ενημέρωση. Η δημοσιότητα, χωρίς αμφιβολία, θα περιορίσει τους βαθμούς ελευθερίας του επενδυτή. Αλλά τι να κάνουμε; Δεν μπορεί να είναι όλα δικά του.

Η «Κ» δημοσίευσε στις 13 Μαρτίου 2011 ένα άρθρο του διακεκριμένου αρχιτέκτονα Ιωάννη Βικέλα με τίτλο «Πώς το Ελληνικό θα μπορούσε να γίνει πόλη-θαύμα». Συνιστώ να το αναζητήσετε και να το διαβάσετε για να κατανοήσετε το περιεχόμενο της έννοιας όραμα σε σχέση με την ανάπτυξη του Ελληνικού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή